Ακούγοντας τον λόγο του, δίνει η Αρήτη εντολή στις δούλες της
να στήσουν, δίχως καθυστέρηση, μεγάλο τρίποδα επάνω στη φωτιά.
Κι αυτές στήνουν στη λάμπουσα φωτιά τρίποδο λέβητα, τον γέμισαν
νερό για το λουτρό, βάζοντας από κάτω ξύλα να καούν.
Κι ευθύς η φλόγα τύλιξε την κοιλιά ολόγυρα στο τρίποδο λεβέτι,
και το νερό ζεστάθηκε.
Στο μεταξύ η Αρήτη μεταφέρει από την κάμαρή της μια πανέμορφη
κασέλα για τον ξένο, έβαλε μέσα τα λαμπρά του δώρα,
440χρυσό και ρούχα, που του χάρισαν οι Φαίακες,
πρόσθεσε δικό της πανωφόρι κι όμορφο χιτώνα.
Ύστερα στράφηκε στον ξένο, κι όπως επήγε να μιλήσει,
τα λόγια της πετούσαν σαν πουλιά:
«Μόνος σου τώρα φρόντισε το σκέπασμα και κοίταξε
καλά πώς θα το δέσεις
μήπως και κάποιος στο ταξίδι το πειράξει, αν βυθιστείς εσύ
σ᾽ ύπνο γλυκό, καθώς θα ταξιδεύεις
με το μαύρο τους καράβι.»
Ακούγοντας τον λόγο της, βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος,
ευθύς συνάρμοσε το σκέπασμα, το σύνδεσε σφιχτά μ᾽ άλυτο
κόμπο, όπως τον δίδαξε η Κίρκη κάποτε,
με την πανέξυπνή της γνώμη.
Κι αμέσως η κελάρισσα τον κάλεσε ν᾽ ανέβει στον λουτρό,
450για να λουστεί· εκείνος βλέποντας θερμά λουτρά,
γέμισε αγαλλίαση — δεν είχε βρει τέτοια φροντίδα,
αφότου άφησε για πάντα τα δώματα της Καλυψώς
της καλλιπλόκαμης· εκεί τον φρόντιζαν πολύ
και συνεχώς, σάμπως να ήτανε κι αυτός θεός.
Κι αφού τον έλουσαν οι δούλες και τον άλειψαν με λάδι,
του φόρεσαν ωραία χλαμύδα και χιτώνα. Κι έτσι λαμπρός
βγήκε από τον λουτρό και προχωρούσε προς τους άλλους
που έπιναν κρασί. Τότε κι η Ναυσικά, με τα θεόσταλτά της κάλλη,
στάθηκε πλάι στον παραστάτη της καλοδεμένης στέγης
κι έμεινε εκεί να τον θαυμάζει, το βλέμμα προσηλώνοντας
στον Οδυσσέα. Ύστερα μίλησε, κι όπως τον προσφωνούσε,
460τα λόγια της πετούσαν σαν πουλιά:
«Χαίρε, ω ξένε. Όταν μια μέρα φτάσεις στην πατρίδα σου,
να με θυμάσαι· γιατί σ᾽ εμένα πρώτη οφείλεις τη ζωή σου.»
Ευθύς της αποκρίθηκε με την πολύτροπή του γνώση ο Οδυσσεύς:
«Ω Ναυσικά, κόρη του μεγαλόκαρδου Αλκινόου!
Άμποτε ο Δίας να ενδώσει, κεραυνοβόλος σύζυγος της Ήρας,
κι εγώ να φτάσω στην πατρίδα, να δω του νόστου μου τη μέρα·
τότε, το υπόσχομαι, σ᾽ εσένα, σαν θεά, εκεί τις προσευχές μου
θα αναπέμπω, μέχρι το τέλος της ζωής μου,
γιατί σ᾽ εσένα, κόρη μου, χρωστώ που ακόμη ζω.»
Μιλώντας, κάθησε σε θρόνο, στο πλάι του βασιλιά Αλκινόου,
470κι ήταν η ώρα που το κρέας μοίραζαν και συγκερνούσαν το κρασί.
Τότε φτάνει κι ο κήρυκας φέρνοντας μέσα τον Δημόδοκο,
τον αοιδό που ο κόσμος αγαπούσε και τιμούσε·
τον κάθισε στο μέσο των συνδαιτυμόνων, κοντά σε μια ψηλή
κολόνα, να στηρίζεται.
Κι αμέσως τον κήρυκα προσφώνησε πολύγνωμος ο Οδυσσεύς,
κόβοντας απ᾽ την πλάτη ένα κομμάτι (το πιο πολύ τ᾽ άφησε ανέπαφο)
από ένα χοίρο μ᾽ άσπρα δόντια, γυάλιζε το λίπος πάνω του:
«Ορίστε, κήρυκα, πρόσφερε τούτο το κρέας στον Δημόδοκο,
να το γευτεί· θέλω να δείξω την εκτίμησή μου,
κι ας με βαραίνει η τόση θλίψη.
Γιατί πάνω στη γη όλοι οι θνητοί οφείλουν σέβας και τιμή
480στους αοιδούς, που η Μούσα τούς εδίδαξε τον δρόμο
στα τραγούδια τους κι αγάπησε πολύ των αοιδών το γένος.»
Μίλησε, κι ευθύς ο κήρυκας πήρε και δίνει στου μυθικού Δημόδοκου
τα χέρια το κομμάτι· αυτός το δέχτηκε κι ευφράνθηκε η ψυχή του.
Τότε κι οι άλλοι απλώνουν στο έτοιμο φαγητό τα χέρια τους,
κι όταν ο πόθος τους κορέστηκε με το φαΐ, με το πιοτό,
γύρισε στον Δημόδοκο με την πολύτροπή του γνώση
ο Οδυσσεύς και τον προσφώνησε:
«Δημόδοκε, εσένα ξεχωρίζω από όλους τους θνητούς στον έπαινό μου·
σε δίδαξε ασφαλώς η Μούσα, η κόρη του Διός, ή κι ο Απόλλων,
έτσι που τραγουδάς με τάξη εξαίρετη των Αχαιών τη μοίρα,
490τι έπραξαν οι Αχαιοί, τι έπαθαν, τι έχουν υποφέρει·
σάμπως να βρέθηκες παρών ο ίδιος ή σου τα είπε κάποιος που τα είδε.
Μα τώρα λέω άλλαξε σκοπό, ιστόρησέ μας για τον δούρειο ίππο,
το πώς τον έφτιαξε με τέχνη ο Επειός, και η Αθηνά μαζί του·
το πώς τον δόλο αυτόν τον έφερε επάνω στην ακρόπολη
ο θείος Οδυσσεύς, κλείνοντας μέσα του πλήθος ανδρών —
αυτούς που ερήμωσαν το Ίλιο.
Ανίσως κατορθώσεις με τη σωστή σειρά κι αυτά ν᾽ ανιστορήσεις,
τότε κι εγώ θα ομολογήσω σ᾽ όλους τους ανθρώπους ότι
ένας θεός καλόγνωμος σου χάρισε το θείο τραγούδι.»
|