ΧΟΡ. Ω τί σπαραγμός η φωνή του
την ημέρα που γύρισε!
ω τί σπαραγμός, όταν πάνω στο δείπνο
βρόντησε στην κεφαλή του
απ᾽ τ᾽ ολόχαλκ᾽ ο χτύπος πελέκι.
Τον σχεδίασε ο Δόλος,
τον ετέλειωσε ο Έρωτας το φόνο
κι έτσι φριχτά φριχτό σπείρανε τέρας
όποιοι και να ᾽ταν που το ᾽καμαν,
200είτε θεός, είτε άνθρωποι.
ΗΛΕ. Ω απ᾽ όλες η πιο μισημένη
της ζωής μου τις ημέρες εκείνη·
ω νύχτα, ω του ανείπωτου δείπνου
η φρίκη, που ο νους δε χωρεί,
που τον πιο άτιμο αντίκρισε θάνατο
απ᾽ των δυο τους τα χέρια ο πατέρας,
που μου πήραν και μένα μαζί τη ζωή,
που με πρόδωσαν, μ᾽ έχασαν,
που είθε ας τους δώσει ο μεγάλος τού Ολύμπου Θεός
210πάθη να βρουν βαρύποινα
κι ούτε χαράς αναγάλλια ποτέ να γευτούν,
τέτοια που έπραξαν έργα.
ΧΟΡ. Κοίταξε, βάλε στα λόγια σου μέτρο·
δε συλλογιέσαι από ποιές αφορμές
σ᾽ αυτά τώρα κατάντησες,
και σε ποιές συφορές από μόνη σου
έτσι ανάξια πέφτεις;
η ίδια τα πάθη σου επλήθυνες,
που μ᾽ αυτή την αψίθυμη γνώμη σου
πάντα πολέμους γεννάς·
μα με τους δυνατούς
220δεν είναι να πέφτει σ᾽ αμάχη κανείς.
ΗΛΕ.
Η δυστυχία, η δυστυχία μου με ανάγκασε·
ξέρω κι ούτε που αρνούμαι την τρέλα μου,
μα και σ᾽ αυτή την κατάντια μου,
τους ολέθριους για μένα τους θρήνους
δε θενα πάψω ποτέ
όσο που έχω τα μάτια μου ανοιχτά·
γιατί, φίλες καλές μου, από ποιόν
θά ηταν πρόσφορο λόγο ν᾽ ακούσω; από ποιόν,
που τα πράματα κρίνει όπως είναι;
Παρηγορήτρες μου, αφήστε, μα αφήστε με,
230τέτοια αρρώστια δεν ξέρει γιατρειά,
κι᾽ απ᾽ τα πάθη μου αυτά δε θα πάψω ποτέ
έτσι αμέτρητους θρήνους να χύνω.
ΧΟΡ. Μα εγώ, που το καλό σου θέλω,
σου λέω σα μάνα σου πιστή,
να μην προσθέτεις συφορά στη συφορά.
ΗΛΕ.
Και ποιό μέτρο έχει τάχα η συφορά μου;
πώς θενά ηταν καλό να ξεχνάς τους νεκρούς σου;
σε ποιού ανθρώπου εβλάστησε αυτό την καρδιά;
ενός τέτοιου, ας μου ᾽λειπ᾽ εμένα η υπόληψη,
240μήτε θα ᾽θελα, αν είχα κανένα καλό,
να το χαίρομαι αξέγνοιαστα, αν ήταν
ν᾽ απαρνηθώ των γονιών μου τη μνήμη
και τις φτερούγες των θρήνων μου τους κλείσω.
Γιατί αν κείτεται στάχτη στη γης κι ένα τίποτε
ο άθλιός μας νεκρός κι αν το φόνο
δεν πλερώσει με φόνο ο φονιάς,
πάει, χάθηκε κάθε ντροπή,
250κάθ᾽ ευσέβεια πάει απ᾽ τον κόσμο.
|