[2.140.1] Μόλις λοιπόν έφυγε ο Αιθίοπας από την Αίγυπτο, γύρισε από τα έλη ο τυφλός για να βασιλεύσει· είχε ζήσει εκεί πενήντα χρόνια, σ᾽ ένα νησί φτιαγμένο από στάχτη και χώμα: καθώς οι Αιγύπτιοι τον επισκέπτονταν πηγαίνοντάς του σιτάρι, όπως είχε οριστεί στον καθένα τους, χωρίς ο Αιθίοπας να το ξέρει, αυτός τους πρόσταζε μαζί με το χάρισμα να του πηγαίνουν και στάχτη. [2.140.2] Το νησί αυτό κανένας δεν μπόρεσε να το βρει πριν από τον Αμυρταίο: πέρασαν επτακόσια και πλέον χρόνια και αυτοί που έγιναν βασιλιάδες πριν από τον Αμυρταίο, δεν μπόρεσαν να το βρουν. Ελβώ το όνομά του, και το μέγεθός του δέκα στάδιοι στο μάκρος και στο πλάτος. [2.141.1] Μετά τον τυφλό, βασιλιάς έγινε ο ιερέας του Ηφαίστου, Σεθών το όνομά του· αυτός δεν είχε σε καμιά υπόληψη τους στρατιωτικούς της Αιγύπτου, τους περιφρονούσε, επειδή, λέει, ουδέποτε θα τους χρειαζόταν, και ανάμεσα στις άλλες προσβολές που τους έκανε, τους πήρε πίσω και τη γη που τους είχαν δώσει οι προηγούμενοι βασιλιάδες, δώδεκα εξαιρετικά χωράφια στον καθένα. [2.141.2] Ύστερα όμως ο Σαναχάριβος, βασιλιάς των Αράβων και των Ασσυρίων, εκστρατεύει κατά της Αιγύπτου με στρατό μεγάλο· οι Αιγύπτιοι πολεμιστές δεν θέλουν να βοηθήσουν τον βασιλιά. [2.141.3] Αυτός δεν ξέρει τί να κάνει και μπαίνει στον ναό και πιάνει να κλαίει μπροστά στο άγαλμα γι᾽ αυτά που κινδυνεύει να πάθει· και καθώς θρηνολογούσε, τον πήρε ο ύπνος και ονειρεύτηκε ότι φανερώθηκε ο θεός μπροστά του και του έδωσε θάρρος ότι αν αντιμετώπιζε τον αραβικό στρατό, δεν θα πάθαινε κανένα κακό: αυτός, ο θεός, θα του έστελνε βοήθεια. [2.141.4] Έχοντας λοιπόν πεποίθηση στο όνειρο, παραλαβαίνει ο βασιλιάς τους Αιγυπτίους όσοι θέλησαν να τον ακολουθήσουν και στρατοπεδεύει στο Πηλούσιο (γιατί από εκεί μπαίνει κανείς στην Αίγυπτο)· από τους πολεμιστές βέβαια δεν τον ακολούθησε κανένας, παρά μόνο μαγαζάτορες, εργατικοί και εμπορευόμενοι. [2.141.5] Όταν έφτασαν εκεί οι εχθροί, τη νύχτα χύθηκαν καταπάνω τους αρουραίοι και τους έφαγαν όλες τις φαρέτρες και τα τόξα και επιπλέον τις λαβές από τις ασπίδες τους, και την άλλη μέρα αυτοί, άοπλοι καθώς ήταν, ρίχτηκαν στη φυγή και έπεσαν πολλοί. [2.141.6] Και σήμερα ο βασιλιάς αυτός είναι στημένος πέτρινος στον ναό του Ηφαίστου κρατώντας στα χέρια ποντικό και έχει και επιγραφή που λέει τούτα: «Εμένα να βλέπετε και να είστε ευσεβείς». [2.142.1] Ώς το σημείο τούτο της αφήγησης μου τα είπαν οι Αιγύπτιοι και οι ιερείς τους, αποδείχνοντάς μου ότι από τον πρώτο βασιλιά ώς τον ιερέα αυτόν του Ηφαίστου, τον τελευταίο που βασίλευσε, υπήρξαν τριακόσιες σαράντα μία γενιές ανθρώπων και ότι κατά τη διάρκειά τους υπήρξαν άλλοι τόσοι αρχιερείς και βασιλιάδες. [2.142.2] Δηλαδή, τριακόσιες γενιές ανθρώπων κάνουν δέκα χιλιάδες χρόνια, αφού τρεις γενιές ανθρώπων είναι εκατό χρόνια. Και σαράντα μία οι υπόλοιπες γενιές επιπλέον από τις τριακόσιες, που μας κάνουν χίλια τριακόσια σαράντα χρόνια, [2.142.3] έχουμε έντεκα χιλιάδες τριακόσια σαράντα χρόνια, και στο διάστημα αυτό, μου είπαν, δεν υπήρξε ούτε ένας θεός με ανθρώπινη μορφή· και μάλιστα, μου είπαν, τίποτε τέτοιο δεν παρουσιάστηκε ούτε πριν ούτε μετά, με τους υπόλοιπους βασιλιάδες που υπήρξαν στην Αίγυπτο. [2.142.4] Στο διάστημα αυτό, μου είπαν, ο ήλιος ανέτειλε τέσσερις φορές με τρόπο αντίθετον από τον συνηθισμένο: δυο φορές ανέτειλε από εκεί όπου τώρα δύει, και δυο φορές έδυσε εκεί από όπου τώρα ανατέλλει· και τίποτε στην Αίγυπτο δεν άλλαξε σ᾽ αυτή την περίοδο, ούτε τα όσα τους δίνουν η γη και ο ποταμός ούτε τα σχετικά με τις αρρώστιες και τους θανάτους. |