Εννιά μερόνυχτα παιδεύτηκα να με χτυπούν ολέθριοι άνεμοι
επάνω στο ψαρίσιο πέλαγο· δέκατη μέρα, και τότε μόνο
πιάσαμε στη γη των Λωτοφάγων που τρέφονται με τ᾽ άνθη τους.
Εκεί πατώντας στην ακτή, γυρέψαμε πρώτα νερό, ύστερα
το γεύμα οι σύντροφοί μου ετοίμασαν πλάι στα γρήγορα καράβια.
Κι όταν, τρώγοντας πίνοντας, νιώσαμε χορτασμένοι,
τότε αποφάσισα κι εγώ κάποιοι να προχωρήσουν, για να μάθουν
τι σόι άνθρωποι κατοικούν σ᾽ αυτή τη γη και τρων ψωμί,
90δυο άνδρες ξεχωρίζοντας και τρίτον έναν κήρυκα για συνοδό τους.
Πήραν αυτοί τον δρόμο γρήγορα κι έσμιξαν με τους Λωτοφάγους.
Κι αν δεν μελέτησαν οι Λωτοφάγοι ν᾽ αφανίσουν τους συντρόφους,
τους δίνουν όμως να γευτούν λωτό·
όποιος κι αν έφαγε λωτό, τον μελιστάλαχτο καρπό,
ξεχνούσε την αποστολή του, δεν ήθελε τον γυρισμό·
κι αυτοί βουλήθηκαν εκεί να μείνουν με τους Λωτοφάγους,
μασώντας τον λωτό, τον νόστο λησμονώντας.
Τότε κι εγώ με το στανιό τούς φέρνω κλαίγοντας πίσω στα πλοία,
μέσα τούς τράβηξα στα βαθουλά καράβια, στα ζυγά τούς έδεσα.
100Συγχρόνως παραγγέλλω στους άλλους τιμημένους μου συντρόφους
ν᾽ ανέβουν πάραυτα κι αυτοί στα γρήγορα πλεούμενα,
από τον φόβο μήπως κάποιος τους γευτεί λωτό, τον νόστο λησμονώντας.
Κι ανέβηκαν με δίχως καθυστέρηση, με τη σειρά στους πάγκους κάθησαν
και τα κουπιά χτυπούσαν τώρα την αφρισμένη θάλασσα.
Σε λίγο ξανοιχτήκαμε, πιο πέρα πλέοντας με την καρδιά βαριά,
ωσότου φτάσαμε στη γη των αλαζονικών δίχως θεσμούς Κυκλώπων.
Που αφήνοντας την τύχη τους στους αθανάτους,
μήτε φυτεύουν με τα χέρια τους μήτε κι οργώνουν.
Όλα τους βγαίνουν από μόνα τους, δίχως σπορά κι αλέτρι·
110σιτάρι και κριθάρι, κι ακόμη αμπέλια φορτωμένα
με σταφύλια για κρασί — βρέχει ο Δίας για χάρη τους
κι εκείνα μεγαλώνουν.
Αυτοί δεν ξέρουν και δεν έχουν αγορές, να παίρνουν αποφάσεις
και να βγάζουν νόμους· ζούνε σ᾽ απότομες κορφές,
επάνω σε ψηλά βουνά, μέσα σε θολωτές σπηλιές,
ορίζοντας καθένας μόνος του παιδιά, γυναίκες — καμιά δεν έχουν
φροντίδα για τους άλλους.
Ένα νησί εκεί απλώνεται μπρος σε λιμάνι χαμηλό,
μήτε κοντά μήτε πολύ μακριά απ᾽ των Κυκλώπων
την ακτή, πυκνό σε δάση. Πάνω του ζουν
τα αγριοκάτσικα αναρίθμητα· αφού εκεί πόδι ανθρώπου
δεν πατά να τα σκορπίσει, μήτε και βρίσκουν
120το νησί οι κυνηγοί που συνηθίζουν μες στα δάση,
με χίλιους κόπους και με βάσανα, να σκαρφαλώνουν τις βουνοκορφές.
Εδώ δεν βλέπεις ποίμνες μήτε χωράφια που τα πέρασε
το αλέτρι· άσπαρτη μένει πάντα η γη, ποτέ κανείς δεν την οργώνει,
λείπουν οι άνθρωποι, μόνο κατσίκια ανήμερα
κυκλοφορούν βελάζοντας.
Αφού οι Κύκλωπες δεν έχουν καν πλεούμενα, βαμμένα κόκκινα
στην πλώρη και στα μάγουλά τους· μήτε τεχνίτες καραβιών υπάρχουν,
να στήνουν τα σκαριά με τις γερές κουβέρτες, για να μπορούν
να φτάσουν ταξιδεύοντας από τη μία πολιτεία στην άλλη,
όπως το συνηθίζουν άλλοι άνθρωποι να σμίγουν μεταξύ τους,
τη θάλασσα σχίζοντας με τα πλοία.
130Αν είχαν, θα κατόρθωναν να χτίσουν όμορφο νησί.
Κακό δεν είναι — θα μπορούσε να παράγει το κάθε πράγμα
στον καιρό του. Έχει λιβάδια στης γκρίζας θάλασσας τις όχθες,
αφράτα με πολλά νερά —θα φύτρωναν εκεί αμπέλια αθάνατα.
Έχει χωράφια μαλακά — βαθιά σπαρτά θα ψήλωναν που να θερίζονται
στην ώρα τους, αφού το χώμα είναι παχύ.
Έχει λιμάνι φυσικό, φιλόξενο — καμιά ανάγκη να δένεις
παλαμάρια, να κατεβάζεις αγκυρόπετρες, να ρίχνεις τις πρυμάτσες·
μπορείς ν᾽ αράξεις και να μείνεις για καιρό, ωσότου
οι ναυτικοί θελήσουν πάλι το ταξίδι, φυσώντας και το πρίμο αγέρι.
140Κι ακόμη στου λιμανιού την άκρη, πιο ψηλά, γάργαρο τρέχει
το νερό, πηγή που βγαίνει από τα βάθη μιας σπηλιάς,
κι ολόγυρα φυτρώνουν λεύκες.
Εκεί μας έφεραν τα πλοία. Ένας θεός έγινε οδηγός μας
μέσα στης νύχτας το σκοτάδι, όπου δεν έβλεπες μπροστά σου τίποτε·
πυκνή ομίχλη είχε τυλίξει τα καράβια, άφαντη κι η σελήνη
στον ουρανό, την έκρυβαν τα νέφη.
Έτσι, κανείς δεν είδε με τα μάτια του μπροστά μας το νησί,
δεν βλέπαμε μήτε τα κύματα που μεγαλώνοντας κυλούσαν στο ακρογιάλι·
ωσότου αράξαμε με τα καλά, γερά καράβια μας.
Τα πλοία αράζοντας, τραβάμε τότε κάτω τα πανιά κι ευθύς εμείς
150πατήσαμε στην άμμο της θαλάσσης.
Εκεί αποκοιμηθήκαμε, προσμένοντας να φέξει η θεία Αυγή.
|