Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΩΠΟΣ

Μῦθοι (320.1-324.1)


320. ΜΥΘΟΣ Ο ΤΟΥ ΙΠΠΟΥ ΠΑΡΑΙΝΩΝ ΣΚΟΠΕΙΝ ΤΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ
[320.1] ἵππον ἐλύπει τὸ γῆρας καὶ μυλῶνα ἀντὶ μάχης ἐλάμβανεν. ὡς δὲ ἀλήθειν ἀντὶ τοῦ πολεμεῖν ἠναγκάζετο, τὴν παροῦσαν ἐδάκρυε τύχην, τῆς δὲ πρώτης ἐμέμνητο· «ἐμοί», λέγων, «ὦ μυλωρέ, στρατεύεσθαι μὲν ὑπῆρχε πρότερον, κόσμος δὲ παντὶ περιέκειτο σώματι καὶ θεραπεύων παρηκολούθει τις ἄνθρωπος. νῦν δὲ οὐκ οἶδα, ὅ τι παθὼν ἀντιλαμβάνω τὸν μυλῶνα τῆς μάχης». καὶ ὁ μυλωρὸς πρὸς αὐτόν· «ἐπίσχες», ἔφη, «τὰ πάλαι θρυλῶν. ἡ τύχη γὰρ θνητοῖς τὴν ἐφ᾽ ἑκάτερα φέρειν οἶδε μεταβολήν».

321. ΜΥΘΟΣ Ο ΤΩΝ ΤΑΥΡΩΝ ΠΑΡΑΙΝΩΝ ΕΙΣ ΟΜΟΝΟΙΑΝ
[321.1] ταῦροι τρεῖς τὴν αὐτὴν δίαιταν ἐπεποίηντο. λέων δέ τις αὐτοῖς παρηκολούθει θηρᾶσαι βουλόμενος. καὶ συνόντας μὲν ἑλεῖν οὐκ ἐδύνατο, διαστάντας δὲ προῃρεῖτο χειρώσασθαι. καὶ συγκρούσας ἀλλήλοις ἐν μέρει διαστήσας ἀπέκρινε, καὶ καθ᾽ ἕκαστον προχειρότερον ἔφθειρεν, οὓς κοινῇ συνόντας ἠπόρει χειρώσασθαι.
οὕτως ὁμόνοια τοῖς χρωμένοις σωτήριον.

322. ΜΥΘΟΣ Ο ΤΗΣ ΕΛΑΦΟΥ ΝΟΥΘΕΤΕΙΝ ΠΑΡΑΙΝΩΝ ΤΟΝ ΚΑΙ ΠΡΑΞΑΙ ΔΥΝΑΜΕΝΟΝ
[322.1] ἔλαφον ἡ μήτηρ ἐνουθέτει ταῦτα λέγουσα· «κέρας, ὦ παῖ, παρὰ τῆς φύσεως εἴληφας, μεγέθει δὲ διενήνοχας σώματος· καὶ οὐκ οἶδα ὅ τι παθὼν ἀποδιδράσκεις ἐπιόντας τοὺς κύνας». ταῦτα ἦν, καὶ κυνῶν δρόμος ἠκούετο πόρρωθεν. ἡ δὲ μένειν τῷ παιδὶ παραινέσασα αὐτὴ τῆς φυγῆς προκατήρξατο.
παραινεῖν ἕτοιμον, ἃ ποιεῖν ἀπορώτερον.

323. ΜΥΘΟΣ Ο ΤΗΣ ΑΛΩΠΕΚΟΣ ΠΑΡΑΙΝΩΝ ΜΗ ΒΛΕΠΕΙΝ ΤΑ ΜΕΙΖΟΝΑ
[323.1] ἀλώπηξ λέοντι συνῆν ἐν ὑπηρέτου προσχήματι. καὶ ἡ μὲν ἄγρας ἐμήνυεν, ὁ δὲ ἐμπίπτων ἐλάμβανεν. ἑκατέρῳ τοίνυν πρὸς τὴν ἀξίαν διῃρεῖτο μερίς. ζηλοτυπήσασα δὲ ἡ ἀλώπηξ τῶν πλειόνων τὸν λέοντα θηρᾶν ἀντὶ τοῦ μηνύειν ᾑρεῖτο. καὶ πειρωμένη ποίμνης τι λαβεῖν κατέστη πρώτη τοῖς θηρῶσιν εἰς θήραμα.
ἄρχεσθαι μᾶλλον ἀσφαλῶς ἄμεινον ἢ κρατεῖν σφαλερῶς.

