Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΡΙΑΝΟΣ

Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (1.5.8-1.6.4)

[1.5.8] Ταύτῃ μὲν δὴ τῇ ἡμέρᾳ κατακλείσας αὐτοὺς ἐς τὴν πόλιν καὶ στρατοπεδευσάμενος πρὸς τῷ τείχει ἐγνώκει περιτειχισμῷ ἀποκλεῖσαι αὐτούς· τῇ δὲ ὑστεραίᾳ παρῆν μετὰ πολλῆς δυνάμεως Γλαυκίας ὁ τῶν Ταυλαντίων βασιλεύς. ἔνθα δὴ Ἀλέξανδρος τὴν μὲν πόλιν ἀπέγνω ἑλεῖν ἂν ξὺν τῇ παρούσῃ δυνάμει, πολλῶν μὲν ἐς αὐτὴν καὶ μαχίμων ξυμπεφευγότων, πολλῶν δὲ ἅμα τῷ Γλαυκίᾳ προσκεισομένων, εἰ αὐτὸς τῷ τείχει προσμάχοιτο. [1.5.9] Φιλώταν δὲ ἀναλαβόντα τῶν ἱππέων ὅσους ἐς προφυλακὴν καὶ τὰ ὑποζύγια τὰ ἐκ τοῦ στρατοπέδου ἐς ἐπισιτισμὸν ἔπεμπε. καὶ ὁ Γλαυκίας μαθὼν τὴν ὁρμὴν τῶν ἀμφὶ Φιλώταν ἐξελαύνει ἐπ᾽ αὐτούς, καὶ καταλαμβάνει τὰ κύκλῳ ὄρη τοῦ πεδίου, ὅθεν οἱ ξὺν Φιλώτᾳ ἐπισιτιεῖσθαι ἔμελλον. [1.5.10] Ἀλέξανδρος δέ, ἐπειδὴ ἀπηγγέλθη αὐτῷ, ὅτι κινδυνεύουσιν οἵ τε ἱππεῖς καὶ τὰ ὑποζύγια, εἰ νὺξ αὐτοὺς καταλήψεται, αὐτὸς μὲν ἀναλαβὼν τούς τε ὑπασπιστὰς καὶ τοὺς τοξότας καὶ τοὺς Ἀγριᾶνας καὶ ἱππέας ἐς τετρακοσίους ἐβοήθει σπουδῇ· τὸ δὲ ἄλλο στράτευμα πρὸς τῇ πόλει ἀπέλιπεν, ὡς μὴ ἀποχωρήσαντος παντὸς τοῦ στρατοῦ καὶ οἱ ἐκ τῆς πόλεως ἐπιδραμόντες τοῖς ἀμφὶ Γλαυκίαν συμμίξειαν. [1.5.11] ἔνθα δὴ Γλαυκίας προσάγοντα Ἀλέξανδρον αἰσθόμενος ἐκλείπει τὰ ὄρη· οἱ δὲ ξὺν Φιλώτᾳ ἀσφαλῶς ἐπὶ τὸ στρατόπεδον διεσώθησαν. ἐδόκουν δ᾽ ἔτι τὸν Ἀλέξανδρον ἐν δυσχωρίᾳ ἀπειληφέναι οἱ ἀμφὶ τὸν Κλεῖτον καὶ Γλαυκίαν· [1.5.12] τά τε γὰρ ὄρη τὰ ὑπερδέξια κατεῖχον πολλοῖς μὲν ἱππεῦσι, πολλοῖς δὲ ἀκοντισταῖς καὶ σφενδονήταις καὶ ὁπλίταις δὲ οὐκ ὀλίγοις, καὶ οἱ ἐν τῇ πόλει κατειλημμένοι προσκείσεσθαι ἀπαλλαττομένοις ἤμελλον· τά τε χωρία δι᾽ ὧν ἡ πάροδος ἦν τῷ Ἀλεξάνδρῳ στενὰ καὶ ὑλώδη ἐφαίνετο, τῇ μὲν πρὸς τοῦ ποταμοῦ ἀπειργόμενα, τῇ δὲ ὄρος ὑπερύψηλον ἦν καὶ κρημνοὶ πρὸς τοῦ ὄρους, ὥστε οὐδὲ ἐπὶ τεσσάρων ἀσπίδων ἂν τῷ στρατεύματι ἡ πάροδος ἐγένετο.
