Κι όταν, χαράζοντας την άλλη μέρα, ρόδινη φάνηκε στον ουρανό η Αυγή,
θαυμάζαμε το ωραίο νησί και το γυρίζαμε.
Οι Νύμφες τότε, θυγατέρες του Διός με την αιγίδα του, σήκωσαν
στα βουνά τις άγριες γίδες, να ᾽χουν οι σύντροφοι το γεύμα τους.
Αμέσως, τόξα καμπύλα, κοντάρια μυτερά, οπλισμένα,
τα πήραμε όλα απ᾽ τα πλεούμενά μας· στα τρία μοιρασμένοι,
ρίχνουμε — ένας θεός μάς έδωσε γρήγορο, πλούσιο και λιμπιστό κυνήγι.
Καθώς λοιπόν μ᾽ ακολουθούσαν πλοία δώδεκα, έπεσαν στο καθένα
160αγριοκάτσικα εννιά — για μένα μόνο ξεχωρίζουν δέκα.
Τότε, μια μέρα ολόκληρη, ώσπου να βασιλέψει ο ήλιος για καλά,
εκεί καθήσαμε κρέατα τρώγοντας που τελειωμό δεν είχαν,
πίνοντας το γλυκό πιοτό.
Γιατί δεν έλειψε το κόκκινο κρασί μες στα καράβια·
υπήρχε ακόμη, αφού ο καθένας γέμισε με πολύ πιοτό
τις στάμνες, όταν οχυρωμένη την πατήσαμε την άγια πόλη των Κικόνων.
Από τη θέση αυτή το βλέμμα προσηλώναμε στη χώρα των Κυκλώπων,
που βρίσκονταν τόσο κοντά: καπνοί, φωνές, βελάσματα
από τις γίδες και τα πρόβατα.
Ώσπου, ο ήλιος βασιλεύοντας, έπεσε το βαθύ σκοτάδι·
και τότε στο ακρογιάλι γέρνοντας μας συνεπήρε ο ύπνος.
170Κι όταν, χαράζοντας την άλλη μέρα, ρόδινη φάνηκε στον ουρανό η Αυγή,
κάλεσα εγώ σε σύναξη, κι εκεί σ᾽ όλους μπροστά μιλώντας είπα:
«Οι άλλοι τώρα εδώ να μείνετε, καλοί μου σύντροφοι και τιμημένοι·
μόνος εγώ, με το δικό μου το καράβι, το δικό μου πλήρωμα,
θα πάω να τους δοκιμάσω, να δω ποιοι να ᾽ναι αυτοί·
ανίσως αλαζόνες κι απολίτιστοι με δίχως δικαιοσύνη,
ανίσως και φιλόξενοι, που ξέρει ο νους τους τους θεούς να σέβεται.»
Τελειώνοντας πετιέμαι πάνω στο καράβι, παρακινώντας τους συντρόφους
κι αυτοί να ανέβουν, να λύσουν τις πρυμάτσες.
Ευθύς κι εκείνοι ανέβηκαν, κάθησαν στα ζυγά κι έτσι με τάξη,
καθισμένοι στη σειρά, πήραν με τα κουπιά τους να χτυπούν
180την αφρισμένη θάλασσα.
Φτάναμε πια στην κοντινή εκείνη ακτή, όταν το μάτι μας
σταμάτησε σε μια σπηλιά, ολότελα στην άκρη, προς τη θάλασσα·
ήταν ψηλή και σκεπασμένη από τις δάφνες. Εδώ τη νύχτα ησύχαζαν
πολλά κοπάδια, πρόβατα και γίδες· τριγύρω επίσης η αυλή
ψηλή, χτισμένη με τις πέτρες της στη γη βαθιά χωμένες·
τα πεύκα σηκωμένα και φουντωμένες οι βαλανιδιές κυμάτιζαν στα ύψη.
Εκεί τις νύχτες του περνούσε ένας πελώριος άντρας· μοναχός
κι απόμακρος ποίμαινε το κοπάδι του, μ᾽ άλλους δεν σύχναζε,
και ζώντας ολομόναχος βρισκόταν έξω από τον κάθε νόμο.
190Σ᾽ έπιανε δέος να τον δεις θεόρατο, δεν θύμιζε καθόλου
θνητό που τρέφεται με στάρι· μάλλον με δασωμένο ακρωτήρι
φάνταζε που ξεχωρίζει μόνο του επάνω στα ψηλά βουνά
από τις άλλες κορυφές.
Τότε προστάζω οι άλλοι τιμημένοι σύντροφοι αυτού να μείνουν,
στο καράβι πλάι, στου καραβιού τη φύλαξη δοσμένοι,
όμως εγώ, διαλέγοντας δώδεκα εταίρους, τους καλύτερους,
ξεκίνησα· μαζί μου κουβαλώντας κι ένα ασκί γιδίσιο,
μαύρο κρασί γλυκό, που ο Μάρων μού το χάρισε,
200του Ευανθέα ο γιος, ο λειτουργός του Απόλλωνα,
εκείνου που τον Ίσμαρο σκέπει και προστατεύει·
σαν αντιχάρισμα που εμείς τον σεβαστήκαμε μαζί με το παιδί
και τη γυναίκα του, από τον φόβο του θεού, αφού το άλσος κατοικούσε
το πολύδεντρο του Φοίβου Απόλλωνα.
Αυτός μου χάρισε δώρα λαμπρά: μου δίνει δέκα τάλαντα
χρυσάφι δουλεμένο, μου δίνει και κρατήρα ατόφιο ασήμι,
γεμίζει ακόμη με κρασί δώδεκα αμφορείς, άκρατο και γλυκό,
θείο ποτό· κανείς, μήτε υπηρέτης μήτε δούλα, δεν ήξερε
την ύπαρξή του μες στο σπίτι, εκτός από τον ίδιο, την καλή γυναίκα του
και μόνη μια κελάρισσα πιστή.
Κάθε φορά που ήταν να πιουν αυτό το κόκκινο κρασί, γλυκό σαν μέλι,
αρκούσε, γεμίζοντας μια κούπα, να ρίξεις το κρασί σ᾽ είκοσι μέτρα του νερού,
210κι ο τόπος μοσχοβόλαγε, καθώς ανέβαινε απ᾽ τον κρατήρα η μυρωδιά,
θεσπέσιο άρωμα — τότε κανείς δεν είχε τρόπο πια να κρατηθεί.
Με τούτο το κρασί γεμάτο, ένα μεγάλο ασκί κρατούσα, και μέσα
στο ταγάρι κάποιες τροφές· γιατί η γενναία μου γνώση αμέσως
το φαντάστηκε πως θ᾽ ανταμώσω κάποιον με φυσικό του
τη μεγάλη δύναμη, άγριο και βουνίσιο, που λες δεν καλοξέρει
τι είναι το δίκιο μήτε κι οι θεσμοί.
|