Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΩΠΟΣ

Μῦθοι (330.1-335.1)


Β7. Συντίπα τοῦ φιλοσόφου ἐκ τῶν παραδειγματικῶν αὐτοῦ λὀγων


330. ΠΟΤΑΜΟΙ ΚΑΙ ΘΑΛΑΣΣΑ
[330.1] ποταμοὶ συνῆλθον ἐπὶ τὸ αὐτὸ καὶ τὴν θάλασσαν κατῃτιῶντο λέγοντες αὐτῇ· «διὰ τί ἡμᾶς εἰσερχομένους ἐν τοῖς ‹σοῖς› ὕδασι καὶ ὑπάρχοντας ποτίμους καὶ γλυκεῖς ἁλμυροὺς ἀπεργάζῃ καὶ ἀπότους;» ἡ δὲ θάλασσα ἰδοῦσα, ὅτι αὐτῆς καταμέμφονται, λέγει πρὸς αὐτούς· «μὴ ἔρχεσθε καὶ μὴ γίνεσθε ἁλμυροί».
οὗτος ὁ μῦθος παριστᾷ τοὺς ἀκαίρως αἰτιωμένους τινὰς καὶ παρ᾽ αὐτῶν μᾶλλον ὠφελουμένους.

331. ΘΗΡΕΥΤΗΣ ΚΑΙ ΛΥΚΟΣ
[331.1] ἀνήρ τις θηρευτὴς λύκον θεασάμενος προσβάλλοντα τῇ ποίμνῃ καὶ πλεῖστα τῶν προβάτων, ὡς δυνατόν, διασπαράττοντα τοῦτον εὐμηχάνως θηρεύει καὶ τοὺς κύνας αὐτῷ ἐπαφίησι φθεγξάμενος [δὲ] πρὸς αὐτόν· «ὦ δειλότατον θηρίον, ποῦ σου ἡ προλαβοῦσα ἰσχύς, ὅτι τοῖς κυσὶν ὅλως ἀντιστῆναι οὐκ ἠδυνήθης;»
ὁ μῦθος δηλοῖ, ὡς τῶν ἀνθρώπων ἕκαστος ἐν τῇ ἰδίᾳ τέχνῃ καθέστηκε δόκιμος.

332. ΤΑΥΡΟΣ, ΛΕΑΙΝΑ ΚΑΙ ΣΥΑΓΡΟΣ
[332.1] ταῦρος εὑρηκὼς κοιμώμενον λέοντα τοῦτον κερατίσας ἀπέκτεινεν. ἐπιστᾶσα δὲ ἡ ἐκείνου μήτηρ πικρῶς αὐτὸν ἀπεκλαίετο. ἰδὼν δὲ αὐτὴν σύαγρος ὀλοφυρομένην μακρόθεν ἑστὼς ἔφη πρὸς αὐτήν· «ὦ πόσοι ἄρα τυγχάνουσιν ἄνθρωποι θρηνοῦντες, ὧν τὰ τέκνα ὑμεῖς ἀπεκτείνατε».
ὁ μῦθος δηλοῖ, ὅτι ἐν ᾧ μέτρῳ μετρεῖ τις, μετρηθήσεται αὐτῷ.

333. ΚΥΩΝ ΚΑΙ ΧΑΛΚΕΙΣ
[333.1] ἦν τις κύων χαλκέων τινῶν ἐν οἰκίᾳ διάγων. κἀκείνων μὲν ἐργαζομένων οὗτος εἰς ὕπνον ἐτρέπετο, εἰς ἑστίασιν δὲ καθεζομένων ἐγίνετο ἔξυπνος καὶ τοῖς ἑαυτοῦ κυρίοις χαριέντως προσεπέλαζεν. οἱ δὲ πρὸς αὐτὸν ἔλεγον· «πῶς τῷ μὲν ψόφῳ τῶν βαρυτάτων σφυρῶν οὐδ᾽ ὅλως ἐξυπνίζῃ, τῷ δὲ βραχυτάτῳ κρότῳ τῶν μυλοδόντων ταχέως διεγείρῃ;»
ὁ μῦθος δηλοῖ, ὡς καὶ ἄνθρωποι ἀνήκοοι, ἐφ᾽ οἷς δῆθεν ὠφελεῖσθαι καραδοκοῦσι, ταχέως τούτοις καὶ ὑπακούουσιν· ἐν οἷς δ᾽ ἀπαρέσκονται, ἀπειθεῖς πάντες καθίστανται [καὶ ὀκνηροί τε καὶ ῥᾴθυμοι].

