Κι όταν, την άλλη μέρα ξημερώνοντας, φάνηκε ρόδινη στον ουρανό η Αυγή,
εκείνος τα έβγαλε, για να βοσκήσουν, τα σερνικά του κοπαδιού·
τα θηλυκά, βελάζοντας που δεν τ᾽ αρμέξαν, μείναν στις μάντρες
440με τους μαστούς τους σπαργωμένους. Ο αφέντης, τυραννισμένος
από τους φριχτούς του πόνους, όλα τα ψηλαφούσε τα κριάρια του στη ράχη,
κι αυτά ορθωμένα στέκονταν μπροστά του·
δεν συλλογίστηκε ο μωρός ποιοι στα μαλλιαρά τους στήθη ήσαν δεμένοι.
Απ᾽ το κοπάδι τελευταίος πήγαινε ο κριός μπροστάρης
προς το πέρασμα, βαρύς απ᾽ το μαλλί του κι από μένα,
που ᾽χε συλλάβει ο νους μου τέτοια τέχνη.
Σ᾽ αυτόν τα χέρια του ακουμπώντας, έτσι του μίλησε ο δυνατός Πολύφημος:
«Κριάρι μου καλό, πώς και γιατί απ᾽ όλο το κοπάδι τελευταίο
βγαίνεις κι αφήνεις τη σπηλιά; Δεν το συνήθιζες πιο πριν
ν᾽ ακολουθείς και να ξεμένεις πίσω· το πρώτο πρώτο ήσουν
από τα γιδοπρόβατά μου που πηλαλώντας έτρεχες να βοσκήσεις
450τη λουλουδισμένη χλόη· το πρώτο που έφτανες στου ποταμού το ρέμα·
και πάλι πρώτο γύρευες να γυρίσεις στο μαντρί,
σαν έπεφτε το βράδυ. Κι έγινες τώρα το στερνό και τελευταίο!
Μάλλον θ᾽ αποζητάς του αφεντικού το μάτι, που του το τύφλωσε
ο κακός εχθρός κι οι άθλιοι σύντροφοί του, αφού του σκότισε
τον νου με το κρασί, αυτός ο Ούτις —
όχι, μα την αλήθεια, δεν ξέφυγε τον όλεθρό του ακόμη.
Αν να σκεφτείς μπορούσες σαν κι εμένα, μιλιά αν είχες και μιλούσες,
να ομολογήσεις το πού κρύβεται, για να ξεφύγει εκείνος
την οργή μου· τότε, σ᾽ το λέω, θα ράντιζα με τα μυαλά του ολούθε
τη σπηλιά, στο χώμα πάνω θα τον τσάκιζα· λίγο ν᾽ αλάφρωνε η ψυχή μου
460απ᾽ το κακό, αυτό που μου ᾽κανε ο τιποτένιος Ούτις.»
Έτσι μιλώντας στο κριάρι του, τ᾽ άφησε να τον προσπεράσει.
Τότε κι εμείς, μόλις λιγάκι πιο μακριά βρεθήκαμε
απ᾽ τη σπηλιά και την αυλή, λύθηκα πρώτος από τον κριό,
λύνω μετά και τους συντρόφους.
Όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε, τρέχαμε πίσω απ᾽ τα λιγνόποδα βοσκήματα,
θρεμμένα ωστόσο από το πάχος, στρέφοντας συνεχώς το μάτι μας
τριγύρω, ώσπου επιτέλους φτάσαμε στο πλοίο.
Εκεί μας είδαν οι καλοί σύντροφοι με αγαλλίαση,
εμάς που τον ξεφύγαμε τον θάνατο· στέναζαν όμως και θρηνούσαν
για τους άλλους. Κι όμως εγώ, κάνοντας νεύμα στον καθένα,
έδειξα πως δεν πρέπει να θρηνούν· προστάζοντας,
μόλις φορτώσουν τα πολλά καλόμαλλα βοσκήματα στο πλοίο,
470να ξανοιχτούμε ευθύς στην αλμυρή τη θάλασσα.
Εκείνοι ανέβηκαν αμέσως, κάθησαν στα ζυγά και, καθισμένοι στη σειρά,
με τα κουπιά χτυπούσαν την αφρισμένη θάλασσα.
Πήραμε κάποια απόσταση, τόση ωστόσο που ν᾽ ακούγεται η φωνή,
κι εγώ φώναξα τότε προς τον Κύκλωπα χλευάζοντας:
«Κύκλωπα, δεν σου έμελλε να πέσεις σε δειλό αρχηγό,
που πήγες κι έφαγες στη θολωτή σπηλιά σου τους συντρόφους του
μ᾽ άγρια βία· έπρεπε να πληρώσεις με το παραπάνω τα τόσα
ανόσια έργα σου. Άσπλαχνε εσύ, που δεν φοβήθηκες, μέσα στο σπίτι σου,
τους ξένους να καταβροχθίσεις· γι᾽ αυτό και σε τιμώρησαν
ο Δίας κι οι θεοί.»
480Έτσι του μίλησα, κι αυτός χολώθηκε μέσα του πιο πολύ.
Κόβει λοιπόν μια κορυφή ψηλού βουνού και πάνω μας τη ρίχνει·
ο βράχος έπεσε μπροστά απ᾽ το καράβι με τη γαλάζια πλώρη,
ακόμη λίγο και θα σύντριβε του τιμονιού την άκρη.
Φουρτούνιασε στο πέσιμο του βράχου η θάλασσα, το κύμα
αγρίεψε και πίσω γύρισε απ᾽ τ᾽ ανοιχτά, το πλοίο παρασύροντας
προς τη στεριά — πήγαμε να καθήσουμε στην άμμο.
Όμως εγώ, στα χέρια πιάνοντας μακρύ κοντάρι,
έσπρωξα πάλι το καράβι προς τα μέσα· συγχρόνως φώναξα στους συντρόφους,
τους παραγγέλλω στα κουπιά να πέσουν, για να γλιτώσουμε απ᾽ το κακό —
κουνώντας το κεφάλι μου τους έδινα ρυθμό
490κι αυτοί σκυμμένοι στα κουπιά κωπηλατούσαν.
Όταν πια σχίζοντας το κύμα βρεθήκαμε σ᾽ απόσταση από την ακτή,
πες δυο φορές μακρύτερα απ᾽ ό,τι πριν, θέλησα πάλι
να στραφώ στον Κύκλωπα, μόλο που γύρω μου οι σύντροφοί μου γύρευαν
πώς θα με συγκρατήσουν με λόγια μαλακά, καθένας από μέρους του:
«Σκληρέ κι αλύγιστε, τι σ᾽ έπιασε και προκαλείς ένα θεριό,
που τώρα μόλις, ρίχνοντας βράχο στ᾽ ανοιχτά,
έφερε πίσω το καράβι στη στεριά, κι είπαμε έφτασε το τέλος!
Αν κάποιος πάλι του μιλούσε δυνατά, αν άκουγε εκείνος τη φωνή του,
σίγουρα θα μας τσάκιζε όλων τις κεφαλές, θα σύντριβε τα καραβίσια ξύλα,
ρίχνοντας πάνω μας βράχο τραχύ και μυτερό,
αφού μπορεί ακόμη να μας φτάσει.»
|