324. ΜΥΘΟΣ Ο ΤΗΣ ΕΛΑΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΥΚΗΣ ΣΩΦΡΟΝΕΙΝ ΠΑΡΑΙΝΩΝ ΤΗΙ ΝΕΟΤΗΤΙ
[324.1] ἐλαία κατεγέλα συκῆς ὡς αὐτὴ μὲν ἀνθοῦσα πρὸς ἅπασαν ὥραν, συκῆς δὲ τὸ ἄνθος συμμεταβαλούσης ταῖς ὥραις. ταῦτ᾽ ἦν, καὶ καταρρυεῖσα χιὼν τὴν μὲν ἐλαίαν κομῶσαν εὑροῦσα τοῖς θαλλοῖς ἐνιζάνουσα σὺν τῷ κάλλει καθάπαξ ταύτην διέφθειρεν, τὴν δὲ φύλλων εὑροῦσα γυμνὴν οὐδὲν ἠδίκει πρὸς γῆν ὑπορρέουσα.
κάλλος μὴ σωφρονοῦν τοῖς κεκτημένοις καθέστηκεν ὄνειδος.


320. Μύθος για το άλογο.
Διδάσκει να αναλογιζόμαστε την ανθρώπινη κατάσταση.
[320.1] Ήταν μια φορά ένα άλογο καταβεβλημένο από τα γηρατειά. Αντί για τον πόλεμο, λοιπόν, το έστειλαν στον μύλο, όπου ήταν αναγκασμένο να γυρνά τις μυλόπετρες για το άλεσμα· τέρμα πια οι μάχες. Συχνά-πυκνά, που λέτε, το καημένο έβαζε τα κλάματα για την τωρινή του μιζέρια και αναπολούσε την παλιά του σταδιοδρομία. «Να ᾽ξερες, κυρ-μυλωνά» —έτσι διηγούνταν— «σε τί εκστρατείες έχω υπηρετήσει εγώ τότε, τον παλιό καλό καιρό. Όλο μου το κορμί γύρω-γύρω ήταν φορτωμένο με μπιχλιμπίδια, σου λέω. Μέχρι και άνθρωπο είχα να μου κάνει τον ιπποκόμο και να με υπηρετεί συνέχεια. Πώς την έπαθα έτσι ο κακομοίρης τώρα και ξέπεσα σε τούτον τον μύλο, ύστερα από τόσες μάχες! Δεν ξέρω τί να πω». Όμως ο μυλωνάς το αποπήρε: «Πάψε πια, βρε κακορίζικο, μου πήρες τα αυτιά, όλο να φλυαρείς για τα παλιά και τα παλιά. Η τύχη, να το ξέρεις, αυτή είναι που μπορεί και μεταβάλει τη μοίρα όλων των πλασμάτων, είτε για το καλύτερο είτε για το χειρότερο».

321. Μύθος για τους ταύρους.
Διδάσκει να έχουμε ομόνοια.
[321.1] Ήταν μια φορά τρεις ταύροι που περνούσαν τον καιρό τους όλοι μαζί στο ίδιο μέρος. Αυτούς, που λέτε, τους είχε βάλει στο μάτι το λιοντάρι και τους παραφύλαγε για να τους κάνει λεία του. Έλα όμως που δεν είχε τη δύναμη να τους τσακώσει όσο έμεναν όλοι μαζί. Μηχανεύτηκε λοιπόν να τους χωρίσει πρώτα· έτσι θα ήταν μετά ευκολότερο να τους καταβάλει. Γι᾽ αυτό τους έφερε σε σύγκρουση μεταξύ τους, εμπνέοντας τη διχόνοια στον καθένα τους με τη σειρά, και με αυτόν τον τρόπο κατόρθωσε να τους απομακρύνει τον έναν από τον άλλο. Τότε πλέον ήταν πανεύκολο να τους ξεπαστρέψει, έτσι που είχαν απομονωθεί. Ενώ όσο ήσαν όλοι μαζί παρέα, δεν έβρισκε τρόπο να τους βάλει χέρι.
Έτσι είναι: Η ομόνοια είναι σωτηρία για όσους την έχουν.

