ΜΕΓ. Ω γέροντες, σας επαινώ· τι για τους φίλους
οι φίλοι να οργίζονται δίκαια πάντα πρέπει·
μα με τον βασιλιά για μας σεις θυμωμένοι
μην πάθετε κάνα κακό! Και συ, Αμφιτρύων,
τη γνώμη μου άκουσε, αν θαρρείς πως κάτι λέγω.
280Αγαπώ τα παιδάκια μου· γιατί πώς όχι,
αφού τα γέννησα και πόνεσα; και το ᾽χω
φριχτό το να πεθάνουνε· μα στην ανάγκη
οπού αντιστέκεται, θαρρώ, τρελός πως είναι.
Και μια το να πεθάνουμε ανάγκ᾽ είναι, πρέπει
να μη μας κάψουν στη φωτιά για να γελούνε
οι εχθροί, κι αυτό χειρότερο απ᾽ τον θάνατο είναι.
Γιατί πολλές τιμές χρωστούμε στο παλάτι·
εσύ μεν έλαβες καλή δόξα στη μάχη,
ώστε δεν πρέπει ν᾽ αποθάνεις φοβισμένος·
290και φανερό είναι πως ο δοξασμένος μου άντρας
δεν θα θελήσει να τα σώσει τα παιδιά του
ατιμασμένα, γιατί οι ευγενικοί πατέρες
για των παιδιώνε τους πονούν την ατιμία,
κι εγώ τον άντρα μου να μιμηθώ μου πρέπει.
Και ιδές πώς τις ελπίδες σου εγώ τις ξετάζω.
Θαρρείς πως θά ᾽ρθει απ᾽ τη γη πίσω πάλι ο γιος σου·
και ποιός νεκρός ξανάρθε πίσω από τον Άδη;
ή θα τον μαλακώσουμε αυτόν με τα λόγια;
Καθόλου! απ᾽ τον σκληρόν εχθρό πρέπει να φεύγεις
300και στους σοφούς να υποχωρείς και αναθρεμμένους
καλά, γιατί ευκολότερα έτσι ό,τι σου αρέσει
θα το πετύχεις στο φιλότιμο αν τους φέρεις.
Και τώρα μου ᾽ρθε αν πρέπει με τα παρακάλια
των παιδιών να ζητήσουμε την εξορία,
αλλά κακό κι αυτό, τη σωτηρία να ντύσεις
με φτώχεια· τι μη βρίσκοντας οι ξένοι φίλους,
μια μέρα μόνο, λεν, γι᾽ αυτούς μπορεί να φέξει.
Τόλμα με μας τον θάνατο που σε προσμένει!
Ω γέρο, σου θυμίζω την καλή γενιά σου·
κι όποιος ζητάει τους θεούς να βιάσει να του δώσουν
310την ευτυχία, ανόητ᾽ είναι η επιθυμιά του·
τι δεν μπορεί κανείς ν᾽ αλλάξει την ανάγκη.
ΧΟΡ. Αν είχα δυνατά τα μπράτσα και κανένας
σ᾽ έβριζε, θα τον έκαμνα μεμιάς να παύσει·
τώρα δεν είμαι τίποτε· από δω και πέρα
την τύχη σκέψου μόνος σου να οικονομήσεις.
|