Του μίλησα, κι αυτός το κέρασμά μου δέχτηκε, το ρούφηξε μεμιάς, ένιωσε
φοβερή ηδονή πίνοντας το γλυκό κρασί, μου ζήτησε και δεύτερο:
«Αν είσαι εντάξει, δώσ᾽ μου κι άλλο, πες μου και το όνομά σου
τώρα εδώ, αν θες να σου χαρίσω δώρο φιλόξενο,
να το ᾽χεις να το χαίρεσαι.
Δεν λέω, εύφορη είναι των Κυκλώπων μας η γη, βγάζει κρασί
από μεγάλες αμπελίσιες ρώγες, που τις μεστώνουν οι βροχές του Δία·
όμως αυτό είναι απόσταγμα από αμβροσία και νέκταρ.»
360Δεν πρόλαβε να το ζητήσει, κι εγώ του ξαναδίνω κρασί φλογάτο·
του φέρνω τρεις φορές να πιει, το πίνει και τις τρεις,
δεν άφησε σταγόνα, ο άμυαλος.
Και μόνο όταν πια του ανέβηκε του Κύκλωπα στα φρένα το κρασί,
γύρισα προς το μέρος του, μιλώντας μελιστάλακτα:
«Κύκλωπα, με ρωτάς το ξακουστό μου τ᾽ όνομα· λοιπόν κι εγώ
θα σου το φανερώσω· όμως κι εσύ δώσε δώρο φιλόξενο,
όπως το υποσχέθηκες.
Ούτις το όνομά μου, με φωνάζουν Ούτιν
μάνα, πατέρας κι όλοι οι άλλοι φίλοι.»
Έτσι του μίλησα, κι αυτός μου δίνει αμέσως την απάντηση, σκληρή καρδιά:
«Τον Ούτιν θα τον φάω τελευταίον ανάμεσα στους άλλους του συντρόφους·
370πρώτα θα φάω τους άλλους· τώρα το ξέρεις το φιλόξενό μου δώρο.»
Μιλώντας, πέφτει πίσω ανάσκελα, με τον χοντρό λαιμό γερτό
στο πλάι, κι αμέσως βυθίστηκε στον ύπνο, που μας δαμάζει όλους.
Στο μεταξύ, κρασί και βούκες από κρέας ανθρώπινο
ξερνούσε το λαρύγγι του, ρευόταν άσχημα,
με το κεφάλι του βαρύ απ᾽ το μεθύσι.
Τότε κι εγώ παράχωσα τον πάσσαλο στην πλούσια χόβολη,
ώσπου να πυρωθεί· συγχρόνως στους συντρόφους όλους τούς δίνω
θάρρος με τα λόγια μου, μήπως κανείς τους φοβηθεί και κάνει πίσω.
Κόντευε το παλούκι ελιάς στην πυρωμένη χόβολη
ν᾽ ανάψει — όσο χλωρό κι αν ήταν, έλαμπε τώρα και κοκκίνισε.
Στην ώρα του κι εγώ το τράβηξα απ᾽ την πυρά, το ᾽φερα πιο κοντά,
380κι οι σύντροφοι τριγύρω μου στημένοι —
μεγάλο θάρρος ένας δαίμονας μας είχε εμπνεύσει.
Εκείνοι τότε αδράχνοντας το ελίτικο παλούκι, στην άκρη κιόλας μυτερό,
το χώνουν μες στο μάτι του· κι εγώ, πιασμένος πάνω του,
το στριφογύριζα. Πώς ο τεχνίτης τρυπά με το τρυπάνι του
μαδέρι καραβίσιο· πιάνουν οι άλλοι από κάτω, τραβώντας
τον ιμάντα κι απ᾽ τις δυο μεριές, και το τρυπάνι ασταμάτητο
γυρίζει σαν τρελό· όμοια κι εμείς τον πυρωμένο πάσσαλο γερά κρατώντας
μέσα στο μάτι περιστρέφαμε,
και τον πλημμύριζε τον πάσσαλο καυτό το αίμα.
Όλα του, βλέφαρα, γύρω τα φρύδια, ψήνονταν από τη φλόγα του βολβού
390που καίγονταν· τρίζαν και τσίριζαν οι ρίζες του ματιού απ᾽ τη φωτιά.
Πώς ο χαλκιάς, για να το φτιάξει, ένα πελέκι ή και σκεπάρνι
το βάφει μες στο κρύο νερό, κι αυτό τσιρίζει ξεκουφαίνοντας,
γιατί έτσι μόνο παίρνει το σίδερο τη δύναμή του· παρόμοια
τσίριζε γύρω απ᾽ το ελίτικο παλούκι και το μάτι του.
