[3.16.6] Ο ίδιος ξεκίνησε για τα Σούσα· στον δρόμο τον συνάντησε ο γιος του Σατράπη των Σούσων, καθώς και ένας γραμματοκομιστής, που έστειλε ο Φιλόξενος. Γιατί αμέσως μετά τη μάχη ο Αλέξανδρος είχε στείλει τον Φιλόξενο στα Σούσα. Στην επιστολή του ανέφερε ο Φιλόξενος ότι οι κάτοικοι των Σούσων είχαν παραδώσει την πόλη τους και ότι όλα τα χρήματα φυλάγονταν για τον Αλέξανδρο. [3.16.7] Ο Αλέξανδρος έφθασε στα Σούσα από τη Βαβυλώνα μέσα σε είκοσι μέρες. Μόλις μπήκε στην πόλη, παρέλαβε τα χρήματα που ήταν πενήντα χιλιάδες περίπου αργυρά τάλαντα, καθώς και τα άλλα βασιλικά σκεύη. Κυριεύθηκαν επίσης εκεί και πολλά άλλα πράγματα που έφερε ο Ξέρξης κατά την επιστροφή του από την Ελλάδα, ανάμεσα στα οποία τα χάλκινα αγάλματα του Αρμοδίου και του Αριστογείτονα. [3.16.8] Τα αγάλματα αυτά ο Αλέξανδρος τα έστειλε πίσω στους Αθηναίους και σήμερα βρίσκονται στην Αθήνα, στον Κεραμεικό, στον δρόμο που ανεβαίνουμε προς την Ακρόπολη, ακριβώς απέναντι στο Μητρώο, όχι μακριά από τον βωμό των Ευδανέμων· όποιος έχει μυηθεί στα μυστήρια των δύο θεοτήτων της Ελευσίνας, αυτός γνωρίζει τον βωμό του Ευδανέμου που βρίσκεται στο δάπεδο. [3.16.9] Στα Σούσα ο Αλέξανδρος πρόσφερε θυσία σύμφωνα με την πατροπαράδοτη συνήθεια και τέλεσε λαμπαδηδρομία και γυμνικούς αγώνες. Σατράπη της Σουσιανής άφησε τον Αβουλίτη, έναν Πέρση, φρούραρχο στην ακρόπολη των Σούσων όρισε τον Μάζαρο, έναν από τους εταίρους, και στρατηγό τον Αρχέλαο, τον γιο του Θεοδώρου· μετά προχώρησε εναντίον των Περσών. Έστειλε επίσης στην παραλία τον Μένητα ως διοικητή της Συρίας, της Φοινίκης και της Κιλικίας. [3.16.10] Του έδωσε τρεις χιλιάδες περίπου τάλαντα να τα φέρει στην παραλία και από αυτά να στείλει στον Αντίπατρο όσα χρειαζόταν για τον πόλεμο εναντίον των Λακεδαιμονίων. Εκεί κατέφθασε και ο Αμύντας, ο γιος του Ανδρομένη, με τις δυνάμεις που έφερε από τη Μακεδονία. [3.16.11] Από τις δυνάμεις αυτές ο Αλέξανδρος κατέταξε τους ιππείς στο ιππικό των εταίρων, ενώ τους πεζούς τους πρόσθεσε στις άλλες του μονάδες και τους κατέταξε κατά φυλές. Χώρισε επίσης την κάθε μία ίλη σε δύο λόχους, ενώ προηγουμένως δεν υπήρχαν λόχοι στο ιππικό, και διόρισε ως λοχαγούς όσους εταίρους είχαν διακριθεί για την ανδρεία τους. [3.17.1] Ξεκινώντας από τα Σούσα ο Αλέξανδρος πέρασε τον Πασιτίγρη ποταμό και εισέβαλε στη χώρα των Ουξίων. Από αυτούς όσοι κατοικούσαν σε πεδιάδες και υπάκουαν παλαιότερα στον Πέρση σατράπη παραδόθηκαν και τότε στον Αλέξανδρο· οι ονομαζόμενοι όμως ορεινοί Ούξιοι δεν ήταν υπό την εξουσία των Περσών και, αφού