[2.69.1] Τον επόμενο χειμώνα οι Αθηναίοι έστειλαν είκοσι καράβια γύρω από την Πελοπόννησο με στρατηγό τον Φορμίωνα που πήγε στην Ναύπακτο και την έκανε βάση του, ώστε να εμποδίζει, απ᾽ εκεί, οποιοδήποτε καράβι να εισπλέει ή να εκπλέει από την Κόρινθο κι από τον Κρισαίο κόλπο. Οι Αθηναίοι έστειλαν έξι καράβια με στρατηγό τον Μελήσανδρο στις ακτές της Καρίας και της Λυκίας για να εισπράξει τον φόρο από τα μέρη αυτά, αλλά και για να εμποδίζει τα πειρατικά των Πελοποννησίων να έχουν τις ακτές αυτές για ορμητήριο και να πιάνουν τα εμπορικά καράβια που έρχονταν από την Φασήλιδα, την Φοινίκη και τ᾽ άλλα μέρη της περιοχής. [2.69.2] Ο Μελήσανδρος προχώρησε στο εσωτερικό της Λυκίας με Αθηναίους οπλίτες του στόλου του και με συμμάχους, αλλά νικήθηκε σε μάχη, σκοτώθηκε ο ίδιος κι ένα μέρος του στρατού του χάθηκε. [2.70.1] Τον ίδιο χειμώνα, οι Ποτιδαιάτες δεν μπορούσαν πια ν᾽ ανθέξουν στην πολιορκία — αφού ούτε οι εισβολές των Πελοποννησίων στην Αττική δεν είχαν αναγκάσει τους Αθηναίους να φύγουν. Δεν είχαν πια σιτάρι και τρόφιμα και κατάντησαν να τρώνε οτιδήποτε και μερικοί, μάλιστα, είχαν καταντήσει στην ανθρωποφαγία. Αποφάσισαν, λοιπόν, να έρθουν σε συνεννοήσεις, για να παραδοθούν, με τους Αθηναίους στρατηγούς της πολιορκίας, τον Ξενοφώντα του Ευριπίδου, τον Εστιόδωρο του Αριστοκλείδου και τον Φανόμαχο του Καλλιμάχου. [2.70.2] Οι στρατηγοί δέχτηκαν να διαπραγματευτούν, επειδή έβλεπαν ότι ο στρατός τους κακοπάθαινε, στρατοπεδευμένος στο ύπαιθρο, χειμώνα καιρό, και επειδή η πολιορκία είχε κοστίσει στην Αθήνα δύο χιλιάδες τάλαντα. [2.70.3] Έγινε συμφωνία με τους ακόλουθους όρους: να φύγουν από την πολιτεία οι Ποτιδαιάτες με τα γυναικόπαιδά τους και τους συμμάχους τους. Ο καθένας θα είχε μία ενδυμασία και οι γυναίκες από δύο. Θα μπορούσαν να πάρουν κι ένα μικρό χρηματικό ποσό μαζί τους για τον δρόμο. [2.70.4] Έτσι έφυγαν οι Ποτιδαιάτες σύμφωνα με την συνθήκη και, ανενόχλητοι, πήγαν άλλοι στην Χαλκιδική κι άλλοι όπου μπορούσε ο καθένας. Οι Αθηναίοι, όμως, κατηγόρησαν τους στρατηγούς επειδή δέχτηκαν την συνθηκολόγηση χωρίς να ζητήσουν την έγκρισή τους —νόμιζαν ότι η πολιτεία θα παραδινόταν χωρίς όρους— και αργότερα έστειλαν εποίκους στην Ποτίδαια, που εγκαταστάθηκαν εκεί. Αυτά ήσαν τα όσα έγιναν τον χειμώνα εκείνο κι έκλεισε ο δεύτερος χρόνος του πολέμου τον οποίο ιστορεί ο Θουκυδίδης. [2.71.1] Το επόμενο καλοκαίρι οι Πελοποννήσιοι και οι σύμμαχοί τους δεν έκαναν εισβολή στην Αττική, αλλά πήγαν στην Πλάταια. Αρχηγός ήταν ο Αρχίδαμος του Ζευξιδάμου, βασιλεύς των Λακεδαιμονίων, που αφού οργάνωσε το στρατόπεδό του, ετοιμαζόταν να ρημάξει την γη. Αλλά οι Πλαταιείς τού έστειλαν βιαστικά πρέσβεις και του μήνυσαν τα εξής: [2.71.2] «Αρχίδαμε και Λακεδαιμόνιοι. Κάνετε άδικη πράξη, ανάξια τόσο για σας όσο και για τους προγόνους σας, εκστρατεύοντας εναντίον της Πλάταιας. Ο Παυσανίας του Κλεομβρότου, ο Λακεδαιμόνιος, όταν με όλους τους Έλληνες, εκείνους που θέλησαν να συμμεριστούν τον κίνδυνο της μάχης που έγινε στα χώματά μας, απελευθέρωσε την Ελλάδα από τους Πέρσες, πήγε στην Αγορά της πολιτείας μας κι έκανε θυσία στον Δία τον Ελευθέριο, συγκάλεσε όλους τους συμμάχους και αφού απόδωσε στους Πλαταιείς την χώρα και την πόλη τους για να ζουν ανεξάρτητοι, όρισε ποτέ κανείς να μην τους επιτεθεί άδικα για να τους υποδουλώσει, ειδεμή όλοι οι σύμμαχοι που ήσαν παρόντες, θα έπρεπε να τους βοηθήσουν μ᾽ όλες τους τις δυνάμεις. [2.71.3] Αυτά αποφάσισαν οι πατέρες σας για την ανδρεία και την προθυμία που είχαμε δείξει στην περίσταση εκείνη. Αλλά σεις κάνετε ακριβώς το αντίθετο γιατί εκστρατεύετε εναντίον μας με τους χειρότερους εχθρούς μας, τους Θηβαίους, για να μας υποδουλώσετε. [2.71.4] Στ᾽ όνομα των θεών στους οποίους ορκιστήκαμε τότε, και των δικών σας και των δικών μας, μην βλάψετε την γη μας και μην καταπατήστε τους όρκους σας, αλλά αφήστε μας να ζούμε ανεξάρτητοι όπως το όρισε ο Παυσανίας». |