Με τούτα πλάνησε τον νου της κόρης άθελά της·
τα λόγια αγάπη γέννησαν και πήρε την καρδιά της.
160Αμίλητη, τα μάτια της έγειρε η κόρη κάτω,
τα μάγουλα, που ντροπαλά κοκκίνιζαν, να κρύψει·
κι έξυνε με τ᾽ ακρόχναρο την γη και ντροπιασμένη,
όλο και το χιτώνι της εμάζευε στους ώμους.
Τούτα θα πουν πως άρχισε μια κόρη να συγκλίνει·
165αγκαλιάν μόνον και φιλί σού τάζει η σιωπή κείνη.
Τώρα και το γλυκόπικρο κεντρί του Πόθου εδέχθη
κι άναψ᾽ η κόρη από γλυκιά φωτιά μες στην καρδιά της,
και του Λεάνδρου οι ομορφιές την εψυχομαράναν.
Κείνος, όσο την όψην της σκυφτή καταγής είχε,
170τόσο και δεν εχόρταινε με λιγωμένα μάτια
της κόρης τον χιονόλαιμο ν᾽ ακριβοκαμαρώνει,
ώσπου άνοιξε το στόμα της κι εγλυκαπολογήθη·
και κοκκινάδι απόσταζε ντροπής το πρόσωπό της.
«Ξένε, εσύ με τα λόγια σου θ᾽ ανάγερνες και πέτρα.
175Ποιός σ᾽ έμαθε να λες αυτά τα πλανερά λογάκια;
Ποιός (συμφορά μου) σ᾽ έφερε μες στον δικό μου τόπο;
Μόν᾽ όλα τα ᾽πες άδικα· τι πώς, καλέ, περάτης,
άνθρωπος ξένος κι άπρακτος μαζί μ᾽ εμέ θα σμίξεις;
Να παντρευτούμε φανερά με γάμο τιμημένο
180δεν ημπορούμε· να σ᾽ το πω: δεν θέλουν οι γονιοί μου.
Αν πάλι θέλεις στην Σηστό να πολυμπαινοβγαίνεις,
δεν δύνασαι παραχωστά να κρύβεις την αγάπη·
του κόσμου η γλώσσα το κακό πάντ᾽ αγαπάει να λέει
κι ό,τι σιγά κάμει κανείς μες στα στενά τ᾽ ακούει.
185Μα χάρισέ μου τ᾽ όνομα και τον καλό σου τόπο·
μη μου το κρύψεις· πως με λεν εμένα Ηρώ το ξεύρεις.
Μονή μου ουρανοκόλλητος και βοερός πύργος είναι
και μέσα εκεί μονόψυχη με μιαν κάθομαι βάγια
περίγιαλα και ξέχωρα· κι έχω γειτόνισσά μου
190την θάλασσα όπως ήθελαν οι άσπλαχνοι οι γονιοί μου.
Δεν μου είν᾽ εκεί συνήλικες, ουδέ χοροί δεν είναι,
κι ολήμερα κι ολόνυκτα πάντα δονά στ᾽ αυτιά μου
το βογκητό της θάλασσας, της ανεμοδαρμένης».
Όσο και τα ᾽πεν, έκρυψε την όψη στην ποδιά της
195τι ξαναντράπη μόνη της και καταγνώννει ό,τι είπε.
|