ΙΦΙ. Καλά· τους ξένους τρέχα εσύ να φέρεις·
για το ιερό μου χρέος έχω το νου μου.
Ο γελαδάρης φεύγει.
Δόλια καρδιά μου, ως τώρα για τους ξένους
ήσουν γλυκιά, πονετικιά ήσουν πάντα,
κι όταν Έλληνες σού ᾽πεφταν στα χέρια,
δάκρυζες, σαν ομόφυλοί σου που ήταν.
Μα τώρα, μ᾽ έχει αγριέψει τ᾽ όνειρό μου·
ο Ορέστης, λέω, δε ζει· για σας συμπόνια,
350όποιοι και να ᾽στε που έρχεστε, δε νιώθω.
Σωστό ειν᾽ αυτό που λένε, φίλες· τώρα
το βλέπω· συμφορά σα σε χτυπήσει,
δε συμπαθάς τον πιο δυστυχισμένο.
Αλλ᾽ απ᾽ το Δία δεν ήρθε ως τώρα ούτ᾽ ένας
αέρας, ένα πέραμα δεν ήρθε,
που μέσ᾽ απ᾽ το στενό των Συμπληγάδων
την Ελένη, πηγή της συμφοράς μου,
μαζί με το Μενέλαο να μας φέρει,
για να εκδικιόμουν, και μιαν άλλη Αυλίδα
να ᾽στηνα εδώ γι ᾽ αυτούς, αντίς για κείνη,
όπου οι Αργείοι κρατώντας με ως δαμάλα
360μ᾽ έσφαζαν κι ήταν θύτης μου ο γονιός μου.
Αχ —δεν ξεχνώ τις τότε πίκρες— πόσες
φορές στα γένια του άπλωσα τα χέρια μου,
στα γόνατά του! Πάνω του κρεμιόμουν
και του ᾽λεγα: «Φριχτή παντρειά μου κάνεις,
πατέρα· τη στιγμή που εσύ με σφάζεις
η μάνα μου κι οι Αργίτισσες του γάμου
τραγούδι λεν για μένα, όλο το σπίτι
γεμίζει αυλών αχούς· κι απ᾽ το δικό σου
χάνομαι χέρι εγώ· ώστε ήταν ο Άδης
—κι όχι ο Πηλείδης— ο Αχιλλέας, που για άντρα
370μού πρόβαλες με δόλο, να με σύρεις
με αμάξι εδώ για ματωμένο γάμο.»
Με πέπλο εγώ αγανό στο πρόσωπό μου,
δε σήκωσα στα χέρια μου τ᾽ αδέρφι
—αυτό που τώρα πάει—, την αδερφή μου
δε φίλησα στο στόμα από ντροπή,
που πήγαινα στο σπίτι του Πηλέα·
για αργότερα, είπα, ας μείνουν οι ασπασμοί μου,
σα να ήταν πίσω να στο Άργος γυρίσω.
Άμοιρε, Ορέστη, αν πέθανες, τί πλούτη,
τι πατρικά έχεις χάσει μεγαλεία!
Έπειτ᾽ από μικρή διακοπή.
380Της θεάς μας οι ξυπνάδες δε μου αρέσουν·
αν με τα χέρια ένας θνητός αγγίξει
φόνου αίμα ή και λεχώνα ή πεθαμένον,
τον διώχνει, ως μολυσμένο, απ᾽ το βωμό της,
κι αυτή θυσίες ανθρώπων την ευφραίνουν.
Αδύνατο η Λητώ, του Δία γυναίκα,
να γέννησε ένα τόσο ανόητο πλάσμα.
Ούτε όσα λένε για ταντάλεια δείπνα,
πως γεύτηκαν θεοί τις σάρκες τάχα
του γιου του, εγώ πιστεύω· οι ντόπιοι πάλι,
νομίζω, είν᾽ αιμοβόροι και ζητούνε
390στη θεά να ρίξουν τ᾽ άγριο φυσικό τους·
κανένας, λέω, θεός κακός δεν είναι.
Μπαίνει στο ναό.
|