334. ΑΛΩΠΗΞ ΚΑΙ ΛΕΩΝ
[334.1] ἀλώπηξ θεασαμένη ἐγκάθειρκτον λέοντα καὶ τούτου στᾶσα ἐγγὺς δεινῶς αὐτὸν ὕβριζεν. ὁ δὲ λέων ἔφη πρὸς αὐτήν· «οὐ σύ με καθυβρίζεις, ἀλλ᾽ ἡ προσπεσοῦσά μοι ἀτυχία».
ὁ μῦθος δηλοῖ, ὡς πολλοὶ τῶν ἐνδόξων δυσπραγίαις περιπίπτοντες ὑπ᾽ εὐτελῶν ἐξουθενοῦνται.

335. ΚΥΝΕΣ ΚΑΙ ΑΛΩΠΗΞ
[335.1] λέοντος δορὰν κύνες εὑρόντες διεσπάραττον ταύτην. τούτοις δὲ ἀλώπηξ ἰδοῦσα ἔφη· «εἰ οὗτος ὁ λέων τοῖς ζῶσι συνῆν, εἴδετε ἂν τοὺς αὐτοῦ ὄνυχας ἰσχυροτέρους τῶν ὑμετέρων ὀδόντων».
ὁ μῦθος δηλοῖ τοὺς τῶν ἐνδόξων καταφρονοῦντας, ὅταν τῆς δόξης ἐκπίπτωσιν.


Β7. Από τη συλλογή μύθων του Συντίπα


330. Τα ποτάμια και η θάλασσα.
[330.1] Μια φορά και έναν καιρό συναθροίστηκαν όλα μαζί τα ποτάμια στο ίδιο μέρος και απήγγειλαν κατηγορίες εναντίον της θάλασσας. Ιδού τί της έλεγαν: «Βρε συ, κοίταξε εδώ τα νερά τα δικά μας, τί γλυκά και πόσιμα που είναι. Γιατί μας τα αλλάζεις όλα με το που μπαίνουμε στην περιοχή σου και μας τα κάνεις έτσι λύσσα στο αλάτι, να μην πίνονται με τίποτε;». Η θάλασσα κατάλαβε βέβαια ότι της έκαναν κριτική και τους συγύρισε κατάλληλα: «Και ποιος σας είπε να τρυπώνετε στα δικά μου μέρη; Μείνετε μακριά μου, και δεν θα πάθετε ούτε αρμύρα ούτε ζημιά».
Ο μύθος αυτός μας δείχνει ορισμένη κατηγορία ανθρώπων: Είναι εκείνοι που κατακρίνουν τους άλλους τελείως αδικαιολόγητα, παρόλο που βγάζουν όφελος από αυτούς στην πραγματικότητα.

331. Ο κυνηγός και ο λύκος.
[331.1] Μια φορά ο λύκος όρμησε πάνω σε ένα κοπάδι και κατασπάραξε ένα σωρό πρόβατα, βάζοντας τα δυνατά του. Έλα όμως που πάνω στην ώρα τον πρόσεξε κάποιος κυνηγός. Τούτος, που λέτε, πήρε το θηρίο στο κυνήγι, και μόλις το στρίμωξε επιτήδεια σε ένα μέρος, αμόλησε καταπάνω του τα σκυλιά του. Τότε λοιπόν ο άνθρωπος βάλθηκε να χλευάζει τον λύκο: «Βρε παλιολαπά, εσύ είσαι βρε το θεριό εκείνο το τρομερό; Περίπατο πήγε τώρα η δύναμη που μας έδειχνες τότε. Ούτε με ένα μάτσο σκυλιά δεν ήσουν άξιος να αντιπαλέψεις».
Το δίδαγμα του μύθου: Κάθε άνθρωπος είναι ειδικός στο δικό του επάγγελμα και μόνο.

