[2.127.1] Οι Αιγύπτιοι μου είπαν ότι αυτός ο Χέοψ βασίλευσε πενήντα χρόνια, και όταν πέθανε, τη βασιλεία την πήρε ο αδελφός του Χεφρήν· φέρθηκε και τούτος όπως και ο προηγούμενος, τόσο στα άλλα πράγματα όσο και στην κατασκευή πυραμίδας, η οποία ωστόσο δεν είχε τις διαστάσεις της πυραμίδας του άλλου· τις διαστάσεις αυτές άλλωστε τις μέτρησα κι εγώ ο ίδιος· [2.127.2] και ούτε υπάρχουν από κάτω της υπόγειες κάμαρες, ούτε από τον Νείλο φτάνει σ᾽ αυτήν διώρυγα όπως τρέχει στην άλλη το νερό περνώντας μέσα από χτιστόν αγωγό και κυλάει γύρω σ᾽ ένα νησί, όπου λέγεται ότι είναι θαμμένος ο ίδιος ο Χέοψ. [2.127.3] Το πρώτο στρώμα ο Χεφρήν το έφτιαξε από ποικιλόχρωμη αιθιοπική πέτρα, με τον σκοπό να φτάσει στο ίδιο ύψος με την άλλη, σταμάτησε όμως σαράντα πόδια χαμηλότερα την πυραμίδα του, που την έχτισε δίπλα στη μεγάλη. Ορθώνονται και οι δύο πυραμίδες πάνω στον ίδιο λόφο, που έχει ύψος ώς εκατό πόδια. Και μου είπαν ότι ο Χεφρήν βασίλευσε πενήντα έξι χρόνια. [2.128.1] Μας κάνει λοιπόν συνολικά εκατόν έξι χρόνια όπου πάνω στους Αιγυπτίους είχε πέσει κάθε λογής αθλιότητα, και όλον αυτό τον καιρό τα ιερά ήταν κλειστά και δεν άνοιξαν. Και από το μίσος τους γι᾽ αυτούς τους βασιλιάδες οι Αιγύπτιοι δεν είναι διόλου πρόθυμοι να τους ονοματίζουν, ενώ ακόμη και τις πυραμίδες τις αποκαλούν πυραμίδες του βοσκού Φιλίτιος, που έβοσκε εκείνον τον καιρό τα ζώα του σ᾽ αυτούς τους τόπους. [2.129.1] Μετά τον Χεφρήνα, μου είπαν, βασιλιάς της Αιγύπτου έγινε ο γιος του Μυκερίνος: τα έργα του πατέρα του δεν του άρεσαν· άνοιξε λοιπόν τα ιερά και άφησε το λαό, τον ταλαιπωρημένο ώς το έσχατο σημείο της αθλιότητας, να κάνει τις δουλειές του και τις θυσίες του, και απ᾽ όλους τους βασιλιάδες έβγαζε τις δικαιότερες δικαστικές αποφάσεις. [2.129.2] Και για τα έργα του αυτά οι Αιγύπτιοι επαινούν τον Μυκερίνο περισσότερο απ᾽ όσο όλους όσοι έγιναν βασιλιάδες τους· γιατί εκτός που έβγαζε δίκαιες αποφάσεις, αν κάποιος τύχαινε να επικρίνει καμιά απόφαση, ο Μυκερίνος τού χάριζε κι άλλα, από τα δικά του, για να τον καλοκαρδίσει. [2.129.3] Ήταν λοιπόν καλοσυνάτος ο Μυκερίνος με τους πολίτες, και μ᾽ αυτόν τον τρόπο τούς φερνόταν, όταν άρχισαν οι συμφορές του, και πρώτη ήταν που πέθανε η κόρη του, το μόνο παιδί που είχε στο σπιτικό του. Λυπήθηκε τότε εξαιρετικά ο Μυκερίνος με το κακό που τον βρήκε, και θέλοντας να θάψει την κόρη του με τρόπο λαμπρότερο παρά οι άλλοι, έφτιαξε μια κούφια ξύλινη αγελάδα, ύστερα την επιχρύσωσε, και μέσα σ᾽ αυτήν έθαψε την πεθαμένη κόρη του. [2.130.1] Την αγελάδα αυτή δεν την έθαψαν, αλλά ακόμη και επί των ημερών μου μπορούσε κανείς να τη δει: βρισκόταν στην πόλη Σάιδα, στα ανάκτορα, σε μια αίθουσα κατάλληλα στολισμένη· της καίνε ολημερίς θυμιάματα κάθε λογής και όλη νύχτα ανάβει δίπλα της λυχνάρι. [2.130.2] Κοντά στην αγελάδα, σε άλλη αίθουσα, βρίσκονται αγάλματα των παλλακίδων του Μυκερίνου, καταπώς μου είπαν οι ιερείς της Σάιδας· ορθώνονται