Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ
Ὑπὲρ τῆς Ῥοδίων ἐλευθερίας (15) (22-24)
[22] Ἀκούω δ᾽ ἐγὼ πολλάκις ἐνταυθὶ παρ᾽ ὑμῖν τινῶν λεγόντων ὡς, ὅτ᾽ ἠτύχησεν ὁ δῆμος ἡμῶν, συνεβουλήθησάν τινες αὐτὸν σωθῆναι· ὧν ἐγὼ μόνων Ἀργείων ἐν τῷ παρόντι μνησθήσομαι βραχύ τι. οὐ γὰρ ἂν ὑμᾶς βουλοίμην, δόξαν ἔχοντας τοῦ σῴζειν τοὺς ἀτυχοῦντας ἀεί, χείρους Ἀργείων ἐν ταύτῃ τῇ πράξει φανῆναι, οἳ χώραν ὅμορον τῇ Λακεδαιμονίων οἰκοῦντες, ὁρῶντες ἐκείνους γῆς καὶ θαλάττης ἄρχοντας, οὐκ ἀπώκνησαν οὐδ᾽ ἐφοβήθησαν εὐνοϊκῶς ὑμῖν ἔχοντες φανῆναι, ἀλλὰ καὶ πρέσβεις ἐλθόντας ἐκ Λακεδαίμονος, ὥς φασιν, ἐξαιτήσοντάς τινας τῶν φυγάδων τῶν ὑμετέρων ἐψηφίσαντο, ἐὰν μὴ πρὸ ἡλίου δύντος ἀπαλλάττωνται, πολεμίους κρίνειν. [23] εἶτ᾽ οὐκ αἰσχρόν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, εἰ τὸ μὲν Ἀργείων πλῆθος οὐκ ἐφοβήθη τὴν Λακεδαιμονίων ἀρχὴν ἐν ἐκείνοις τοῖς καιροῖς οὐδὲ τὴν ῥώμην, ὑμεῖς δ᾽ ὄντες Ἀθηναῖοι βάρβαρον ἄνθρωπον, καὶ ταῦτα γυναῖκα, φοβήσεσθε; καὶ μὴν οἱ μὲν ἔχοιεν ἂν εἰπεῖν ὅτι πολλάκις ἥττηνται [ὑπὸ] Λακεδαιμονίων, ὑμεῖς δὲ νενικήκατε μὲν πολλάκις βασιλέα, ἥττησθε δ᾽ οὐδ᾽ ἅπαξ οὔτε τῶν δούλων τῶν βασιλέως οὔτ᾽ αὐτοῦ ᾽κείνου· εἰ γάρ τί που κεκράτηκε τῆς πόλεως βασιλεύς, ἢ τοὺς πονηροτάτους τῶν Ἑλλήνων καὶ προδότας αὐτῶν χρήμασι πείσας ἢ οὐδαμῶς ἄλλως κεκράτηκεν. [24] καὶ οὐδὲ τοῦτ᾽ αὐτῷ συνενήνοχεν, ἀλλ᾽ ἅμ᾽ εὑρήσετ᾽ αὐτὸν τήν τε πόλιν διὰ Λακεδαιμονίων ἀσθενῆ ποιήσαντα καὶ περὶ τῆς αὑτοῦ βασιλείας κινδυνεύσαντα πρὸς Κλέαρχον καὶ Κῦρον. οὔτ᾽ οὖν ἐκ φανεροῦ κεκράτηκεν οὔτ᾽ ἐπιβουλεῦσαι συνενήνοχεν αὐτῷ. ὁρῶ δ᾽ ὑμῶν ἐνίους Φιλίππου μὲν ὡς ἄρ᾽ οὐδενὸς ἀξίου πολλάκις ὀλιγωροῦντας, βασιλέα δ᾽ ὡς ἰσχυρὸν ἐχθρὸν οἷς ἂν προέληται φοβουμένους. εἰ δὲ τὸν μὲν ὡς φαῦλον οὐκ ἀμυνούμεθα, τῷ δ᾽ ὡς φοβερῷ πάνθ᾽ ὑπείξομεν, πρὸς τίνας, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, παραταξόμεθα; |
[22] Έχω ακούσει επανειλημμένα κάποιους να λένε εδώ σε σας ότι, όταν έπεσε συμφορά στη δημοκρατία μας, κάποιοι συμπροθυμήθηκαν να την αποκαταστήσουν. Από αυτούς θα αναφέρω στην παρούσα στιγμή εν συντομία μόνο τους Αργείους. Γιατί δεν θα ήθελα, εσείς που έχετε τη φήμη ότι σώζετε πάντοτε όσους ατυχούν, να φανείτε στην περίπτωση αυτή χειρότεροι από τους Αργείους. Αυτοί, μολονότι κατοικούσαν χώρα γειτονική με τους Λακεδαιμονίους και έβλεπαν εκείνους να εξουσιάζουν σε στεριά και θάλασσα, δεν δίστασαν ούτε και φοβήθηκαν να δείξουν την υποστήριξή τους προς εσάς· αλλά και εξέδωσαν ψήφισμα ότι θα θεωρούσαν εχθρούς τους απεσταλμένους των Λακεδαιμονίων, εάν δεν έφευγαν πριν από τη δύση του ήλιου, οι οποίοι, όπως μας είπαν, είχαν έρθει για να ζητήσουν την παράδοση κάποιων από τους δικούς σας φυγάδες. [23] Δεν είναι λοιπόν ταπεινωτικό, πολίτες Αθηναίοι, αν, τη στιγμή που ο λαός του Άργους δεν φοβήθηκε την εξουσία των Λακεδαιμονίων εκείνη την εποχή ούτε και τη δύναμή τους, σεις, που είστε Αθηναίοι, θα φοβηθείτε έναν βάρβαρο άνθρωπο, και μάλιστα μια γυναίκα; Κι όμως οι Αργείοι θα μπορούσαν να προφασιστούν ότι πολλές φορές έχουν ηττηθεί από τους Λακεδαιμονίους, ενώ εσείς έχετε νικήσει πολλές φορές τον βασιλιά των Περσών και δεν έχετε ηττηθεί ούτε μία φορά ούτε από τους δούλους του Βασιλιά ούτε από αυτόν τον ίδιο. Γιατί, αν ίσως σε κάποια περίσταση έχει αποκτήσει ο Βασιλιάς κάποιο ασήμαντο πλεονέκτημα έναντι της πόλης μας, το πέτυχε δωροδοκώντας τους πιο ελεεινούς από τους Έλληνες και τους προδότες μεταξύ αυτών και ποτέ με κάποιον άλλον τρόπο. |
Το παράδειγμα των Αργείων. —Κανείς φόβος από τον Αρταξέρξη |