Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Οἰδίπους Τύραννος (190-215)


Ἄρεά τε τὸν μαλερόν, ὃς [στρ. γ] 190
νῦν ἄχαλκος ἀσπίδων
φλέγει με περιβόατος ἀντιάζων,
παλίσσυτον δράμημα νωτίσαι πάτρας
ἄπουρον, εἴτ᾽ ἐς μέγαν
195θάλαμον Ἀμφιτρίτας
εἴτ᾽ ἐς τὸν ἀπόξενον ὅρμων
Θρῄκιον κλύδωνα·
τέλει γάρ, εἴ τι νὺξ ἀφῇ,
τοῦτ᾽ ἐπ᾽ ἆμαρ ἔρχεται·
200τόν, ὦ ‹τᾶν› πυρφόρων
ἀστραπᾶν κράτη νέμων,
ὦ Ζεῦ πάτερ, ὑπὸ σῷ φθίσον κεραυνῷ.

Λύκει᾽ ἄναξ, τά τε σὰ χρυ- [ἀντ. γ]
σοστρόφων ἀπ᾽ ἀγκυλᾶν
205βέλεα θέλοιμ᾽ ἂν ἀδάματ᾽ ἐνδατεῖσθαι
ἀρωγὰ προσταθέντα, τάς τε πυρφόρους
Ἀρτέμιδος αἴγλας, ξὺν αἷς
Λύκι᾽ ὄρεα διᾴσσει·
τὸν χρυσομίτραν τε κικλήσκω,
210τᾶσδ᾽ ἐπώνυμον γᾶς,
οἰνῶπα βάκχον, εὔιον
Μαινάδων ὁμόστολον,
πελασθῆναι φλέγοντ᾽
ἀγλαῶπι ‹. . . . . . . . . .›
215πεύκᾳ ᾽πὶ τὸν ἀπότιμον ἐν θεοῖς θεόν.


190Ο Άρης του χαμού χωρίς ασπίδες χάλκινες [στρ. γ]
θανάτου σέρνοντας βοή με πυρπολεί.
Δώσε να δω τα νώτα του· να πάρει φύσημα
γοργό· τα σύνορα της χώρας να περάσει,
στης Αμφιτρίτης να χωθεί τις αρμυρές σπηλιές
ή να χαθεί στις αφιλόξενες ακτές της Θράκης,
στο μάτι του κυκλώνα.
Όσα τις νύχτες ατέλειωτα μένουν
οι μέρες έρχονται και τα τελειώνουν.
200Συ που κατέχεις την ισχύ της πυρωμένης αστραπής,
πατέρα Δία, ρίξε τον κεραυνό σου
κατακέφαλα και αφάνισέ τον.

Άναξ Απόλλων Λύκειε, [αντ. γ]
αδάμαστα τα βέλη σου σφυρίζοντας να φεύγουν
απ᾽ τη χρυσή χορδή και προστασίας αρωγή
να μας παρέχουν· μαζί και της Αρτέμιδος
η πυροφόρα λάμψη της λαμπάδας
που την κρατεί και κυνηγά στα όρη της Λυκίας.
210Καλώ τον πολιούχο της χώρας, τον Βάκχο,
που έχει την μέθη στα μάτια, στην κεφαλή
διάδημα, το χορευτή, αυτόν που στα βουνά
οδοιπορεί με τις Μαινάδες,
λαμπρός στην όψη σύμμαχος
με το φλεγόμενο δαδί να πυρπολήσει
έναν θεό που στων θεών τη σύναξη τιμή δεν έχει.


190Και τον Άρη τον ασύφταστο που τώρα
δίχως χάλκινες ασπίδες με φλογίζει
βγαίνοντάς μου αντίκρυ μέσα σε βουή και σε κακό,
κάμε τον να στρέψει πλάτη
και το δρόμο του να πάρει
πίσω πάλι από τη χώρα μου μακριά
ή κατά της Αμφιτρίτης το μεγάλο θάλαμο
ή της Θράκης τους κακόξενους κυματόγδαρτους γιαλούς·
γιατί κι ό,τι αφήσ᾽ η μέρα
πάνω του θα πέσ᾽ η νύχτα.
200Αυτόν, ω πατέρα εσύ,
που κυβερνάς τις φοβερές σου
πυροφόρες αστραπές,
αποτέλειωσέ τον, Δία, κάτ᾽ από τον κεραυνό σου.

Λύκειε Απόλλωνα, και σένα θα ζητήσω
βοηθό μου και προστάτη, να σκορπίσουν
από τα χρυσόστροφά σου τόξ᾽ απάνω του πυκνά
τ᾽ ακατέλυτά σου βέλη·
και μαζί κι οι φλογοβόλες
της Αρτέμιδας λαμπάδες, που μ᾽ αυτές
στης Λυκίας τα όρη επάνω γρηγορόδρομη περνά·
και τον με τη χρυσή μίτρα συνονόματο Θεό
210της γης τούτης, Βάκχο, κράζω
το λαμπρόφθαλμο να φτάσει
με τις Μαινάδες συνοδειά
και με φλογισμένη πεύκα
καταπάνω στο Θεό
που καμιά μέσα στους άλλους τους θεούς τιμή δεν έχει.


190Και κάνε ο Άρης ο πυρρός, που ξαρμάτωτος χυμά
τώρα μ᾽ άγριο βουητό και με φλογίζει,
ενάντιο απ᾽ την πατρίδα φύσημα ξανά
να πάρει για το μαύρο
πέλαο της Αμφιτρίτης,
για τ᾽ ανεμόδαρτα της Θράκης
τ᾽ άξενα ακρογιάλια.
Τι αν κάτι αφήσει κι η νυχτιά,
το σαρώνει η μέρα.
Αυτόν, Δία πατέρα,
200που την πύρινη αστραπή
κρατάς, με κεραυνό δικό σου κάψε.

Της Λυκίας άρχοντα, κι εσέ τ᾽ άξια βέλη σου ζητώ
απ᾽ τις χρυσόστριφτες χορδές να ρίξεις
να με βοηθήσεις, και τη λάμψη απ᾽ τους πυρσούς
της Άρτεμης, που παίρνει
μ᾽ αυτούς τα κορφοβούνια.
Κι εσέ, με το χρυσό στεφάνι,
210θρέμμα αυτής της χώρας,
σέ κράζω, φλογομάγουλε
Βάκχε, των Μαινάδων
σύντροφε, με δαδιά
αναμμένα
θεό κυνήγα που οι θεοί μισούνε.