Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Θεμιστοκλῆς (9.1-9.5)


[9.1] Τῶν μέντοι ‹τὰ› περὶ Θερμοπύλας εἰς τὸ Ἀρτεμίσιον ἀπαγγελλόντων πυθόμενοι Λεωνίδαν τε κεῖσθαι καὶ κρατεῖν Ξέρξην τῶν κατὰ γῆν παρόδων, εἴσω τῆς Ἑλλάδος ἀνεκομίζοντο, τῶν Ἀθηναίων ἐπὶ πᾶσι τεταγμένων δι᾽ ἀρετὴν καὶ μέγα τοῖς πεπραγμένοις φρονούντων. [9.2] παραπλέων δὲ τὴν χώραν ὁ Θεμιστοκλῆς, ᾗπερ κατάρσεις ἀναγκαίας καὶ καταφυγὰς ἑώρα τοῖς πολεμίοις, ἐνεχάραττε κατὰ τῶν λίθων ἐπιφανῆ γράμματα, τοὺς μὲν εὑρίσκων ἀπὸ τύχης, τοὺς δ᾽ αὐτὸς ἱστὰς περὶ τὰ ναυλόχια καὶ τὰς ὑδρείας, ἐπισκήπτων Ἴωσι διὰ τῶν γραμμάτων, εἰ μὲν οἷόν τε, μετατάξασθαι πρὸς αὐτούς, πατέρας ὄντας καὶ προκινδυνεύοντας ὑπὲρ τῆς ἐκείνων ἐλευθερίας, εἰ δὲ μή, κακοῦν τὸ βαρβαρικὸν ἐν ταῖς μάχαις καὶ συνταράττειν. ταῦτα δ᾽ ἤλπιζεν ἢ μεταστήσειν τοὺς Ἴωνας ἢ ταράξειν ὑποπτοτέρους τοὺς βαρβάρους γενομένους.
[9.3] Ξέρξου δὲ διὰ τῆς Δωρίδος ἄνωθεν ἐμβαλόντος εἰς τὴν Φωκίδα καὶ τὰ τῶν Φωκέων ἄστη πυρπολοῦντος, οὐ προσήμυναν οἱ Ἕλληνες, καίπερ τῶν Ἀθηναίων δεομένων εἰς τὴν Βοιωτίαν ἀπαντῆσαι πρὸ τῆς Ἀττικῆς, ὥσπερ αὐτοὶ κατὰ θάλατταν ἐπ᾽ Ἀρτεμίσιον ἐβοήθησαν. [9.4] μηδενὸς δ᾽ ὑπακούοντος αὐτοῖς, ἀλλὰ τῆς Πελοποννήσου περιεχομένων καὶ πᾶσαν ἐντὸς Ἰσθμοῦ τὴν δύναμιν ὡρμημένων συνάγειν, καὶ διατειχιζόντων τὸν Ἰσθμὸν εἰς θάλατταν ἐκ θαλάττης, ἅμα μὲν ὀργὴ τῆς προδοσίας εἶχε τοὺς Ἀθηναίους, ἅμα δὲ δυσθυμία καὶ κατήφεια μεμονωμένους. [9.5] μάχεσθαι μὲν γὰρ οὐ διενοοῦντο μυριάσι στρατοῦ τοσαύταις· ὃ δ᾽ ἦν μόνον ἀναγκαῖον ἐν τῷ παρόντι, τὴν πόλιν ἀφέντας ἐμφῦναι ταῖς ναυσίν, [ὅπερ] οἱ πολλοὶ χαλεπῶς ἤκουον, ὡς μήτε νίκης δεόμενοι μήτε σωτηρίαν ἐπιστάμενοι θεῶν ἱερὰ καὶ πατέρων ἡρῷα προϊεμένων.