[1.6.1] Ἔνθα δὴ ἐκτάσσει τὸν στρατὸν Ἀλέξανδρος ἕως ἑκατὸν καὶ εἴκοσι τὸ βάθος τῆς φάλαγγος. ἐπὶ τὸ κέρας δὲ ἑκατέρωθεν διακοσίους ἱππέας ἐπιτάξας παρήγγελλε σιγῇ ἔχειν τὸ παραγγελλόμενον ὀξέως δεχομένους. [1.6.2] καὶ τὰ μὲν πρῶτα ἐσήμηνεν ὀρθὰ ἀνατεῖναι τὰ δόρατα τοὺς ὁπλίτας, ἔπειτα ἀπὸ ξυνθήματος ἀποτεῖναι ἐς προβολήν, καὶ νῦν μὲν ἐς τὸ δεξιὸν ἐγκλῖναι τῶν δοράτων τὴν σύγκλεισιν, αὖθις δὲ ἐπὶ τὰ ἀριστερά. καὶ αὐτὴν δὲ τὴν φάλαγγα ἔς τε τὸ πρόσω ὀξέως ἐκίνησε καὶ ἐπὶ τὰ κέρατα ἄλλοτε ἄλλῃ παρήγαγε. [1.6.3] καὶ οὕτω πολλὰς τάξεις τάξας τε καὶ μετακοσμήσας ἐν ὀλίγῳ χρόνῳ, κατὰ τὸ εὐώνυμον οἷον ἔμβολον ποιήσας τῆς φάλαγγος ἐπῆγεν ἐπὶ τοὺς πολεμίους. οἱ δὲ πάλαι μὲν ἐθαύμαζον τήν τε ὀξύτητα ὁρῶντες καὶ τὸν κόσμον τῶν δρωμένων· τότε δὲ προσάγοντας ἤδη τοὺς ἀμφὶ Ἀλέξανδρον οὐκ ἐδέξαντο, ἀλλὰ λείπουσι τοὺς πρώτους λόφους. [1.6.4] ὁ δὲ καὶ ἐπαλαλάξαι ἐκέλευσε τοὺς Μακεδόνας καὶ τοῖς δόρασι δουπῆσαι πρὸς τὰς ἀσπίδας· οἱ δὲ Ταυλάντιοι ἔτι μᾶλλον ἐκπλαγέντες πρὸς τῆς βοῆς ὡς πρὸς τὴν πόλιν ἐπανήγαγον σπουδῇ τὸν στρατόν.

[1.5.8] Στη διάρκεια αυτής λοιπόν της ημέρας ο Αλέξανδρος τους υποχρέωσε να κλειστούν στην πόλη τους και στρατοπέδευσε κοντά στα τείχη, αποφασισμένος να τους αποκλείσει κατασκευάζοντας άλλο τείχος γύρω από το δικό τους. Την επόμενη όμως ημέρα κατέφθασε ο Γλαυκίας, ο βασιλιάς των Ταυλαντίων, με ισχυρές δυνάμεις. Τότε πια ο Αλέξανδρος έχασε κάθε ελπίδα ότι με τις δυνάμεις που είχε θα κυρίευε το Πέλλιο. Στην πόλη αυτή είχαν καταφύγει πολλοί και αξιόμαχοι στρατιώτες, ενώ συγχρόνως οι πολυάριθμες δυνάμεις του Γλαυκία θα επιχειρούσαν εναντίον του επίθεση, αν ενεργούσε ο ίδιος επίθεση κατά των τειχών της. [1.5.9] Έστειλε λοιπόν τον Φιλώτα για να συγκεντρώσει τρόφιμα, αφού του έδωσε όσους ιππείς του ήταν απαραίτητοι για εξερεύνηση, καθώς και όλα τα αχθοφόρα ζώα από το στρατόπεδο. Μόλις πληροφορήθηκε ο Γλαυκίας την αναχώρηση των ανδρών του Φιλώτα, εξόρμησε εναντίον τους και κατέλαβε τα βουνά που ήταν γύρω από την πεδιάδα, από την οποία επρόκειτο να προμηθευτούν τα τρόφιμα οι στρατιώτες του Φιλώτα. [1.5.10] Όταν ανήγγειλαν στον Αλέξανδρο ότι κινδύνευαν και οι ιππείς και τα αχθοφόρα ζώα του, αν τους βρει η νύχτα, πήρε μαζί του τους υπασπιστές, τους τοξότες, τους Αγριάνες και τετρακόσιους περίπου ιππείς και έτρεξε γρήγορα να τους βοηθήσει. Τον υπόλοιπο στρατό του τον άφησε