322. Μύθος για το ελάφι.
Διδάσκει να μη δίνουμε συμβουλές, παρά μόνο αν είμαστε σε θέση να τις εφαρμόσουμε και εμείς οι ίδιοι.
[322.1] Μια φορά η μαμά ελαφίνα βάλθηκε να κάνει παρατηρήσεις στον γιο της: «Παιδί μου, τί θα γίνει με σένα; Δεν βλέπεις τί μεγαλοπρεπή κέρατα σου χάρισε η φύση; Άσε τη σωματάρα σου, που ξεχωρίζει για το μέγεθός της. Τί σε πιάνει, λοιπόν, και το βάζεις στα πόδια να ξεφύγεις κάθε φορά που σου ορμάνε τα σκυλιά;». Τέτοια του αράδιαζε, όταν ξαφνικά ακούστηκαν από μακριά κάτι σκυλιά να τρέχουν. Αμέσως τότε η μεγάλη η ελαφίνα ρίχτηκε πρώτη στο φευγιό — και ας ορμήνευε λίγο πιο πριν η ίδια το παιδί της να κρατάει τη θέση του.
Βλέπετε, είναι εύκολο να δίνουμε παραγγέλματα· το δύσκολο είναι να τα κάνουμε πράξη.

323. Μύθος για την αλεπού.
Διδάσκει να μη γυρεύουμε τα πολλά.
[323.1] Ήταν κάποτε μια αλεπού που κατοικούσε παρέα με το λιοντάρι, κάνοντας την υπηρέτριά του, ας πούμε. Εν ολίγοις, εκείνη του μαρτυρούσε πού υπήρχαν θηράματα, και το θεριό τότε έπεφτε πάνω τους και τα αιχμαλώτιζε. Στη συνέχεια μοίραζαν τη λεία, παίρνοντας ο καθένας το μερίδιο που αναλογούσε στην αξία του. Έτσι κυλούσε το πράγμα, μέχρι που η αλεπού ένιωσε ζήλια για το λιοντάρι, επειδή εκείνο έπαιρνε πάντα τα πιο πολλά. Διάλεξε λοιπόν να πάει και αυτή κυνήγι μια φορά, αντί να μαρτυράει μονάχα. Το αποτέλεσμα: εκεί που πάσχιζε να αρπάξει κανένα πρόβατο από το κοπάδι, την τσάκωσαν την ίδια κάτι κυνηγοί.
Δίδαγμα: Κάλλιο να είσαι υπήκοος και ασφαλής παρά να κυβερνάς μες στους κινδύνους.

324. Μύθος για την ελιά και τη συκιά.
Διδάσκει τους νέους να βάζουν μυαλό.
[324.1] Μια φορά η ελιά βάλθηκε να περιγελάει τη συκιά: «Δεν με βλέπεις εμένα πώς ανθίζω κάθε ώρα και στιγμή; Ενώ εσένα, βρε καημένη, τα λουλούδια σου έρχονται και φεύγουν, ανάλογα με τις εποχές». Έλα όμως που σε κάποια στιγμή άρχισε να πέφτει πυκνό χιόνι. Η ελιά, που λέτε, βρέθηκε τότε σκεπασμένη ωραία-ωραία με φυλλωσιές και άνθη. Το χιόνι, λοιπόν, στρώθηκε για τα καλά πάνω στα βλαστάρια της. Αποτέλεσμα: όχι μόνο της χάλασε την ομορφιά της, αλλά την ξέρανε και την ίδια μεμιάς. Τη συκιά, αντίθετα, το χιόνι τη βρήκε τελείως απογυμνωμένη: έτσι κύλησε από τα κλαριά της κάτω στο έδαφος και δεν μπόρεσε να της κάνει κακό.
Δίδαγμα: Η ομορφιά, άμα δεν συνοδεύεται από φρονιμάδα, καταντάει ντροπή για όποιον την έχει.