332. Ο ταύρος, η λιονταρίνα και το αγριογούρουνο.
[332.1] Μια φορά ο ταύρος βρήκε το λιοντάρι κοιμισμένο. Μια και δυο, λοιπόν, το εμβόλισε με τα κέρατά του και το φόνευσε. Ύστερα από λίγο, που λέτε, κατέφτασε και η μάνα του λιονταριού, και αμέσως έσκυψε πάνω από το κουφάρι και ξέσπασε σε γοερά κλάματα για τον γιο της. Πάνω στην ώρα, καθώς μοιρολογούσε εκείνη, την πήρε είδηση το αγριογούρουνο. Τούτο πήγε τότε και στάθηκε σε απόσταση ασφαλείας, και από εκεί μακριά της φώναξε: «Πού να ᾽ξερες, μωρή, πόσος κόσμος έχει ρίξει κλάμα εξαιτίας σας, όταν τους ξεπαστρεύατε τα παιδιά τους».
Το δίδαγμα του μύθου: Όποια μέτρα και σταθμά μεταχειρίζεται κανείς για τους άλλους, με τα ίδια θα τον μετρήσουν και αυτόν.

333. Ο σκύλος και οι σιδεράδες.
[333.1] Ήταν ένας σκύλος που έμενε σε κάποιο σιδεράδικο. Λοιπόν, που λέτε, όσο οι τεχνίτες εκεί δούλευαν, αυτός το έριχνε στον ύπνο. Μόλις όμως κάθονταν να κολατσίσουν, ξυπνούσε αμέσως και έτρεχε κοντά στα αφεντικά του, κάνοντάς τους χαρές. Τότε οι σιδεράδες τον πείραζαν: «Μπα σε καλό σου! Πώς γίνεται αυτό; Οι βαριές οι σφυριές μας, με όλον τον πάταγο που κάνουν, δεν σε ξυπνούν καθόλου από τους ύπνους σου. Μα ας ακουστεί ο παραμικρός θόρυβος από δόντια που μασουλάνε, και νά σου ο κύριος πετάγεται πάνω στο λεπτό!».
Το δίδαγμα του μύθου: Ακόμη και οι άνθρωποι που δεν πολυδίνουν προσοχή στον περίγυρό τους, στήνουν αμέσως αυτί και παραφυλάνε όταν προσδοκούν πως θα βγάλουν κέρδος από κάτι. Αντίθετα, όσα δεν σχετίζονται με την καλοπέρασή τους, τους αφήνουν τελείως αδιάφορους.

334. Η αλεπού και το λιοντάρι.
[334.1] Μια φορά η αλεπού αντίκρισε ένα λιοντάρι που το είχαν φυλακίσει μέσα στο κλουβί. Πήγε λοιπόν και στάθηκε κοντά του, εκεί απ᾽ έξω, και βάλθηκε να το περιλούζει με βρισιές. Το λιοντάρι όμως ήξερε τί να της απαντήσει: «Θαρρείς πως είσαι άξια εσύ να βλαστημήσεις εμένα; Πες καλύτερα πως μου το κάνει η κακοτυχία που έπεσε πάνω μου».
Το δίδαγμα του μύθου: Πολλές φορές ανθρώπους με υπόληψη, άμα τυχόν ξεπέσουν λόγω αντίξοων περιστάσεων, τους εξευτελίζουν ακόμη και οι τιποτένιοι.

335. Τα σκυλιά και η αλεπού.
[335.1] Ήταν μια φορά κάτι σκυλιά που ξετρύπωσαν ένα τομάρι λιονταρίσιο. Έπεσαν πάνω του, που λέτε, και το ξέσκιζαν σε κομμάτια. Σε κάποια στιγμή, βέβαια, τους αντιλήφθηκε η αλεπού και τους αποπήρε: «Καλά, ας ήταν ακόμη από τη μεριά των ζωντανών τούτο το λιοντάρι, και θα βλέπατε τότε τί είναι πιο δυνατό — τα νύχια του ή τα δικά σας τα δόντια».
Το δίδαγμα του μύθου: Άμα χάσει την υπόληψή του κανένας σπουδαίος, θα βρεθεί κόσμος να του δείξει την καταφρόνια του.