Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ
Περὶ τῶν συμμοριῶν (14) (35-40)
[35] Ἡγοῦμαι τοίνυν ἐγὼ ταύτην τὴν τάξιν τοῦ δικαίου καὶ τοὺς μετ᾽ αὐτῆς ὄντας κρείττους τῶν προδοτῶν καὶ τοῦ βαρβάρου ἔσεσθαι πρὸς ἅπαντα. ὥστ᾽ οὔτε φοβεῖσθαί φημι δεῖν πέρα τοῦ μετρίου, οὔθ᾽ ὑπαχθῆναι προτέρους ἐκφέρειν τὸν πόλεμον. καὶ μὴν οὐδὲ τῶν ἄλλων οὐδέν᾽ ἂν εἰκότως Ἑλλήνων φοβηθέντα τὸν πόλεμον τοῦτον ὁρῶ. [36] τίς γὰρ οὐκ οἶδεν αὐτῶν ὅτι, τέως μὲν κοινὸν ἐχθρὸν ἐκεῖνον ὑπειληφότες ὡμονόουν ἀλλήλοις, πολλῶν ἀγαθῶν ἦσαν κύριοι, ἐπειδὴ δὲ φίλον αὐτὸν νομίσαντες αὑτοῖς ὑπάρχειν περὶ τῶν πρὸς ἑαυτοὺς διηνέχθησαν διαφόρων, ὅσ᾽ ἂν οὐδὲ καταρώμενος εὗρέ τις αὐτοῖς, τοσαῦτα πεπόνθασι κακά; εἶθ᾽ ὃν ἡ τύχη καὶ τὸ δαιμόνιον φίλον μὲν ἀλυσιτελῆ, συμφέροντα δ᾽ ἐχθρὸν ἐμφανίζει, τοῦτον ἡμεῖς φοβώμεθα; μηδαμῶς· ἀλλὰ μηδ᾽ ἀδικῶμεν, αὐτῶν ἡμῶν εἵνεκα καὶ τῆς τῶν ἄλλων Ἑλλήνων ταραχῆς καὶ ἀπιστίας· [37] ἐπεὶ εἴ γ᾽ ὁμοθυμαδὸν ἦν μετὰ πάντων ἐπιθέσθαι μόνῳ, οὐδ᾽ ἀδικεῖν ἡμᾶς ἐκεῖνον ἀδίκημ᾽ ἂν ἔθηκα. ἐπειδὴ δὲ τοῦτ᾽ οὐχ οὕτως ἔχει, φυλάττεσθαί φημι δεῖν μὴ πρόφασιν δῶμεν βασιλεῖ τοῦ τὰ δίκαι᾽ ὑπὲρ τῶν ἄλλων Ἑλλήνων ζητεῖν· ἡσυχίαν μὲν γὰρ ἐχόντων ὑμῶν ὕποπτος ἂν εἴη τοιοῦτόν τι πράττων, πόλεμον δὲ ποιησαμένων προτέρων εἰκότως ἂν δοκοίη διὰ τὴν πρὸς ὑμᾶς ἔχθραν τοῖς ἄλλοις φίλος εἶναι βούλεσθαι. [38] μὴ οὖν ἐξελέγξηθ᾽ ὡς κακῶς ἔχει τὰ Ἑλληνικά, συγκαλοῦντες ὅτ᾽ οὐ πείσονται, καὶ πολεμοῦντες ὅτ᾽ οὐ δυνήσεσθε· ἀλλ᾽ ἔχεθ᾽ ἡσυχίαν θαρροῦντες καὶ παρασκευαζόμενοι, καὶ βούλεσθ᾽ ἀπαγγέλλεσθαι μὲν περὶ ὑμῶν πρὸς βασιλέα, μὴ μὰ Δί᾽ ὡς ἀποροῦσιν ἢ φοβοῦνται ἢ θορυβοῦνται πάντες [οἱ Ἕλληνες καὶ Ἀθηναῖοι], πολλοῦ γε καὶ δεῖ· [39] ἀλλ᾽ ὅτι, εἰ μὲν μὴ τοῖς Ἕλλησιν ὁμοίως αἰσχρὸν ἦν τὸ ψεύδεσθαι καὶ ἐπιορκεῖν ὥσπερ ἐκείνῳ καλόν, πάλαι ἂν ἐπ᾽ αὐτὸν ὑμεῖς ἐπορεύεσθε, νῦν δὲ τοῦτο μὲν οὐκ ἂν ποιήσαιτε ὑμῶν ἕνεκ᾽ αὐτῶν, εὔχεσθε δὲ πᾶσι τοῖς θεοῖς τὴν αὐτὴν λαβεῖν παράνοιαν ἐκεῖνον ἥνπερ ποτὲ τοὺς προγόνους αὐτοῦ. καὶ ταῦτ᾽ ἂν ἐπίῃ σκοπεῖν αὐτῷ, οὐκ ὀλιγώρως ὑμᾶς βουλευομένους εὑρήσει. [40] ἐκ μέν γε τῶν πρὸς τοὺς ἑαυτοῦ προγόνους πολέμων σύνοιδε τὴν πόλιν εὐδαίμονα καὶ μεγάλην γεγενημένην, ἐκ δὲ τῆς ἡσυχίας ἧς ἦγέ ποτε, οὐδεμιᾶς τῶν Ἑλληνίδων πόλεων τοσοῦτον ὅσον νῦν ὑπεραίρουσαν. καὶ μὴν καὶ τοὺς Ἕλληνας ὁρᾷ δεομένους ἤτοι τινὸς ἑκουσίου ἢ ἀκουσίου διαλλακτοῦ, τοῦτον δ᾽ αὑτὸν ἂν οἶδε φανέντ᾽ αὐτοῖς, εἰ πόλεμον κινοίη. ὥστε καὶ γνώριμα καὶ πίστ᾽ αὐτῷ τῶν ἀπαγγελλόντων ἀκούειν ἔσται. |
