Μιλώντας έτσι γύρευε να με ψαρέψει·
εμένα όμως, που πολλά ο νους μου κόβει,
ο δόλος δεν μου ξέφυγε, γι᾽ αυτό κι αμέσως αποκρίθηκα με δόλια λόγια:
«Α, το καράβι μου το σύντριψε ο κοσμοσείστης Ποσειδών,
στα βράχια το ᾽ριξε, πέρα στην άλλην άκρη της δικής σου χώρας·
το τσάκισε πάνω σε κάβο, όπου και το παρέσυρε ο πελαγίσιος άνεμος,
μόνος εγώ, μ᾽ αυτούς εδώ, γλίτωσα τον φριχτό χαμό.»
Έτσι του μίλησα, όμως αυτός καμιάν απόκριση δεν δίνει, άσπλαχνη καρδιά·
μόνο πετάχτηκε κι απλώνει τα δυο του χέρια στους συντρόφους,
αρπάζει δυο μαζί, και καταγής, σάμπως κουτάβια, τους χτυπά.
290Ο εγκέφαλός τους λύθηκε, χύθηκε κάτω, μούσκεψε το χώμα,
μετά τους διαμελίζει και με τα μέλη τους στρώνει το δείπνο του·
σάμπως λιοντάρι ορεσίβιο, τους καταβρόχθιζε, τίποτε να μη μείνει
υπόλοιπο· σπλάχνα και σάρκες, κόκαλα και μεδούλι.
Εμείς, θρηνώντας, τα χέρια μας υψώναμε στον Δία,
βλέποντας μπρος στα μάτια μας έργα φριχτά, ανήμποροι
και σαν παραλυμένοι.
Ώσπου ξεχείλισε ο Κύκλωπας τη φουσκωμένη του κοιλιά,
μασώντας κρέας ανθρώπινο και καταπίνοντας άμεικτο γάλα.
Τέλος, ξαπλώθηκε φαρδύς πλατύς στη μέση της σπηλιάς,
ανάμεσα στα πρόβατά του.
Τότε κι εγώ μελέτησα μες στη γενναία ψυχή μου
300να τον σιμώσω και, τραβώντας κοφτερό σπαθί απ᾽ τον μηρό,
να του το μπήξω εκεί στο στήθος, όπου οι φρένες συγκρατούν το σκώτι,
το μέρος ψάχνοντας και με το χέρι· δεύτερη όμως σκέψη με συγκράτησε.
Γιατί κι εμάς φριχτός χαμός θα μας περίμενε επιτόπου·
αφού πώς θα μπορούσαμε από τις θύρες τις ψηλές, και μόνο με τα χέρια μας,
τον λίθο εκείνο τον βαρύ να τον μετακυλίσουμε,
που αυτός είχε προλάβει να τον βάλει;
Γι᾽ αυτό και περιμέναμε στενάζοντας πότε θα φέξει η θεία Αυγή.
Κι όταν, χαράζοντας την άλλη μέρα, ρόδινη φάνηκε στον ουρανό η Αυγή,
τότε κι εκείνος άναψε πυρά κι άρμεξε τα καλά του γιδοπρόβατα
όλα με τη σειρά, βάζοντας κάτω από την κάθε μάνα το μικρό της.
310Αποτελειώνοντας, μ᾽ όση σπουδή μπορούσε, το έργο της ημέρας,
άρπαξε πάλι δυο συντρόφους, τους έφαγε για πρόγευμα,
Κι όταν απόφαγε, έβγαλε το παχύ κοπάδι του απ᾽ τη σπηλιά,
εύκολα αφαιρώντας τον βράχο της μπασιάς· ύστερα
εύκολα πάλι τον έβαλε στη θέση του, σάμπως και να ᾽βαζε
το πώμα στη φαρέτρα.
Μετά σφυρίζοντας ξέγνοιαστος ανεβάζει στο βουνό
παχιά τα γιδοπρόβατά του ο Κύκλωπας· όμως κι εγώ απομονωμένος
βυσσοδομούσα το κακό, πώς θα μπορούσα εκδίκηση να πάρω,
αν ήθελε κι η Αθηνά να με δοξάσει.
