Φτάσαμε τότε με σπουδή ως τη σπηλιά, εκείνον όμως μέσα
δεν τον βρήκαμε· έβοσκε στο λιβάδι τα παχιά του πρόβατα.
Μπαίνοντας στη σπηλιά κοιτούσαμε έκθαμβοι το καθετί:
γεμάτα από τυριά πανέρια καλαμένια· στις μάντρες να στενάζουν
220ερίφια κι αρνιά, με τάξη όμως μεταξύ τους χωρισμένα·
αλλού τα πρωτογέννητα και τα μεσαία αλλού, αλλού
τα νεογνά τους· οι κάδοι ξέχειλοι με το τυρόγαλο,
καρδάρες και σκαφίδια, έτοιμα όλα καμωμένα, μέσα τους να τ᾽ αρμέγει.
Τότε λοιπόν οι σύντροφοι με προλαβαίνουν, παρακαλιούνται
με τα λόγια τους να πάρουμε όσα τυριά, και πίσω να γυρίσουμε·
με βιάση να φορτώσουμε στο γρήγορο καράβι
ερίφια κι αρνιά, από τις μάντρες ξεσηκώνοντάς τα,
κι αμέσως να ανοιχτούμε στην αλμυρή τη θάλασσα.
Όμως εγώ δεν άκουσα, πράγμα που θα ᾽ταν συμφερότερο·
ήθελα να τον δω, μήπως και μου φανεί φιλόξενος.
230Αλλά δεν έμελλε, μόλις τον είδαμε, να δείξει καλοσύνη στους συντρόφους.
Τότε ανάβοντας φωτιά, πρώτα θυσία τελούμε, ύστερα μόνοι μας,
κόβοντας τα τυριά, δειπνήσαμε, και περιμένοντας μείναμε εκεί,
στην άκρη της σπηλιάς, ωσότου φάνηκε κι αυτός με το κοπάδι του.
Στη ράχη κουβαλούσε ασήκωτο φορτιό με ξεραμένα ξύλα,
χρήσιμο για το δείπνο του· κι όπως το ξεφορτώθηκε
στη μέση της σπηλιάς, ξεσήκωσε ορυμαγδό.
Τρομάζοντας τότε κι εμείς, βρεθήκαμε στο βάθος της σπηλιάς·
εκείνος μπάζει τα παχιά του ζώα στο μεγάλο σπήλαιο,
όλα που θ᾽ άρμεγε, αφήνοντας απέξω μόνο τα σερνικά,
κριάρια και τραγιά, στην άπλα της βαθιάς αυλής.
240Έπειτα φράζει το άνοιγμα, ψηλά σηκώνοντας τεράστιο λίθο
και βαρύ — αμάξια είκοσι δύο γερά, τετράτροχα δεν θα μπορούσαν
καν να τον κουνήσουν απ᾽ τον τόπο του· τόσος ο βράχος ο τραχύς
που σφράγισε τη θύρα της σπηλιάς.
Ύστερα γονατίζοντας πήρε να αρμέγει πρόβατα και γίδια που βελάζουν,
όλα με τη σειρά, βάζοντας κάτω από τη μάνα τους
και τα μικρά, για να βυζάξουν.
Μετά μαζεύοντας πυκνώνει το μισό λευκό τους γάλα γρήγορα,
και το αποθέτει σε πλεχτά πανέρια· το άλλο μισό το κένωσε
σε κάδους, να ᾽χει να πίνει παίρνοντας, σαν θα δειπνούσε.
250Κι όταν με τάξη και σπουδή αυτά τα έργα του αποτέλειωσε,
άναψε την πυρά, ρίχνει το μάτι του σ᾽ εμάς, και μας ρωτά:
«Ξένοι, ποιοι να ᾽στε; κι από πού σας φέρνουν καταδώ οι πλωτοί σας δρόμοι;
μήπως για εμπόριο; ή όπου λάχει τριγυρνάτε,
καθώς το κάνουν οι ληστές στα πέλαγα, παίζοντας τη ζωή τους,
στους άλλους όμως προξενούν κακό;»
Έτσι μιλώντας, η δική μας η καρδιά πήγε να σπάσει
από τον φόβο της βαριάς φωνής και της πελώριας θωριάς του.
Και μολοντούτο εγώ αποκρίθηκα, μιλώντας του μ᾽ αυτά τα λόγια:
«Εμείς, από την Τροία μισεύοντας, είμαστε Αχαιοί περιπλανώμενοι,
260που μας εχτύπησαν κάθε λογής ανέμοι, το μέγα κύμα περνώντας
της θαλάσσης· γυρεύοντας να πάμε σπίτι μας, πέσαμε σ᾽ άλλη οδό
και σ᾽ άλλους δρόμους — έτσι ασφαλώς το θέλησε ο Δίας αποφασίζοντας.
Κι όμως ανήκουμε, και το καυχιόμαστε, στο μέγα στράτευμα
του Ατρείδη Αγαμέμνονα, που τώρα απέραντη δεσπόζει η δόξα του
κάτω από κάθε ουρανό· αφού εκείνος πάτησε μεγάλη, τειχισμένη πόλη
κι αφάνισε τόσους και τόσους.
Και να, η τύχη εδώ μας φέρνει, οπού ικετεύοντας προσπέφτουμε
στα γόνατά σου· ανίσως ήθελες να μας φιλοξενήσεις, κι ακόμη
270να μας δώσεις κάποιο δώρο, όπως το ορίζει κι η τιμή στους ξένους.
Αλλά σεβάσου, όσο μεγάλη αν είναι η δύναμή σου, τους θεούς· είμαστε
ικέτες σου, κι ο Δίας εκδικείται και τους ικέτες και τους ξένους,
ο ξένιος Δίας, που τιμώντας τους ξένους συντροφεύει.»
Έτσι του μίλησα, εκείνος όμως απαντούσε μ᾽ άσπλαχνο φυσικό:
«Είσαι μωρός, άνθρωπε ξένε· φτασμένος από μέρη μακρινά, εσύ
μου παραγγέλλεις ή να φοβάμαι τους θεούς ή να αποφεύγω
την οργή τους; Μάθε λοιπόν, οι Κύκλωπες δεν νοιάζονται
τι λέει ο Δίας με την αιγίδα του μήτε οι μακάριοι θεοί·
είμαστε εμείς κατά πολύ πιο δυνατοί.
Γι᾽ αυτό κι εγώ μην περιμένεις, από φόβο του Διός
και της οργής του, να λυπηθώ κανένα, εσένα μήτε τους συντρόφους,
αν η δική μου βούληση δεν το θελήσει.
Μα τώρα πες μου· καλοχτισμένο το καράβι σου πού το κρατάς;
280κάπου στην άλλη άκρη; μήπως κοντά; θέλω να ξέρω.»
|