[18] Κάποια στιγμή που οι σερβιτόροι, όπως συνηθίζεται, σταμάτησαν για λίγο να φέρνουν φαγητά, ο Αρισταίνετος, για να μη μείνει ούτε εκείνο το διάστημα χωρίς διασκέδαση και χωρίς εκδηλώσεις, είπε στον γελωτοποιό να μπει μέσα και να πει ή να κάνει κάτι αστείο, ώστε να δημιουργήσει ακόμη πιο εύθυμη διάθεση στους συμποσιαστές. Μπήκε λοιπόν μέσα κάποιος άσχημος, με ξυρισμένο κεφάλι, που είχε στην κορυφή του λίγες όρθιες τρίχες. Αυτός χόρεψε λυγίζοντας και περιστρέφοντας το κορμί του, για να φανεί πιο αστείος, κι έπειτα συνέθεσε αναπαιστικούς στίχους και τους απάγγειλε με αιγυπτιακή προφορά, και τέλος άρχισε να εκτοξεύει σκωπτικά πειράγματα στους παρόντες. [19] Οι άλλοι βέβαια γελούσαν, κάθε φορά που το πείραγμα απευθυνόταν σ᾽ αυτούς, όταν όμως πέταξε κάτι παρόμοιο για τον Αλκιδάμαντα, αποκαλώντας τον μαλτέζικο σκυλάκι, εκείνος εξοργίστηκε —από ώρα βέβαια ήταν φανερό πως τον ζήλευε για την επιτυχία του, καθώς είχε συγκεντρώσει επάνω του όλη την προσοχή του συμποσίου—, πέταξε το τριμμένο πανωφόρι από πάνω του κι άρχισε να τον προκαλεί σε πάλη και πυγμαχία, αλλιώς θα κατέβαζε, είπε, το μπαστούνι επάνω του. Έτσι λοιπόν ο κακόμοιρος ο Σατυρίωνας —έτσι ονομαζόταν ο γελωτοποιός— πήρε θέση κι άρχισε τον αγώνα. Και το πράγμα ήταν εξαιρετικά ευχάριστο, ένας φιλόσοφος να ανταγωνίζεται μ᾽ έναν γελωτοποιό, και τη μια να χτυπάει, και την άλλη πάλι να τον χτυπούνε. Όσο για τους παρόντες, άλλοι ντρέπονταν κι άλλοι γελούσαν, ώσπου απέκαμε από τα χτυπήματα ο Αλκιδάμαντας, νικημένος από τον γεροδεμένο ανθρωπάκο. Πολύ γέλιο λοιπόν απλώθηκε παντού γι᾽ αυτούς. [20] Στο σημείο αυτό μπήκε μέσα ο Διόνικος ο γιατρός, όχι πολύ μετά τον αγώνα. Είχε καθυστερήσει, όπως έλεγε, για να ασχοληθεί με τη θεραπεία του Πολυπρέποντα του αυλητή, που είχε παρουσιάσει φλεγμονή στον εγκέφαλο. Και μας διηγήθηκε κάτι αστείο: Μπήκε στο σπίτι του, μας είπε, χωρίς να ξέρει ότι ήδη τον κατείχε η αρρώστια, κι εκείνος σηκώθηκε αμέσως, κλείδωσε πίσω του την πόρτα, τράβηξε ένα ξιφίδιο, του παρέδωσε τους αυλούς και του είπε να αρχίσει να παίζει. Έπειτα, επειδή αυτός δεν μπορούσε, άρχισε να τον χτυπάει με ένα δερμάτινο λουρί στις ανοιχτές του παλάμες. Στο τέλος λοιπόν, καθώς βρέθηκε σε τόσο μεγάλο κίνδυνο, επινόησε το εξής: τον προκάλεσε σε αγώνα, με τη συμφωνία πως όποιος έχανε θα δεχόταν έναν καθορισμένο αριθμό χτυπημάτων. Πρώτα βέβαια έπαιξε ο ίδιος άσχημα τον αυλό, έπειτα όμως του παρέδωσε τους αυλούς και πήρε από εκείνον το δερμάτινο λουρί και το ξιφίδιο, τα πέταξε αμέσως έξω από το παράθυρο στο υπαίθριο τμήμα της αυλής, κι από εκείνη τη στιγμή άρχισε πια να παλεύει με μεγαλύτερη ασφάλεια και να φωνάζει τους γείτονες, οι οποίοι τελικά παραβίασαν την πόρτα και τον έσωσαν και μας έδειχνε τα σημάδια από τα χτυπήματα και μερικές γρατσουνιές στο πρόσωπο. Ο Διόνικος λοιπόν, που με τη διήγησή του εντυπωσίασε πολύ περισσότερο από τον γελωτοποιό, χώθηκε δίπλα στον Ιστιαίο και άρχισε να τρώει ό,τι είχε μείνει. Η παρουσία του ανάμεσά μας αποτελούσε ασφαλώς πρόνοια κάποιου θεού, μια και φάνηκε εξαιρετικά χρήσιμος σε όσα έγιναν μετά. [21] Εμφανίστηκε λοιπόν μπροστά μας ένας υπηρέτης, που έλεγε πως τον έστειλε ο Ετοιμοκλής ο στωικός. Είχε μαζί του κάποιο σημείωμα, και μας είπε πως το αφεντικό του τού παράγγειλε να το διαβάσει δημόσια, για να το ακούσουν όλοι, κι αμέσως να φύγει και να επιστρέψει πίσω. Ο Αρισταίνετος του το επέτρεψε, κι εκείνος πλησίασε στο λυχνάρι κι άρχισε να διαβάζει. ΦΙΛΩΝΑΣ Ήτανε τάχα κάποιο εγκώμιο της νύφης, Λυκίνε, ή κανένα γαμήλιο τραγούδι, σαν αυτά που συνθέτουνε συχνά; ΛΥΚΙΝΟΣ Ακριβώς κάτι τέτοιο νομίσαμε κι εμείς, αλλά δεν το πετύχαμε ούτε κατά προσέγγιση. Το περιεχόμενο του ήταν το εξής:
|