294. Ο λύκος και το σκυλί. [294.1] Μια φορά ο λύκος αντίκρισε έναν πελώριο σκύλο, που ήταν δεμένος με κολάρο στον λαιμό. Τον ρώτησε λοιπόν: «Καλά, ποιός σε έδεσε, βρε κακομοίρη; Μήπως εκείνος που σε ταΐζει για να γίνεις έτσι καλοθρεμμένος;». «Ναι», αποκρίθηκε το σκυλί, «ένας κυνηγός». «Μωρέ τέτοιο κακό λύκος να μην το πάθει. Για μένα κάλλιο η πείνα παρά το σφίξιμο του κολάρου». Δίδαγμα: Μέσα στη συμφορά τί ωφελεί αν έχεις να φας του σκασμού; 295. Το γαϊδούρι και ο σκύλος. [295.1] Μια φορά ο γάιδαρος και ο σκύλος προχωρούσαν μαζί στον ίδιο δρόμο, όταν ξαφνικά βρήκαν στο έδαφος μπροστά τους ένα γράμμα διπλωμένο και σφραγισμένο. Μια και δυο, ο γάιδαρος το σήκωσε πάνω και έσπασε το βουλοκέρι. Μετά ξεδίπλωσε το χαρτί και βάλθηκε να διαβάζει τα γραμμένα δυνατά, για να τα ακούσει και ο σκύλος. Λοιπόν, το περιεχόμενο του γράμματος είχε να κάνει με βοσκή — με σανό δηλαδή, και κριθάρι και άχυρο και άλλες τέτοιες ζωοτροφές. Ο γάιδαρος, που λέτε, τα διάβαζε όλα αυτά αναλυτικά, ώσπου ο σκύλος δυσανασχέτησε πια. Γι᾽ αυτό σε κάποια στιγμή διέκοψε τον αναγνώστη, λέγοντας: «Εντάξει, βρε μεγάλε, άσε τα αυτά και προχώρα λίγο παρακάτω, μην τυχόν βρεις τίποτε για κρέατα και κοκαλάκια, γιά πρόσεχε». Ο γάιδαρος τότε διέτρεξε και το υπόλοιπο κείμενο έως το τέλος, δεν βρήκε όμως να λέγεται τίποτε από όσα προσδοκούσε ο σύντροφός του. Έτσι ο σκύλος αποφάνθηκε τελικά: «Πέτα το χάμω, αδερφέ. Είναι τελείως αναξιόπιστο». 296. Ο τοίχος και το παλούκι. [296.1] Ήταν μια φορά ένας τοίχος που τον κοπανούσαν βίαια με ένα παλούκι, ανοίγοντάς του τρύπες. Έβαλε λοιπόν τις φωνές στο παλούκι: «Ρε, γιατί με διαλύεις έτσι; Τί κακό σού έκανα εγώ;». Εκείνο όμως απάντησε: «Δεν φταίω εγώ, ρε φίλε, γι᾽ αυτό. Εκείνος που με βαράει με τέτοια δύναμη από πίσω — αυτουνού είναι το φταίξιμο». 297. Ο χειμώνας και η άνοιξη. [297.1] Μια φορά ο χειμώνας βάλθηκε να περιγελάει την άνοιξη. Προπάντων δε την κορόιδευε για ένα πράγμα: που μόλις αυτή ξεμυτίσει, δεν μπορεί πλέον κανένας να βρει ησυχία. Άλλος παίρνει τα δάση και τα λιβάδια για να μαζεύει τα λουλούδια που του αρέσουν, κρινάκια και τέτοια, ή για να χαζέψει κανένα τριαντάφυλλο, στριφογυρνώντας το μπρος στα μάτια του, και να το καρφιτσώσει στα μαλλιά του. Άλλος πάλι μπαρκάρει στο καράβι και διασχίζει ολόκληρο πέλαγος, άμα λάχει, ταξιδεύοντας στα μέρη άλλων λαών. Πάντως, κανένας δεν σκοτίζεται πια για ανέμους και μπόρες με πολλά νερά. «Δες τώρα εμένα από την άλλη», συνέχισε ο χειμώνας. «Εγώ είμαι σαν άρχοντας — τί λέω; Σαν απόλυτος δικτάτορας. Ούτε να σηκώσουν κεφάλι προς τον ουρανό δεν τους αφήνω. Κάτω τους επιβάλλω να κοιτάνε, προς το έδαφος, και να φοβούνται και να τρέμουν. Καμιά φορά, μάλιστα, τους εξαναγκάζω να περνούν όλη τη μέρα κλεισμένοι μέσα στο σπίτι, και να είναι και ευχαριστημένοι από πάνω». «Ε βέβαια», παρατήρησε τότε η άνοιξη, «γι᾽ αυτό ακριβώς οι άνθρωποι κάνουν σαν τρελοί για να σε ξεφορτωθούν. Ενώ εμένα και μόνο το όνομά μου τους γεμίζει ευχαρίστηση· μά τον θεό, το λογαριάζουν σαν την πιο όμορφη λέξη του κόσμου. Έτσι, και όταν δεν είμαι παρούσα με αναπολούν, και μόλις εμφανιστώ αναγαλλιάζουν».
|