Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΑΡΡΙΑΝΟΣ
Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (3.21.6-3.22.6)
[3.21.6] Ταῦτα ἀκούσαντι Ἀλεξάνδρῳ ἀνὰ κράτος διωκτέα ἐφαίνετο. καὶ ἤδη μὲν ἐξέκαμνον οἵ τε ἄνδρες καὶ οἱ ἵπποι ὑπὸ τῇ ταλαιπωρίᾳ τῇ ξυνεχεῖ· ἀλλὰ καὶ ὣς ἦγε, καὶ διελθὼν ὁδὸν πολλὴν τῆς τε νυκτὸς καὶ τῆς ἐπὶ ταύτῃ ἡμέρας ἔστε ἐπὶ μεσημβρίαν ἀφικνεῖται ἔς τινα κώμην, ἵνα τῇ προτεραίᾳ ἐστρατοπεδεύκεσαν οἱ Δαρεῖον ἄγοντες. [3.21.7] ἐνταῦθα ἀκούσας ὅτι νυκτὸς ποιεῖσθαι τὴν πορείαν ἐγνωσμένον εἴη τοῖς βαρβάροις, ἤλεγχε τοὺς προσχώρους, εἰ δή τινα εἰδεῖεν ἐπιτομωτέραν ὁδὸν ἐπὶ τοὺς φεύγοντας. οἱ δὲ εἰδέναι μὲν ἔφασαν, ἐρήμην δὲ εἶναι τὴν ὁδὸν δι᾽ ἀνυδρίαν. ὁ δὲ ταύτην ἄγειν ἐκέλευσε· καὶ γνοὺς ὅτι οὐχ ἕψονται οἱ πεζοὶ αὐτῷ σπουδῇ ἐλαύνοντι τῶν μὲν ἱππέων ἐς πεντακοσίους κατεβίβασεν ἀπὸ τῶν ἵππων, τοὺς ἡγεμόνας δὲ τῶν πεζῶν καὶ τῶν ἄλλων ἐπιλεξάμενος τοὺς κρατιστεύοντας ἐπιβῆναι τῶν ἵππων ἐκέλευσεν οὕτως ὅπως οἱ πεζοὶ ὡπλισμένοι ἦσαν. [3.21.8] Νικάνορα δὲ τὸν τῶν ὑπασπιστῶν ἡγεμόνα καὶ Ἄτταλον τὸν τῶν Ἀγριάνων κατὰ τὴν ὁδόν, ἥντινα οἱ ἀμφὶ Βῆσσον προὐκεχωρήκεσαν, τοὺς ὑπολειφθέντας ἄγειν ἐκέλευσε, καὶ τούτους ὡς κουφότατα ἐσταλμένους, τοὺς δὲ ἄλλους πεζοὺς ἐν τάξει ἕπεσθαι. [3.21.9] αὐτὸς δὲ ἀμφὶ δείλην ἄγειν ἀρξάμενος δρόμῳ ἡγεῖτο· διελθὼν δὲ τῆς νυκτὸς σταδίους ἐς τετρακοσίους ὑπὸ τὴν ἕω ἐπιτυγχάνει τοῖς βαρβάροις ἀτάκτως ἰοῦσι καὶ ἀνόπλοις, ὥστε ὀλίγοι μέν τινες αὐτῶν ὡς ἀμυνούμενοι ὥρμησαν, οἱ δὲ πολλοὶ εὐθὺς ὡς Ἀλέξανδρον αὐτὸν κατεῖδον οὐδὲ ἐς χεῖρας ἐλθόντες ἔφευγον· καὶ οἱ τραπέντες ἐς ἀλκὴν ὀλίγων πεσόντων καὶ οὗτοι ἔφυγον. [3.21.10] Βῆσσος δὲ καὶ οἱ ξὺν αὐτῷ τέως μὲν ἐφ᾽ ἁρμαμάξης Δαρεῖον μετὰ σφῶν ἐκόμιζον· ὡς δὲ ὁμοῦ ἤδη ἦν Ἀλέξανδρος, Δαρεῖον μὲν Σατιβαρζάνης καὶ Βαρσαέντης κατατρώσαντες αὐτοῦ ἀπέλιπον, αὐτοὶ δὲ ἔφυγον ξὺν ἱππεῦσιν ἑξακοσίοις. Δαρεῖος δὲ ἀποθνήσκει ὀλίγον ὕστερον ἐκ τῶν τραυμάτων πρὶν ὀφθῆναι Ἀλεξάνδρῳ. |