ΜΕΤΑ ΤΟ ΑΡΤΕΜΙΣΙΟ (Κεφ. 9 - 10)
Η αναχώρηση των Ελλήνων από το Αρτεμίσιο
[9.1] Όταν όμως οι Έλληνες που ήταν στο Αρτεμίσιο έμαθαν από αγγελιοφόρους όσα έγιναν στις Θερμοπύλες, ότι δηλαδή ο Λεωνίδας έπεσε και ότι ο Ξέρξης είχε κυριέψει τις διαβάσεις στην ξηρά, έφυγαν για να γυρίσουν στην ηπειρωτική Ελλάδα, και οι Αθηναίοι είχαν πάρει εξαιτίας της αντρείας τους θέση σαν οπισθοφυλακή όλου του στόλου, περήφανοι για τα κατορθώματά τους. [9.2] Ο Θεμιστοκλής περνώντας με το στόλο του κοντά στη στεριά σε όσα μέρη έβλεπε ότι χωρίς άλλο θ᾽ αγκυροβολούσαν οι εχθροί ή θα πήγαιναν να κρυφτούν, έβαζε να σκαλίζουν επάνω στις πέτρες επιγραφές που να τις βλέπουν όλοι· και άλλες από τις πέτρες αυτές έτυχε να βρίσκονται εκεί σε κατάλληλη θέση, άλλες ο ίδιος τις έστηνε ολόγυρα στους όρμους και σε τοποθεσίες με πηγές νερού. Με τις επιγραφές αυτές εξόρκιζε τους Ίωνες που ήταν στο στρατό των Περσών,αν μπορούσαν, να αυτομολήσουν σ᾽ αυτούς, που ήταν πατέρες τους και κινδυνεύουν για την ελευθερία εκείνων, ειδάλλως να προξενούν βλάβη και αναταραχή στο βαρβαρικό στράτευμα κατά τη διάρκεια των μαχών. Και είχε την ελπίδα πως αυτά ή θα κάμουν τους Ίωνες να πάνε με το μέρος τους ή θα τους έφερναν σε ταραχή, γιατί θα γίνονταν περισσότερο ύποπτοι στους βαρβάρους.
[9.3] Και, όταν ο Ξέρξης περνώντας τη Δωρίδα μπήκε από το πάνω μέρος στη Φωκίδα και πυρπολούσε τις πόλεις της χώρας αυτής, οι Έλληνες δεν πήγαν προς βοήθειά τους, αν και οι Αθηναίοι τους παρακαλούσαν να τρέξουν στη Βοιωτία και να συναντήσουν τους βαρβάρους εκεί, προασπίζοντας την Αττική, όπως αυτοί τους βοήθησαν κατά θάλασσα στο Αρτεμίσιο. [9.4] Κανείς όμως δεν άκουε τις παρακλήσεις των Αθηναίων, παρά όλοι είχαν προσκολληθεί στην Πελοπόννησο· βιάζονταν να συναθροίσουν όλη τη δύναμή τους μέσα στον Ισθμό και έχτιζαν εκεί τείχος από τη μια θάλασσα στην άλλη. Η προδοσία αυτή των Ελλήνων εξόργισε τους Αθηναίους και τους έπιασε λύπη και μελαγχολία, γιατί είχαν μείνει μόνοι. [9.5] Βέβαια, δεν μπορούσαν ούτε να το διανοηθούν πως θα πολεμούσαν με τόσες μυριάδες στρατού. Εκείνο μόνο που κατ᾽ ανάγκη έπρεπε να κάμουν σ᾽ αυτή την περίσταση ήταν να αφήσουν την πόλη τους και να μείνουν προσκολλημένοι στα πλοία τους. Αλλά το πλήθος των Αθηναίων το άκουε αυτό με αγανάχτηση, γιατί ούτε τη νίκη θα τη χρειάζονταν ούτε τη σωτηρία θα την καταλάβαιναν, αν παρατούσαν τους ναούς των θεών και τους τάφους των πατέρων