έστειλαν τότε πρέσβεις τους στον Αλέξανδρο, του ανέφεραν ότι δεν θα του επιτρέψουν με άλλο τρόπο να περάσει με τον στρατό του από τον δρόμο που οδηγεί προς την Περσία, παρά μόνον αν λάβουν από αυτόν όσα δώρα έπαιρναν από τον βασιλιά των Περσών κάθε φορά που περνούσε από εκεί. [3.17.2.] Ο Αλέξανδρος τους έστειλε πίσω και τους διέταξε να έρθουν στα στενά —των οποίων ο έλεγχος τους έκανε να νομίζουν ότι είναι κύριοι του δρόμου που οδηγεί προς την Περσίδα— για να παραλάβουν και από αυτόν την καθορισμένη αμοιβή. Ο ίδιος πήρε μαζί του τους βασιλικούς σωματοφύλακες και τους υπασπιστές και κάπου οκτώ χιλιάδες άνδρες από το άλλο στράτευμα και με οδηγούς του τους Σουσιανούς βάδισε μέσα στη νύχτα από άλλο δρόμο, όχι από τον φανερό. [3.17.3] Και αφού διέτρεξε μέσα σε μια μέρα ένα δρόμο ανώμαλο και δυσκολοδιάβατο, επιτέθηκε αιφνιδιαστικά στα χωριά των Ουξίων, έλαβε πολλά λάφυρα και σκότωσε πολλούς από αυτούς, ενώ ακόμη βρίσκονταν στα κρεβάτια τους· οι υπόλοιποι διέφυγαν στα βουνά. Ο Αλέξανδρος βάδισε γρήγορα προς τα στενά, όπου φαίνονταν ότι θα τον συναντούσαν όλοι μαζί οι Ούξιοι, για να παραλάβουν την συμφωνημένη αμοιβή. [3.17.4] Έστειλε μπροστά τον Κρατερό να καταλάβει τις κορυφές των βουνών, όπου πίστευε ότι θα κατέφευγαν οι Ούξιοι, αν εξαναγκάζονταν. Ο ίδιος όμως προχώρησε με μεγάλη ταχύτητα και έτσι πρόλαβε να καταλάβει τα στενά· έχοντας τους άνδρες του συνταγμένους σε σχηματισμό μάχης τους οδήγησε εναντίον των βαρβάρων από δεσπόζουσες οχυρές θέσεις. [3.17.5] Αυτοί, επειδή ξαφνιάστηκαν από την ταχύτητα του Αλεξάνδρου και επειδή υστερούσαν τώρα σε οχυρές θέσεις, στις οποίες στήριζαν κυρίως τις ελπίδες τους, σηκώθηκαν και έφυγαν χωρίς καν να συγκρουστούν μαζί του· μερικούς από αυτούς τους σκότωσαν οι άνδρες του Αλεξάνδρου κατά τη φυγή, ενώ πολλοί άλλοι χάθηκαν στον δρόμο που ήταν γεμάτος γκρεμούς· οι περισσότεροι όμως καταφεύγοντας στα βουνά έπεσαν στα χέρια των ανδρών του Κρατερού και εξοντώθηκαν από αυτούς. [3.17.6] Αφού λοιπόν έλαβαν οι Ούξιοι αυτά τα δώρα από τον Αλέξανδρο, με δυσκολία και ύστερα από παρακλήσεις πέτυχαν να διατηρήσουν τη χώρα τους πληρώνοντας ετήσιο φόρο στον Αλέξανδρο. Ο Πτολεμαίος, ο γιος του Λάγου, αναφέρει σχετικά ότι η μητέρα του Δαρείου παρακάλεσε για χάρη τους τον Αλέξανδρο να τους αφήσει να κατοικούν στη χώρα τους. Ο φόρος που συμφωνήθηκε ήταν εκατό άλογα το χρόνο, πεντακόσια αχθοφόρα ζώα και τριάντα χιλιάδες πρόβατα, γιατί οι Ούξιοι δεν είχαν χρήματα ούτε καλλιεργήσιμη γη, αλλά οι περισσότεροι από αυτούς ήταν βοσκοί. |