Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΟΜΗΡΟΣ

Ὀδύσσεια (9.216-9.280)


Καρπαλίμως δ᾽ εἰς ἄντρον ἀφικόμεθ᾽, οὐδέ μιν ἔνδον
εὕρομεν, ἀλλ᾽ ἐνόμευε νομὸν κάτα πίονα μῆλα.
ἐλθόντες δ᾽ εἰς ἄντρον ἐθηεύμεσθα ἕκαστα·
ταρσοὶ μὲν τυρῶν βρῖθον, στείνοντο δὲ σηκοὶ
220 ἀρνῶν ἠδ᾽ ἐρίφων· διακεκριμέναι δὲ ἕκασται
ἔρχατο, χωρὶς μὲν πρόγονοι, χωρὶς δὲ μέτασσαι,
χωρὶς δ᾽ αὖθ᾽ ἕρσαι· ναῖον δ᾽ ὀρῷ ἄγγεα πάντα,
γαυλοί τε σκαφίδες τε, τετυγμένα, τοῖς ἐνάμελγεν.
ἔνθ᾽ ἐμὲ μὲν πρώτισθ᾽ ἕταροι λίσσοντ᾽ ἔπεσσι
225 τυρῶν αἰνυμένους ἰέναι πάλιν, αὐτὰρ ἔπειτα
καρπαλίμως ἐπὶ νῆα θοὴν ἐρίφους τε καὶ ἄρνας
σηκῶν ἐξελάσαντας ἐπιπλεῖν ἁλμυρὸν ὕδωρ·
ἀλλ᾽ ἐγὼ οὐ πιθόμην, ἦ τ᾽ ἂν πολὺ κέρδιον ἦεν,
ὄφρ᾽ αὐτόν τε ἴδοιμι, καὶ εἴ μοι ξείνια δοίη.
230 οὐδ᾽ ἄρ᾽ ἔμελλ᾽ ἑτάροισι φανεὶς ἐρατεινὸς ἔσεσθαι.
Ἔνθα δὲ πῦρ κήαντες ἐθύσαμεν ἠδὲ καὶ αὐτοὶ
τυρῶν αἰνύμενοι φάγομεν, μένομέν τέ μιν ἔνδον
ἥμενοι, ἧος ἐπῆλθε νέμων· φέρε δ᾽ ὄβριμον ἄχθος
ὕλης ἀζαλέης, ἵνα οἱ ποτιδόρπιον εἴη.
235 ἔντοσθεν δ᾽ ἄντροιο βαλὼν ὀρυμαγδὸν ἔθηκεν·
ἡμεῖς δὲ δείσαντες ἀπεσσύμεθ᾽ ἐς μυχὸν ἄντρου.
αὐτὰρ ὅ γ᾽ εἰς εὐρὺ σπέος ἤλασε πίονα μῆλα,
πάντα μάλ᾽, ὅσσ᾽ ἤμελγε, τὰ δ᾽ ἄρσενα λεῖπε θύρηφιν,
ἀρνειούς τε τράγους τε, βαθείης ἔκτοθεν αὐλῆς.
240 αὐτὰρ ἔπειτ᾽ ἐπέθηκε θυρεὸν μέγαν ὑψόσ᾽ ἀείρας,
ὄβριμον· οὐκ ἂν τόν γε δύω καὶ εἴκοσ᾽ ἄμαξαι
ἐσθλαὶ τετράκυκλοι ἀπ᾽ οὔδεος ὀχλίσσειαν·
τόσσην ἠλίβατον πέτρην ἐπέθηκε θύρῃσιν.
ἑζόμενος δ᾽ ἤμελγεν ὄϊς καὶ μηκάδας αἶγας,
245 πάντα κατὰ μοῖραν, καὶ ὑπ᾽ ἔμβρυον ἧκεν ἑκάστῃ.
αὐτίκα δ᾽ ἥμισυ μὲν θρέψας λευκοῖο γάλακτος
πλεκτοῖς ἐν ταλάροισιν ἀμησάμενος κατέθηκεν,
ἥμισυ δ᾽ αὖτ᾽ ἔστησεν ἐν ἄγγεσιν, ὄφρα οἱ εἴη
πίνειν αἰνυμένῳ καί οἱ ποτιδόρπιον εἴη.
250 αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ σπεῦσε πονησάμενος τὰ ἃ ἔργα,
καὶ τότε πῦρ ἀνέκαιε καὶ ἔσιδεν, εἴρετο δ᾽ ἡμέας·
«Ὦ ξεῖνοι, τίνες ἐστέ; πόθεν πλεῖθ᾽ ὑγρὰ κέλευθα;
ἤ τι κατὰ πρῆξιν ἦ μαψιδίως ἀλάλησθε
οἷά τε ληϊστῆρες ὑπεὶρ ἅλα, τοί τ᾽ ἀλόωνται
255 ψυχὰς παρθέμενοι, κακὸν ἀλλοδαποῖσι φέροντες;»
Ὣς ἔφαθ᾽, ἡμῖν δ᾽ αὖτε κατεκλάσθη φίλον ἦτορ,
δεισάντων φθόγγον τε βαρὺν αὐτόν τε πέλωρον.