ξύλινα, κολοσσιαία, καμιά εικοσαριά από δαύτα, όμοια με γυμνές γυναίκες· ποιές είναι δεν ξέρω να πω παρά αυτά που μου είπαν. [2.131.1] Για την αγελάδα αυτή και για τα κολοσσιαία αγάλματα μερικοί λένε τούτη την ιστορία, ότι ο Μυκερίνος ερωτεύτηκε την θυγατέρα του και ύστερα έσμιξε μαζί της παρά τη θέλησή της· [2.131.2] μετά, λένε, η κοπέλα από τη στεναχώρια της κρεμάστηκε, και εκείνος την έθαψε μέσα στην αγελάδα, ενώ η μητέρα της έκοψε τα χέρια των υπηρετριών που είχαν παραδώσει τη θυγατέρα στον πατέρα της, και σήμερα τα αγάλματά τους δείχνουν το κακό που έπαθαν όσο ζούσαν. [2.131.3] Αυτά που λένε όμως μου φαίνεται ότι είναι κουραφέξαλα, όλα, και προπαντός τα σχετικά με τα χέρια των αγαλμάτων· γιατί το είδα και ο ίδιος ότι τα χέρια έπεσαν μόνα τους με τον καιρό, αφού και επί των ημερών μου ακόμη φαίνονταν χάμω, κοντά στα πόδια των αγαλμάτων. [2.132.1] Όσο για την αγελάδα, είναι ολόκληρη σκεπασμένη με κατακόκκινο ύφασμα, και μόνο ο αυχένας και ο λαιμός της φαίνονται χρισμένα με παχύ στρώμα χρυσάφι· και ανάμεσα στα κέρατά της είναι βαλμένη χρυσή απομίμηση του κύκλου του ήλιου. [2.132.2] Η αγελάδα ωστόσο δεν είναι ορθή αλλά γονατιστή, και έχει μέγεθος όσο περίπου μια πραγματική μεγάλη αγελάδα. Κάθε χρόνο τη βγάζουν έξω από το οίκημα την εποχή όπου οι Αιγύπτιοι θρηνούν για τον θεό που εγώ δεν τον ονοματίζω σε περίσταση όπως τούτη. [2.132.3] Τότε βγάζουν και την αγελάδα στο φως· γιατί λένε ότι εκείνη, πεθαίνοντας, παρακάλεσε τον πατέρα της τον Μυκερίνο να βλέπει το φως του ήλιου μια φορά το χρόνο. [2.133.1] Μετά τη συμφορά με την κόρη του, βρήκαν αυτόν τον βασιλιά και τα εξής: του ήρθε χρησμός από την πόλη Βουτού ότι θα ζούσε ακόμη μόνο έξι χρόνους, και τον έβδομο θα πέθαινε· [2.133.2] αυτός στεναχωρήθηκε και έστειλε στο μαντείο και στον θεό παράπονο και κατηγορία ότι ο πατέρας του και ο θείος του, που είχαν κλείσει τους ναούς, δεν μνημόνευαν τους θεούς και από πάνω ταλαιπωρούσαν και τους ανθρώπους, είχαν ζήσει πολλά χρόνια, ενώ αυτός, που ήταν ευσεβής, θα πέθαινε τόσο γρήγορα. [2.133.3] Του ήρθε λοιπόν και δεύτερο μήνυμα από το μαντείο που του έλεγε ότι γι᾽ αυτόν ακριβώς τον λόγο θα συντομευόταν η ζωή του, επειδή δεν είχε κάνει αυτό που είχε χρέος να κάνει: ότι δηλαδή η Αίγυπτος έπρεπε να κακοπάθει για εκατόν πενήντα χρόνια, πράγμα που οι δυο προηγούμενοί του βασιλιάδες το είχαν καταλάβει, αυτός όμως όχι. [2.133.4] Όταν τα άκουσε αυτά ο Μυκερίνος, μια που η τύχη του είχε πλέον κριθεί, έφτιαξε λυχνάρια πολλά και μόλις νύχτωνε τα άναβε και έπινε και διασκέδαζε χωρίς να κάνει διακοπή ούτε μια μέρα ούτε μια νύχτα και σύχναζε στα έλη και στα δάση και όπου μάθαινε ότι είναι τα καλύτερα μέρη για διασκέδαση. [2.133.5] Και τα μηχανεύτηκε αυτά επειδή ήθελε να αποδείξει ότι το μαντείο λέει ψέματα, για να του μένουν δώδεκα χρόνια αντί για έξι με το να γίνουν οι νύχτες ημέρες. [2.134.1] Άφησε κι αυτός πυραμίδα πολύ μικρότερη από του πατέρα του, αφού η