[3.21.6] Όταν πληροφορήθηκε αυτά ο Αλέξανδρος, έκρινε ότι έπρεπε να τους καταδιώξει με όλες του τις δυνάμεις. Από τη συνεχή ταλαιπωρία είχαν ήδη αρχίσει να αποκάμνουν οι άνδρες και τα άλογα, αλλά παρ᾽ όλα αυτά συνέχιζε να προχωρεί. Αφού διέτρεξε μια μεγάλη απόσταση κατά τη νύχτα εκείνη και την επόμενη μέρα ως το μεσημέρι, έφθασε σ᾽ ένα χωριό, όπου την προηγουμένη είχαν στρατοπεδεύσει οι απαγωγείς του Δαρείου. [3.21.7] Όταν πληροφορήθηκε εδώ ότι οι βάρβαροι είχαν αποφασίσει να συνεχίσουν την πορεία τους μέσα στη νύχτα, άρχισε να ρωτάει τους ντόπιους μήπως ήξεραν κανένα συντομότερο δρόμο, για να προφθάσει τους φυγάδες. Αυτοί του είπαν ότι γνώριζαν, αλλά ότι ο δρόμος εκείνος ήταν έρημος, επειδή δεν υπήρχε νερό. Ο Αλέξανδρος τότε τους διέταξε να τον οδηγήσουν από αυτόν τον δρόμο· επειδή όμως κατάλαβε ότι δεν θα μπορέσουν να τον ακολουθήσουν οι πεζοί στρατιώτες του, γιατί αυτός προχωρούσε γρήγορα, κατέβασε από τα άλογα πεντακόσιους περίπου ιππείς και αφού διάλεξε για αρχηγούς τους πιο δυνατούς από τους πεζούς και από τους άλλους, τους διέταξε να ανεβούν στα άλογα οπλισμένοι όπως ήταν οι πεζοί. [3.21.8] Διέταξε επίσης τον Νικάνορα, τον αρχηγό των υπασπιστών, και τον Άτταλο, τον αρχηγό των Αγριάνων, να οδηγήσουν όσους έμειναν πίσω κατά μήκος του δρόμου που είχαν ακολουθήσει οι άνδρες του Βήσσου· αυτοί να είναι οπλισμένοι όσο γινόταν πιο ελαφρά, ενώ οι υπόλοιποι πεζοί να ακολουθούν σε κανονικό σχηματισμό. [3.21.9] Κατά το δειλινό ξεκίνησε και ο ίδιος και οδήγησε τον στρατό του γρήγορα· μέσα στη νύχτα διέτρεξε τετρακόσια περίπου στάδια και κατά τα ξημερώματα συνάντησε τους βαρβάρους που βάδιζαν χωρίς τάξη και όπλα, ώστε μόνο λίγοι από αυτούς προσπάθησαν να αντισταθούν, ενώ οι περισσότεροι τράπηκαν σε φυγή, μόλις αντιλήφθηκαν τον Αλέξανδρο, χωρίς καν να συγκρουστούν μαζί του· και αυτοί που πρόβαλαν αντίσταση τράπηκαν σε φυγή, όταν σκοτώθηκαν μερικοί συμπολεμιστές τους. [3.21.10] Ως εκείνη την ώρα ο Βήσσος και οι οπαδοί του μετέφεραν μαζί τους τον Δαρείο επάνω στην αρμάμαξα· όταν όμως τους πλησίασε πια ο Αλέξανδρος, ο Σατιβαρζάνης και ο Βαρσαέντης τον τραυμάτισαν βαριά και τον άφησαν εκεί όπου ήταν, ενώ οι ίδιοι έφυγαν με εξακόσιους ιππείς. Λίγο αργότερα υπέκυψε στα τραύματά του ο Δαρείος, πριν προλάβει ο Αλέξανδρος να τον δει. |