Μούγκρισε τότε από τον πόνο, κι άγρια η φωνή του αντήχησε
γύρω στην πέτρινη σπηλιά· εμείς κάνουμε πίσω από τον τρόμο
παγωμένοι· τράβηξε αυτός από το μάτι του το αιμόφυρτο παλούκι,
κι αλλόφρων το άφησε να πέσει από τα χέρια του.
Αμέσως βγάζει φωνή μεγάλη, τους Κύκλωπες καλώντας, όσοι τριγύρω
400κατοικούσαν, κι αυτοί μες σε σπηλιές, στις ανεμόδαρτες κορφές.
Εκείνοι, τη βοή του ακούγοντας, μαζεύονται, καθένας κι απ᾽ αλλού,
κι έμειναν γύρω απ᾽ τη σπηλιά να τον ρωτούν
ποιο πάθος να τον βρήκε:
«Ποιο τέλος πάντων το κακό, Πολύφημε, που σε βαραίνει και βοάς
μέσα στη θεία νύχτα, κι άγρυπνους μας κρατάς;
Μήπως κάποιος θνητός, παρά τη θέλησή σου, άρπαξε το κοπάδι σου;
μήπως και κάποιος θέλησε να σε σκοτώσει με δόλο ή βία;"
Μέσα από τη σπηλιά τούς δίνει απόκριση ο δυνατός Πολύφημος:
«Φίλοι μου, με σκοτώνει ο Ούτις, με δόλο κι όχι με τη βία.»
Κι εκείνοι ανταπαντώντας λόγια του ανέμου αγόρευαν:
410«Αν ο κανείς δεν σε βιάζει, κι είσαι μόνος,
τρόπο δεν έχεις να γλιτώσεις τη νόσο του μεγάλου Δία·
ευχήσου όμως στον δεσποτικό πατέρα σου, τον Ποσειδώνα.»
Μιλώντας, έφυγαν· εμένα ωστόσο αναγέλασε η καρδιά μου,
που το όνομά μου τους απάτησε κι η τέλεια έμπνευσή μου.
Στο μεταξύ ο Κύκλωπας, πονώντας και στενάζοντας απ᾽ την οδύνη,
ψηλάφησε και με τα χέρια του τη βρήκε, τράβηξε απ᾽ την είσοδο την πέτρα·
ύστερα κάθησε στο πέρασμα μπροστά, τα δυο του χέρια απλώνοντας,
ανίσως και συλλάβει κάποιον, καθώς θα πήγαινε να βγει με το κοπάδι —
περίμενε με το κουτό του το μυαλό πως θα με βρει ανόητο.
Όμως κι εγώ το μελετούσα κιόλας,
420το πώς θα πήγαινε το πράγμα στο καλύτερο,
γυρεύοντας τη λύση, από τον θάνατο να σώσω τους συντρόφους μου
κι εμένα. Όλους τους δόλους έκλωθα στον νου μου, την κάθε ιδέα,
βλέποντας πια πως είναι ζήτημα ζωής, αφού έπεφτε κακό μεγάλο πάνω μας.
Και ξαφνικά φαντάστηκα, τη βρήκα την καλύτερη βουλή.
Ήταν εκεί κριάρια, καλοθρεμμένα και δασύμαλλα,
ωραία, μεγάλα, με μαλλί σκουρόχρωμο προς το μενεξελί.
Δίχως λοιπόν να κάνω θόρυβο, τα σύνδεσα με λυγαριές καλοστριμμένες
(πάνω τους ξάπλωνε ο τερατώδης Κύκλωπας, άνομος απ᾽ τη φύση του),
συντρία τα ᾽δεσα. Το μεσιανό φορτώθηκε έναν άντρα·
430τα δυο, πηγαίνοντας καθένα τους στο πλάι, έκρυβαν
τους συντρόφους· τρία κριάρια κουβαλούσαν τον καθένα. Όσο για μένα,
υπήρχε ένας κριός μπροστάρης, απ᾽ όλο το κοπάδι ο πιο καλός·
απ᾽ τη δική του ράχη πιάστηκα, τυλίχτηκα στη μαλλιαρή κοιλιά του
κι έμεινα εκεί. Γερά τα χέρια μου κρατώντας στο πυκνό μαλλί του,
ανάστροφος κρεμιόμουν, κάνοντας μεγάλη υπομονή.
Σ᾽ αυτή τη στάση περιμέναμε στενάζοντας πότε θα φέξει η θεία Αυγή.
|