κάθε πλευρά της θέλει είκοσι πόδια για να είναι τρία πλέθρα, τετράγωνη, ώς τη μέση από πέτρα αιθιοπική· για την πυραμίδα αυτή μερικοί Έλληνες υποστηρίζουν ότι είναι κάποιας γυναίκας, της εταίρας Ροδώπιδας, αλλά δεν μας τα λένε καλά· [2.134.2] μου φαίνεται μάλιστα πως όσοι τα λένε αυτά, δεν ξέρουν καν ποιά ήταν η Ροδώπις, διαφορετικά δεν θα μπορούσαν να της αποδίδουν την κατασκευή τέτοιας πυραμίδας όπου δαπανήθηκαν αμέτρητες χιλιάδες τάλαντα, που λέει ο λόγος, ενώ εξάλλου η Ροδώπις άκμασε επί βασιλείας του Άμαση και όχι του Μυκερίνου· [2.134.3] πράγματι, η Ροδώπις έζησε πάρα πολλά χρόνια ύστερα από τους βασιλιάδες εκείνους που άφησαν τούτες τις πυραμίδες, καταγόταν από τη Θράκη και ήταν δούλη του Σάμιου Ιάδμονα, γιου του Ηφαιστόπολη, και σύνδουλη του Αίσωπου του μυθοποιού. Γιατί και αυτός του Ιάδμονα ήταν, όπως το απέδειξε με το παραπάνω τούτο το γεγονός: [2.134.4] όταν οι Δελφοί, λόγω χρησμού, έβγαζαν κάθε τόσο ανακοίνωση ποιός θέλει να εισπράξει την αποζημίωση για τον φόνο του Αισώπου, κανένας άλλος δεν φάνηκε, παρά την πήρε ο γιος του γιου του Ιάδμονα, Ιάδμονας κι αυτός — άρα ο Αίσωπος ήταν του Ιάδμονα. [2.135.1] Η Ροδώπις πάντως έφτασε στην Αίγυπτο όταν την έφερε ο Ξάνθος ο Σάμιος, και ενώ ήρθε για να κάνει τη δουλειά της, απελευθερώθηκε με πολλά χρήματα από τον Μυτιληναίο Χάραξο, γιο του Σκαμανδρώνυμου, αδελφό της Σαπφώς της ποιήτριας. [2.135.2] Έτσι λοιπόν ελευθερώθηκε η Ροδώπις και έμεινε στην Αίγυπτο και έγινε πασίγνωστη για τις χάρες της και απέκτησε χρήματα πολλά βέβαια για μια Ροδώπιδα, αλλά όχι τόσα που να φτάνουν για τέτοια πυραμίδα. [2.135.3] Και εφόσον ακόμη και σήμερα όποιος θέλει μπορεί να μάθει πόσο ήταν το ένα δέκατο της περιουσίας της, δεν πρέπει να της αποδίδουμε τόσα πολλά χρήματα: θέλησε δηλαδή η Ροδώπις να αφήσει στην Ελλάδα ένα μνημείο του εαυτού της κατασκευάζοντας πράγμα τέτοιο που άλλος να μην έτυχε ούτε να το σκαρφιστεί ούτε να βρίσκεται σε ναό κανέναν, και να το αφιερώσει αυτό στους Δελφούς για να τη θυμούνται. [2.135.4] Με το ένα δέκατο λοιπόν των χρημάτων της έφτιαξε σιδερένιες σούβλες τόσο μεγάλες που να παίρνουν βόδια ολόκληρα και τόσες πολλές όσες της επέτρεπε αυτό το ένα δέκατο, και τις έστελνε στους Δελφούς· ακόμη και σήμερα οι σούβλες αυτές βρίσκονται σωριασμένες πίσω από τον βωμό που αφιέρωσαν οι Χίοι, απέναντι από τον ίδιο τον ναό. [2.135.5] Με κάποιον τρόπο, οι εταίρες στη Ναύκρατη τα καταφέρνουν να γίνονται ξακουστές για τις χάρες τους· πρώτα πρώτα αυτή για την οποία λέγεται τούτη η ιστορία, έγινε τόσο διάσημη ώστε όλοι οι Έλληνες ήξεραν το όνομα της Ροδώπιδας, ενώ ύστερα απ᾽ αυτήν μια άλλη, Αρχιδίκη τ᾽ όνομά της, έγινε πασίγνωστη σε όλη την Ελλάδα, αν και την κουβέντιαζαν λιγότερο απ᾽ όσο την προηγούμενη. [2.135.6] Όσο για τον Χάραξο, αφού χάρισε στην Ροδώπιδα την ελευθερία της, γύρισε στη Μυτιλήνη, όπου η Σαπφώ σε ποίημά της τον καταχέρισε. Εδώ όμως σταματάω να μιλάω για τη Ροδώπιδα. |