πίσω, κοντά στην πόλη, από φόβο μήπως αν αποχωρούσε όλος, επιχειρήσουν έξοδο οι πολιορκούμενοι και συνενωθούν με τον στρατό του Γλαυκία. [1.5.11] Όταν λοιπόν ο Γλαυκίας κατάλαβε ότι πλησίαζε ο Αλέξανδρος, εγκατέλειψε τα βουνά, οπότε οι στρατιώτες του Φιλώτα διασώθηκαν με ασφάλεια στο στρατόπεδο. Παρ᾽ όλα αυτά όμως οι άνδρες του Κλείτου και του Γλαυκία φαίνονταν ακόμη να έχουν αποκλείσει τον Αλέξανδρο σε δυσκολοδιάβατους τόπους· [1.5.12] γιατί και κατείχαν τα τριγύρω πανύψηλα βουνά με πολλούς ιππείς, με πολλούς ακοντιστές και σφενδονήτες και όχι λίγους οπλίτες, αλλά και οι εχθροί που είχαν μείνει πίσω στην πόλη σκόπευαν να επιτεθούν στους Μακεδόνες, καθώς θα αποχωρούσαν· και οι τόποι από όπου επρόκειτο να περάσει ο Αλέξανδρος φαίνονταν στενοί και δασώδεις, αποκλεισμένοι από τη μια μεριά από τον ποταμό, ενώ από την άλλη υπήρχε πανύψηλο βουνό και κρημνοί κοντά στο βουνό, ώστε ούτε κατά τετράδες δεν θα μπορούσε να περάσει ο στρατός του Αλεξάνδρου.
[1.6.1] Τότε λοιπόν ο Αλέξανδρος παρέταξε τον στρατό του έτσι ώστε να έχει η φάλαγγα βάθος εκατόν είκοσι ανδρών. Και αφού τοποθέτησε διακόσιους ιππείς από τη μια και την άλλη πλευρά, παρήγγειλε στους άνδρες του να κάνουν απόλυτη ησυχία και να εκτελούν γρήγορα τα παραγγέλματα. [1.6.2] Και με τη σάλπιγγα δόθηκε το παράγγελμα να υψώσουν πρώτα οι οπλίτες όρθια τα δόρατά τους και ύστερα, μόλις ακούσουν το συμφωνημένο σύνθημα, να τα προτείνουν εμπρός για επίθεση και να κατευθύνουν την κλίση των δοράτων στην αρχή προς τα δεξιά και ύστερα προς τα αριστερά. Και την ίδια τη φάλαγγα την κίνησε γρήγορα και προς τα εμπρός και προς τις πτέρυγες, παρατάσσοντάς την κάθε φορά προς διαφορετική κατεύθυνση. [1.6.3] Έτσι αφού επιχείρησε σε σύντομο χρόνο πολλούς σχηματισμούς και μεταβολές στον τρόπο παρατάξεως, έδωσε στη φάλαγγά του το σχήμα εμβόλου προς τα αριστερά και την οδήγησε εναντίον των εχθρών. Βλέποντας οι βάρβαροι την ταχύτητα και την τάξη των στρατιωτικών ελιγμών έστεκαν για πολλή ώρα θαμπωμένοι. Όταν όμως πλησίασε πια ο στρατός του Αλεξάνδρου, δεν πρόβαλαν καμιάν αντίσταση, αλλά εγκατέλειψαν τους πρώτους λόφους. [1.6.4] Ο Αλέξανδρος διέταξε τους Μακεδόνες να αναφωνήσουν την πολεμική κραυγή και με τα δόρατα να χτυπήσουν τις ασπίδες τους. Τότε οι Ταυλάντιοι φοβήθηκαν ακόμη περισσότερο από τη βοή και οδήγησαν βιαστικά πίσω τον στρατό τους στην πόλη.