[35] Εγώ λοιπόν νομίζω ότι αυτή η τάξη του δικαίου και όσοι την υιοθετούν είναι ανώτεροι από τους προδότες και τους βαρβάρους σε όλα. Συνεπώς, φρονώ ότι ούτε πρέπει να φοβάστε υπερβολικά ούτε να μπείτε στον πειρασμό πρώτοι εσείς να κηρύξετε τον πόλεμο. Επίσης βλέπω ότι και κανείς από τους άλλους Έλληνες δεν θα είχε λόγο να φοβηθεί αυτόν τον πόλεμο. [36] Γιατί ποιος από αυτούς αγνοεί ότι, όσο καιρό θεωρούσαν τον Βασιλιά κοινό εχθρό και είχαν ομόνοια μεταξύ τους, απολάμβαναν πολλά αγαθά. Ποιος επίσης δεν γνωρίζει ότι, από την ώρα που πίστεψαν ότι αυτός είναι σίγουρος φίλος τους και άρχισαν τις διενέξεις για τα προσωπικά τους συμφέροντα, έχουν πάθει τόσο μεγάλες συμφορές, όσες δεν θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί γι᾽ αυτούς, και αν ακόμη ευχόταν το κακό τους; Είναι σωστό λοιπόν να φοβόμαστε έναν άνθρωπο που η τύχη και ο θεός τον παρουσιάζουν ως φίλο επιβλαβή, αλλά χρήσιμο ως εχθρό; Με κανέναν τρόπο. Αλλά ας μην κάνουμε εμείς την αρχή «χειρών αδίκων» και για το συμφέρον μας και γιατί επικρατεί σύγχυση και δυσπιστία μεταξύ των Ελλήνων γενικώς. [37] Γιατί, αν υπήρχε η δυνατότητα να τον απομονώσουμε και να του επιτεθούμε με μια καρδιά και μια ψυχή μαζί με όλους τους Έλληνες, δεν θα θεωρούσα αυτή μας την ενέργεια ως αδίκημα προς εκείνον. Επειδή όμως αυτό είναι αδύνατο, φρονώ ότι πρέπει να είμαστε προσεκτικοί, ώστε να μην δώσουμε στον Βασιλιά αφορμή να εμφανιστεί υπερασπιστής των δικαίων των υπόλοιπων Ελλήνων. Γιατί αν εσείς παραμένετε ήσυχοι, οποιαδήποτε τέτοια ενέργεια από μέρους του θα κινήσει τις υποψίες· αν όμως εσείς πρώτοι αρχίσετε πόλεμο, τότε εύλογα θα εμφανισθεί ότι επιθυμεί να είναι φίλος των άλλων Ελλήνων εξαιτίας της έχθρας τους προς εσάς. [38] Γι᾽ αυτό, μην αποκαλύψετε την κακή κατάσταση των ελληνικών πραγμάτων καλώντας τους Έλληνες σε συστράτευση όταν δεν πρόκειται να πεισθούν, και ξεκινώντας έναν πόλεμο, όταν δεν διαθέτετε τις απαιτούμενες δυνάμεις· αλλά με ηρεμία και με πίστη συνεχίστε τις προετοιμασίες σας, και να εύχεσθε να φτάσουν στον Βασιλιά πληροφορίες για σας, όχι, μα τον Δία, ότι όλοι, [Έλληνες και ιδιαίτερα οι Αθηναίοι], βρίσκονται σε σύγχυση ή ότι φοβούνται ή ότι είναι θορυβημένοι· κάθε άλλο μάλιστα, [39] αλλά ότι εσείς προ πολλού θα είχατε βαδίσει εναντίον του, αν το ψέμα και η επιορκία δεν ήταν στον ίδιο βαθμό αισχρά για τους Έλληνες όσο έντιμα είναι για εκείνον· ότι αυτήν τη στιγμή δεν θα κάνετε αυτό μόνοι σας, αλλά ότι εύχεσθε σε όλους τους θεούς να τον πιάσει η ίδια τρέλα που είχε πιάσει κάποτε τους προγόνους του. Και αν περάσει από το μυαλό του να εξετάσει αυτά προσεκτικά, θα διαπιστώσει ότι εσείς δεν σκέφτεστε επιπόλαια. [40] Έχει συνειδητοποιήσει ασφαλώς ότι εξαιτίας των πολέμων εναντίον των προγόνων του η πόλη μας έχει γίνει πλούσια και μεγάλη, ενώ από την ησυχία που είχε κατά καιρούς, ποτέ προηγουμένως δεν ξεπέρασε καμιάν από τις ελληνικές πόλεις τόσο όσο σήμερα. Βλέπει επίσης ότι οι Έλληνες έχουν ανάγκη από κάποιον που εκούσια ή ακούσια θα τους συμφιλίωνε, και ως τέτοιος γνωρίζει καλά ότι θα μπορούσε να εμφανιστεί σ᾽ αυτούς ο ίδιος, αν κινούσε πόλεμο. Συνεπώς, οι πληροφορίες που θα του δώσουν οι πράκτορές του θα είναι και γνωστές σ᾽ αυτόν και πιστευτές. |