ἀλλὰ καὶ ὥς μιν ἔπεσσιν ἀμειβόμενος προσέειπον·
«Ἡμεῖς τοι Τροίηθεν ἀποπλαγχθέντες Ἀχαιοὶ
260 παντοίοις ἀνέμοισιν ὑπὲρ μέγα λαῖτμα θαλάσσης,
οἴκαδε ἱέμενοι, ἄλλην ὁδὸν, ἄλλα κέλευθα
ἤλθομεν· οὕτω που Ζεὺς ἤθελε μητίσασθαι.
λαοὶ δ᾽ Ἀτρεΐδεω Ἀγαμέμνονος εὐχόμεθ᾽ εἶναι,
τοῦ δὴ νῦν γε μέγιστον ὑπουράνιον κλέος ἐστί·
265 τόσσην γὰρ διέπερσε πόλιν καὶ ἀπώλεσε λαοὺς
πολλούς· ἡμεῖς δ᾽ αὖτε κιχανόμενοι τὰ σὰ γοῦνα
ἱκόμεθ᾽, εἴ τι πόροις ξεινήϊον ἠὲ καὶ ἄλλως
δοίης δωτίνην, ἥ τε ξείνων θέμις ἐστίν.
ἀλλ᾽ αἰδεῖο, φέριστε, θεούς· ἱκέται δέ τοί εἰμεν.
270 Ζεὺς δ᾽ ἐπιτιμήτωρ ἱκετάων τε ξείνων τε,
ξείνιος, ὃς ξείνοισιν ἅμ᾽ αἰδοίοισιν ὀπηδεῖ.»
Ὣς ἐφάμην, ὁ δέ μ᾽ αὐτίκ᾽ ἀμείβετο νηλέϊ θυμῷ
«νήπιός εἰς, ὦ ξεῖν᾽, ἢ τηλόθεν εἰλήλουθας,
ὅς με θεοὺς κέλεαι ἢ δειδίμεν ἢ ἀλέασθαι·
275 οὐ γὰρ Κύκλωπες Διὸς αἰγιόχου ἀλέγουσιν
οὐδὲ θεῶν μακάρων, ἐπεὶ ἦ πολὺ φέρτεροί εἰμεν.
οὐδ᾽ ἂν ἐγὼ Διὸς ἔχθος ἀλευάμενος πεφιδοίμην
οὔτε σεῦ οὔθ᾽ ἑτάρων, εἰ μὴ θυμός με κελεύοι.
ἀλλά μοι εἴφ᾽ ὅπῃ ἔσχες ἰὼν εὐεργέα νῆα,
280 ἤ που ἐπ᾽ ἐσχατιῆς ἦ καὶ σχεδόν, ὄφρα δαείω.»


Φτάσαμε τότε με σπουδή ως τη σπηλιά, εκείνον όμως μέσα
δεν τον βρήκαμε· έβοσκε στο λιβάδι τα παχιά του πρόβατα.
Μπαίνοντας στη σπηλιά κοιτούσαμε έκθαμβοι το καθετί:
γεμάτα από τυριά πανέρια καλαμένια· στις μάντρες να στενάζουν
220ερίφια κι αρνιά, με τάξη όμως μεταξύ τους χωρισμένα·
αλλού τα πρωτογέννητα και τα μεσαία αλλού, αλλού
τα νεογνά τους· οι κάδοι ξέχειλοι με το τυρόγαλο,
καρδάρες και σκαφίδια, έτοιμα όλα καμωμένα, μέσα τους να τ᾽ αρμέγει.
Τότε λοιπόν οι σύντροφοι με προλαβαίνουν, παρακαλιούνται
με τα λόγια τους να πάρουμε όσα τυριά, και πίσω να γυρίσουμε·
με βιάση να φορτώσουμε στο γρήγορο καράβι
ερίφια κι αρνιά, από τις μάντρες ξεσηκώνοντάς τα,
κι αμέσως να ανοιχτούμε στην αλμυρή τη θάλασσα.
Όμως εγώ δεν άκουσα, πράγμα που θα ᾽ταν συμφερότερο·
ήθελα να τον δω, μήπως και μου φανεί φιλόξενος.
230Αλλά δεν έμελλε, μόλις τον είδαμε, να δείξει καλοσύνη στους συντρόφους.
Τότε ανάβοντας φωτιά, πρώτα θυσία τελούμε, ύστερα μόνοι μας,
κόβοντας τα τυριά, δειπνήσαμε, και περιμένοντας μείναμε εκεί,
στην άκρη της σπηλιάς, ωσότου φάνηκε κι αυτός με το κοπάδι του.