Κι όπως σκεφτόμουν μόνος μου, αυτή μου φάνηκε η πιο καλή βουλή:
ήταν εκεί του Κύκλωπα κορμός μεγάλος, αφημένος στη μέσα μάντρα,
320χλωρός ακόμη, από ξύλο ελιάς· τον είχε κόψει, να τον κάνει ρόπαλο,
όταν στεγνώσει για καλά. Εμείς τον βλέπαμε μπροστά μας,
και φανταστήκαμε κατάρτι σε καράβι μαύρο μ᾽ είκοσι κουπιά,
πες φορτηγό ευρύχωρο, όπως αυτά που σκίζουν το μεγάλο κύμα —
τόσο το μάκρος, τόσο το πάχος του μας φάνηκε πως ήταν.
Τότε πήγα κι εγώ κοντά, κόβω, καμιάν οργιά, ένα κομμάτι,
το παραδίνω στους συντρόφους, τους είπα να το ξεφλουδίσουν·
κι αυτοί το ᾽φτιαξαν λείο· μετά στα χέρια μου το παίρνω εγώ,
το ᾽ξυσα για να γίνει μυτερό και, πιάνοντάς το από την άκρη,
το βάζω αμέσως στης φωτιάς τη φλόγα, για να σφίξει·
ύστερα το τακτοποιώ καλά, το ᾽κρυψα κάτω απ᾽ την κοπριά —
ήταν μες στη σπηλιά παντού χυμένη ή μαζεμένη
330σε σωρούς μεγάλους και πολλούς.
Συγχρόνως παραγγέλλω κλήρωση στους άλλους μου συντρόφους,
να δείξει ποιος θα το τολμούσε, τον πάσσαλο σηκώνοντας μαζί μου,
να τον σφηνώσουμε στο μάτι του, όταν γλυκός ο ύπνος τον ναρκώσει.
Κι ο κλήρος πέφτει ακριβώς σ᾽ εκείνους που θα τους ήθελα διαλέγοντας
και μόνος· τέσσερις βγήκαν, μαζί τους λογαριάστηκα πέμπτος εγώ.
Σουρούπωσε, και φτάνει εκείνος οδηγώντας
τα μαλλιαρά βοσκήματά του· τα φέρνει γρήγορα στο μέγα σπήλαιο
παχιά τα γιδοπρόβατά του, ένα προς ένα, όλα, απέξω
ετούτη τη φορά δεν άφησε κανένα· ποιος ξέρει αν κάτι μόνος του
φαντάστηκε ή μήπως ένας θεός τον παρακίνησε για να το κάνει.
340Μετά, ψηλά σηκώνοντας τον μέγα βράχο, την είσοδο σφραγίζει
κι ύστερα κάθησε, αρνιά και γίδια αρμέγοντας (εκείνα να βελάζουν)
όλα με τη σειρά, κι έσπρωχνε στην κάθε μάνα το μικρό της.
Τελειώνοντας με τάξη και σπουδή αυτό του το έργο,
αρπάζει πάλι δυο, κι έπιασε να τους τρώει.
Τότε κι εγώ, από πολύ κοντά, προσφώνησα τον Κύκλωπα,
στο χέρι μου κρατώντας μια γαβάθα μαύρο κρασί:
«Κύκλωπα, να, πιες το κρασί, τώρα που χόρτασες κρέας ανθρώπινο·
να δεις και μόνος σου τι θείο ποτό έχει κρυμμένο
το δικό μας το καράβι. Σου το ᾽φερνα, να κάνουμε σπονδή,
αν μ᾽ ελεούσες κι ήθελες να με στείλεις πίσω στην πατρίδα·
350όμως εσένα σε κρατεί μανία ανήκουστη.
Σκληρέ κι απάνθρωπε! Πώς θα τολμούσε και στο μέλλον να ᾽ρθει
κοντά σου άνθρωπος απ᾽ τους πολλούς που πέρα ζουν;
Όχι, αυτά που κάνεις ξεπερνούν το κάθε μέτρο.»
|