Β6. Από τη συλλογή μύθων του Αφθόνιου 315. Μύθος για τα γεράκια και τους κύκνους. Διδάσκει να μην πασχίζουμε να μιμηθούμε όσα δεν μας ταιριάζουν. [315.1] Ξέρετε για το τραγούδι που έχει χαρίσει η φύση στους κύκνους; Λοιπόν, με το ίδιο ακριβώς είχε προικίσει αρχικά τα γεράκια. Έλα όμως που αυτά αφουγκράστηκαν μια φορά τα άλογα να χλιμιντρίζουν και ερωτεύτηκαν κεραυνοβόλα τον δικό τους ήχο. Βάλθηκαν λοιπόν να τον μιμηθούν, και φυσικά καταλαβαίνετε τί έπαθαν: εκτός του ότι απέτυχαν σε αυτό που καταγίνονταν να διδαχτούν, έχασαν από πάνω και όσα είχαν. Με άλλα λόγια, όχι μόνο δεν έμαθαν ποτέ να χλιμιντρίζουν, αλλά αντίθετα λησμόνησαν και το δικό τους φυσικό τραγούδισμα. Δίδαγμα: Άμα πας να μιμηθείς ό,τι δεν σου πηγαίνει, θα στερηθείς ακόμη και αυτά που έχεις. 316. Μύθος για τον κυνηγό των πουλιών. Διδάσκει να δίνουμε σημασία όχι στα λόγια αλλά στα έργα. [316.1] Ήταν μια φορά ένας κυνηγός πουλιών που πήρε το αυτί του το τζιτζίκι να λαλεί. Νόμισε, λοιπόν, ο άνθρωπος ότι του παρουσιαζόταν ευκαιρία να τσακώσει κανένα σπουδαίο κομμάτι. Βλέπετε, έκανε το λάθος να λογαριάζει το μέγεθος του θηράματος από την ένταση του ήχου του. Μια και δυο, που λέτε, έβαλε σε ενέργεια τα σύνεργά του και αιχμαλώτισε τη λεία του. Και τότε βέβαια αντιλήφθηκε ότι το πλάσμα που είχε πιάσει δεν ήταν παρά σκέτο τραγούδι — άλλη αξία δεν είχε. Έτσι, απέμεινε να καταριέται την ώρα που πίστεψε στις επιφανειακές εντυπώσεις. Αυτές είναι τωόντι που παρασύρουν τον κόσμο σε λανθασμένα συμπεράσματα. Δίδαγμα: Οι τιποτένιοι μπορεί να φαντάζουν πιο σπουδαίοι από όσο είναι στην πραγματικότητα. 317. Μύθος για την κατσίκα. Διδάσκει να μην πασχίζουμε να κουκουλώσουμε τα ολοφάνερα. [317.1] Κάποτε μια κατσίκα ξεστράτισε από το κοπάδι της, και το τσοπανόπουλο πάσχιζε να τη φέρει πίσω, κοντά στις υπόλοιπες. Έλα όμως που δεν κατάφερνε τίποτε ούτε με τα σαλαγίσματα ούτε με τα σφυρίγματα που έβγαζε. Στο τέλος, λοιπόν, της πέταξε μια πέτρα και την πέτυχε διάνα, σπάζοντας ένα από τα κέρατά της. Τότε βάλθηκε να την παρακαλάει: «Ψιτ, εσύ, μην τυχόν και πεις τίποτε στο αφεντικό». Η κατσίκα, βέβαια, τον αποπήρε: «Καλά, βρε παλιόβλαχε, τόσο ντιπ χαζός είσαι; Ας πούμε πως εγώ δεν βγάζω άχνα. Το κέρατο το ίδιο δεν θα το φωνάζει από μόνο του, θαρρείς;». Τόσο ανόητοι είναι όσοι γυρεύουν να κουκουλώσουν κάτι που είναι φως φανάρι. 318. Μύθος για τον γάιδαρο. Διδάσκει να μην κάνουμε καλό σε αχρείους ανθρώπους. [318.1] Μια φορά ο γάιδαρος γύρευε να βρει γιατρό — βλέπετε, του είχε μπηχτεί γαϊδουράγκαθο μέσα στο ποδάρι. Οι πιο πολλοί, όμως, δίσταζαν να τον αναλάβουν. Μονάχα ο λύκος εγγυήθηκε πως θα τον θεραπεύσει, και πράγματι τράβηξε το αγκάθι με τα δόντια του και τον ξαλάφρωσε από τον πόνο. Και τί νομίζετε πως έκανε τότε το γαϊδούρι; Με το ίδιο το γιατρεμένο του ποδάρι βάλθηκε να βαράει τον θεραπευτή του. Τέτοιοι είναι και οι κακόψυχοι άνθρωποι: Κάνε τους καλό, και για ανταμοιβή θα σου προξενήσουν ζημιές. 319. Μύθος για τον κάβουρα. Διδάσκει να μη δίνουμε ανώφελες συμβουλές. [319.1] Νά τί είπε κάποτε η μαμά καβουρίνα στον γιο της: «Βρε παιδί μου, τί κακό και αυτό με σένα! Γιατί περπατάς έτσι στραβά στον δρόμο; Το σωστό είναι να τραβάς ίσια μπροστά». Ο μικρός ο κάβουρας τότε της απάντησε: «Ό,τι πεις, μαμάκα μου. Μόνο πήγαινε εσύ πρώτη, να μου δείχνεις τον ίσιο δρόμο, και εγώ θα βάλω τα δυνατά μου να ακολουθήσω στα χνάρια σου». Φυσικά, ούτε η καβουρίνα ήταν σε θέση να προχωρήσει ευθεία προς τα εμπρός. Εύστοχα, λοιπόν, την πείραξε ο γιος της για τον παραλογισμό της. Βλέπετε, είναι πολύ εύκολο να δίνει κανείς ορμήνιες για όσα δεν μπόρεσε να φέρει σε πέρας ο ίδιος.
|