Στη ράχη κουβαλούσε ασήκωτο φορτιό με ξεραμένα ξύλα,
χρήσιμο για το δείπνο του· κι όπως το ξεφορτώθηκε
στη μέση της σπηλιάς, ξεσήκωσε ορυμαγδό.
Τρομάζοντας τότε κι εμείς, βρεθήκαμε στο βάθος της σπηλιάς·
εκείνος μπάζει τα παχιά του ζώα στο μεγάλο σπήλαιο,
όλα που θ᾽ άρμεγε, αφήνοντας απέξω μόνο τα σερνικά,
κριάρια και τραγιά, στην άπλα της βαθιάς αυλής.
240Έπειτα φράζει το άνοιγμα, ψηλά σηκώνοντας τεράστιο λίθο
και βαρύ — αμάξια είκοσι δύο γερά, τετράτροχα δεν θα μπορούσαν
καν να τον κουνήσουν απ᾽ τον τόπο του· τόσος ο βράχος ο τραχύς
που σφράγισε τη θύρα της σπηλιάς.
Ύστερα γονατίζοντας πήρε να αρμέγει πρόβατα και γίδια που βελάζουν,
όλα με τη σειρά, βάζοντας κάτω από τη μάνα τους
και τα μικρά, για να βυζάξουν.
Μετά μαζεύοντας πυκνώνει το μισό λευκό τους γάλα γρήγορα,
και το αποθέτει σε πλεχτά πανέρια· το άλλο μισό το κένωσε
σε κάδους, να ᾽χει να πίνει παίρνοντας, σαν θα δειπνούσε.
250Κι όταν με τάξη και σπουδή αυτά τα έργα του αποτέλειωσε,
άναψε την πυρά, ρίχνει το μάτι του σ᾽ εμάς, και μας ρωτά:
«Ξένοι, ποιοι να ᾽στε; κι από πού σας φέρνουν καταδώ οι πλωτοί σας δρόμοι;
μήπως για εμπόριο; ή όπου λάχει τριγυρνάτε,
καθώς το κάνουν οι ληστές στα πέλαγα, παίζοντας τη ζωή τους,
στους άλλους όμως προξενούν κακό;»
Έτσι μιλώντας, η δική μας η καρδιά πήγε να σπάσει
από τον φόβο της βαριάς φωνής και της πελώριας θωριάς του.
Και μολοντούτο εγώ αποκρίθηκα, μιλώντας του μ᾽ αυτά τα λόγια:
«Εμείς, από την Τροία μισεύοντας, είμαστε Αχαιοί περιπλανώμενοι,
260που μας εχτύπησαν κάθε λογής ανέμοι, το μέγα κύμα περνώντας
της θαλάσσης· γυρεύοντας να πάμε σπίτι μας, πέσαμε σ᾽ άλλη οδό
και σ᾽ άλλους δρόμους — έτσι ασφαλώς το θέλησε ο Δίας αποφασίζοντας.
Κι όμως ανήκουμε, και το καυχιόμαστε, στο μέγα στράτευμα
του Ατρείδη Αγαμέμνονα, που τώρα απέραντη δεσπόζει η δόξα του
κάτω από κάθε ουρανό· αφού εκείνος πάτησε μεγάλη, τειχισμένη πόλη
κι αφάνισε τόσους και τόσους.
Και να, η τύχη εδώ μας φέρνει, οπού ικετεύοντας προσπέφτουμε
στα γόνατά σου· ανίσως ήθελες να μας φιλοξενήσεις, κι ακόμη
270να μας δώσεις κάποιο δώρο, όπως το ορίζει κι η τιμή στους ξένους.
Αλλά σεβάσου, όσο μεγάλη αν είναι η δύναμή σου, τους θεούς· είμαστε
ικέτες σου, κι ο Δίας εκδικείται και τους ικέτες και τους ξένους,
ο ξένιος Δίας, που τιμώντας τους ξένους συντροφεύει.»
Έτσι του μίλησα, εκείνος όμως απαντούσε μ᾽ άσπλαχνο φυσικό:
«Είσαι μωρός, άνθρωπε ξένε· φτασμένος από μέρη μακρινά, εσύ
μου παραγγέλλεις ή να φοβάμαι τους θεούς ή να αποφεύγω
την οργή τους; Μάθε λοιπόν, οι Κύκλωπες δεν νοιάζονται
τι λέει ο Δίας με την αιγίδα του μήτε οι μακάριοι θεοί·
είμαστε εμείς κατά πολύ πιο δυνατοί.
Γι᾽ αυτό κι εγώ μην περιμένεις, από φόβο του Διός
και της οργής του, να λυπηθώ κανένα, εσένα μήτε τους συντρόφους,
αν η δική μου βούληση δεν το θελήσει.
Μα τώρα πες μου· καλοχτισμένο το καράβι σου πού το κρατάς;
280κάπου στην άλλη άκρη; μήπως κοντά; θέλω να ξέρω.»