Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Αἴας (201-262)


ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ ΠΡΩΤΟΝ


ΤΕΚΜΗΣΣΑ
ναὸς ἀρωγοὶ τῆς Αἴαντος,
γενεᾶς χθονίων ἀπ᾽ Ἐρεχθειδᾶν,
ἔχομεν στοναχὰς οἱ κηδόμενοι
τοῦ Τελαμῶνος τηλόθεν οἴκου.
205νῦν γὰρ ὁ δεινὸς μέγας ὠμοκρατὴς
Αἴας θολερῷ
κεῖται χειμῶνι νοσήσας.
ΧΟ. τί δ᾽ ἐνήλλακται τῆς ἠρεμίας
νὺξ ἥδε βάρος;
210παῖ τοῦ Φρυγίου ‹σὺ› Τελεύταντος,
λέγ᾽, ἐπεί σε λέχος δουριάλωτον
στέρξας ἀνέχει θούριος Αἴας·
ὥστ᾽ οὐκ ἂν ἄϊδρις ὑπείποις.
ΤΕΚ. πῶς δῆτα λέγω λόγον ἄρρητον;
215θανάτῳ γὰρ ἴσον πάθος ἐκπεύσῃ.
μανίᾳ γὰρ ἁλοὺς ἡμὶν ὁ κλεινὸς
νύκτερος Αἴας ἀπελωβήθη.
τοιαῦτ᾽ ἂν ἴδοις σκηνῆς ἔνδον
χειροδάικτα σφάγι᾽ αἱμοβαφῆ,
220κείνου χρηστήρια τἀνδρός.

ΧΟ. οἵαν ἐδήλωσας ἀνδρὸς αἴθονος [στρ.]
ἀγγελίαν ἄτλατον οὐδὲ φευκτάν,
225τῶν μεγάλων Δαναῶν ὕπο κλῃζομέναν,
τὰν ὁ μέγας μῦθος ἀέξει.
οἴμοι φοβοῦμαι τὸ προσέρ-
πον. περίφαντος ἁνὴρ
θανεῖται, παραπλάκτῳ
230χερὶ συγκατακτὰς
κελαινοῖς ξίφεσιν βοτὰ καὶ
βοτῆρας ἱππονώμας.

ΤΕΚ. ὤμοι· κεῖθεν κεῖθεν ἄρ᾽ ἡμῖν
δεσμῶτιν ἄγων ἤλυθε ποίμναν·
235ὧν τὰ μὲν ἔσω σφάζ᾽ ἐπὶ γαίας,
τὰ δὲ πλευροκοπῶν δίχ᾽ ἀνερρήγνυ.
δύο δ᾽ ἀργίποδας κριοὺς ἀνελὼν
τοῦ μὲν κεφαλὴν καὶ γλῶσσαν ἄκραν
ῥιπτεῖ θερίσας, τὸν δ᾽ ὀρθὸν ἄνω
240κίονι δήσας
μέγαν ἱπποδέτην ῥυτῆρα λαβὼν
παίει λιγυρᾷ μάστιγι διπλῇ,
κακὰ δεννάζων ῥήμαθ᾽, ἃ δαίμων
κοὐδεὶς ἀνδρῶν ἐδίδαξεν.

ΧΟ. ὥρα τιν᾽ ἤδη κάρα καλύμμασι [ἀντ.] 245
κρυψάμενον ποδοῖν κλοπὰν ἀρέσθαι,
ἢ θοὸν εἰρεσίας ζυγὸν ἑζόμενον
250ποντοπόρῳ ναῒ μεθεῖναι.
τοίας ἐρέσσουσιν ἀπει-
λὰς δικρατεῖς Ἀτρεῖδαι
καθ᾽ ἡμῶν· πεφόβημαι
λιθόλευστον Ἄρη
255ξυναλγεῖν μετὰ τοῦδε τυπείς,
τὸν αἶσ᾽ ἄπλατος ἴσχει.

ΤΕΚ. οὐκέτι· λαμπρᾶς γὰρ ἄτερ στεροπᾶς
ᾄξας ὀξὺς νότος ὣς λήγει,
καὶ νῦν φρόνιμος νέον ἄλγος ἔχει·
260τὸ γὰρ ἐσλεύσσειν οἰκεῖα πάθη,
μηδενὸς ἄλλου παραπράξαντος,
μεγάλας ὀδύνας ὑποτείνει.


ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΠΡΩΤΟ


ΤΕΚΜΗΣΣΑ
Σύντροφοι εσείς στα καράβια του Αίαντα,
της αυτόχθονης γενιάς του Ερεχθέα βλαστάρια,
στεναγμοί μάς βαραίνουν κι εμάς που φροντίζουμε
του Τελαμώνα τον γιο, από το πατρικό του απόμακρα.
Γιατί τώρα, ο δεινός, ο μεγάλος, ο ακατάβλητος
ο Αίας, χτυπημένος σωριάστηκε από μια καταιγίδα
που θολώνει τον νου του.
ΧΟ. Αλλά πώς την ήρεμη μέρα την αντάλλαξε
η νύχτα αυτή με το βάρος της;
210Κόρη εσύ του Φρυγίου Τελεύταντα, μίλησε,
γιατί ήσουν εσύ το αιχμάλωτο ταίρι που αγάπησε
σμίγοντας ο αγέρωχος, ο τίμιος Αίας.
Ό,τι αν πεις, πιο καλά εσύ το γνωρίζεις.
ΤΕ. Αλλά πώς να προφέρω έναν λόγο αμίλητο;
ισοθάνατο πάθος γυρεύεις να μάθεις.
Επειδή στης μανίας πιασμένος το δίχτυ,
μες στη νύχτα αυτή ατιμάστηκε ο τίμιος Αίας.
Και μπορείς να τα δεις στη σκηνή του,
τέτοια σφάγια κομμένα απ᾽ το χέρι του,
βουτηγμένα στο αίμα — θυσία δική του,
220δικός του χαμός.
ΧΟ. Νέο φριχτό, ήρωα λαμπρού μάς φανέρωσες,
άφευκτο, αβάστακτο,
που οι μεγάλοι Δαναοί το διέδωσαν,
και μεγάλος ο λόγος τους γρήγορα τώρα φουσκώνει.
Αλίμονο, το κακό, όταν έρπει σα φίδι, φοβάμαι·
φανερώθηκε τώρα εκείνος, και θα πέσει νεκρός,
230αφού μ᾽ ακυβέρνητο χέρι και μαύρο σπαθί
αδιάκριτα έσφαξε τις βοσκές και τους φύλακες
ΤΕ. Συμφορά. Από εκεί, από κει,
ήρθε κι έφερε το κοπάδι του δέσμιο,
κι άλλα ζώα στης σκηνής του το χώμα
τα σφάζει, άλλων πάλι τη ράχη τους τσάκισε
και στη μέση τα ξέσκισε.
Ξεχωρίζοντας ύστερα δυο κριάρια
ασπρόποδα, του ενός το κεφάλι θερίζοντας
και τη γλώσσα ως τη ρίζα, τ᾽ απόρριξε·
το άλλο ωστόσο στης σκηνής το κοντάρι
240το πρόσδεσε ορθό, και στο χέρι του πιάνοντας
αλογίσιο λουρί, χαλινάρι φαρδύ, το δίπλωσε
και μ᾽ αυτό δυνατά το μαστίγωνε, ενώ βρίζοντας
φώναζε λόγια φριχτά, λόγια δαίμονα,
όχι ανθρώπου.
ΧΟ. Ήρθε η ώρα θαρρώ, ο καθένας
μ᾽ ένα ρούχο να κρύψει το πρόσωπο,
και να πάρει τα πόδια του, να φύγει αθόρυβος.
Ή να πιάσει τη θέση του στον ζυγό
των κουπιών, να δοθεί στο ωκύπορο πλοίο
250που θα σχίσει το πέλαγος.
Γιατί οι δύο Ατρείδες, δίδυμη δύναμη,
απειλές απλωτές τραβούν εναντίον μας.
Τώρα ο βίαιος λιθοβολισμός με τρομάζει, συμπάσχω
αν οι πέτρες με θάψουν μαζί του, μ᾽ αυτόν
που τον βρήκε μια δύσμοιρη τύχη.
ΤΕ. Όχι πια. Καταπώς με το φως αστραπής,
φυσομάνησε φοβερός ο νοτιάς, κι ύστερα
ησύχασε, όμοια τώρα κι εκείνος έχει πια φρονιμέψει,
αλλά νέος πόνος τώρα τον σφάζει· κατάματα
260βλέποντας κάποιος πάθη δικά του, όπου άλλος
συνεργός του δεν βρίσκεται, τεντώνει μ᾽ αυτό
της οδύνης το τόξο στο έπακρο.


ΠΡΩΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ


(Από τη σκηνή εμφανίζεται η Τέκμησσα)
ΤΕΚΜΗΣΣΑ
Εσείς, ναύτες του Αίαντα, βλαστάρια
της φύτρας του Ερεχθέα,
έχουμε στεναγμούς όσοι πονάμε
τα μακρινά του Τελαμώνα σπίτια.
Τι τώρα ο φοβερός, ο πολυδύναμος,
γιγάντιος Αίας είναι σωριασμένος
από το χτύπημα βαριάς αντάρας
που θόλωσε το νου του.
ΧΟΡ. Η νύχτα η περασμένη ποιό κακό
στη θλίψη πρόστεσε της μέρας τούτης;
210Κόρη του Φρύγιου Τελεύταντα,
λέγε μας, γιατί εσένα, σκλάβα του πολέμου,
γυναίκα του σε πήρε ο πολεμόχαρος
Αίαντας, σ᾽ αγαπά και σε τιμάει·
λοιπόν δε θα ᾽σαι ανήξερη για να μας πεις.
ΤΕΚ. Και πώς να ξεστομίσω λόγια
που δεν τα λένε; Συμφορά θ᾽ ακούσεις
όμοια με θάνατο. Μανία
βρήκε τον ξακουστό μας Αίαντα
και τον αφάνισε τη νύχτα.
Τέτοια μες στη σκηνή του
θα δεις αιματοκυλισμένα
σφαχτάρια από το χέρι του κομμάτια,
220θυσίες που ᾽χει κάνει εκείνος.

ΧΟΡ. Τί νέα μας λες για τον αψίκορο
τον άντρα, αβάσταχτα κι όμως αληθινά,
που διαλαλούν των Δαναών οι βασιλιάδες
κι ολοένα η φήμη τα φουντώνει.
Αλίμονο, φοβάμαι αυτό που θα ᾽ρθει·
γιατί ολοφάνερα μπροστά μας
θα χάσει τη ζωή του,
230αφού με το τρελό του χέρι
μαύρο σπαθί βαστώντας έσφαξε
τους αλογάρηδες βοσκούς και τα κοπάδια.
ΤΕΚ. Αχ! από κει, από κει μας ήρθε,
ένα κοπάδι φέρνοντας δεμένο·
κι αφού μέσα το λάγιασε, άλλα ζώα
καταγής τα ᾽σφαζε, κι άλλα πλευροκοπώντας
τα ξέσκιζε στα δυο. Κατόπι
παίρνοντας δυο κριάρια μ᾽ άσπρα πόδια,
την κεφαλή του ενός και σύρριζα τη γλώσσα
κόβει και τις πετά μακριά, και τ᾽ άλλο
240στης σκηνής του ολόρθο το αντιστύλι
το σφιχτοδένει και τρανό λουρί αλογίσο
βαστώντας σα διπλό μαστίγιο λυγερό,
το μαστιγώνει με φριχτές βρισιές, που μόνο
δαίμονας του τις έχει μάθει, όχι θνητός.

ΧΟΡ. Τώρα σκεπάζοντας κανείς το πρόσωπό του,
πρέπει κλεφτά να φύγει ή καθισμένος
στους πάγκους των κουπιών και δυνατά
250λάμνοντας ν᾽ ανοιχτεί με το θαλασσοδρόμιστο
καράβι. Τέτοιες οι διπλόθρονοι Ατρείδες
απανωτές για μας ρίχνουν φοβέρες. Τρέμω
και να τον συμπονέσω, μήπως βρω
το θάνατο με πέτρες χτυπημένος
μαζί μ᾽ αυτόν που μοίρα
τον έχει αδράξει τρομερή.
ΤΕΚ. Όχι· γιατί σαν τον αψύ νοτιά
που ξέσπασε χωρίς αστροπελέκια
φλογάτα, έτσι κι αυτός αιφνίδια ησυχάζει·
και τώρα που ξανάρθε στα μυαλά του,
καινούριες πίκρες έχει·
260όταν κοιτάς τις συμφορές
που μόνος σου έκαμες, χωρίς κανένας
άλλος γι᾽ αυτές να φταίξει, τότε
πόνος μεγάλος σε παιδεύει.


ΠΡΩΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ


ΤΕΚΜΗΣΣΑ
Ναύτες, του Αία σύντροφοι, που απ᾽ τους Ερεχθείδες
βαστάτε, λύπες έχουμε εμείς που τ᾽ αγαπούμε
το σπιτικό του μακρινού του Τελαμώνα ακόμα.
Γιατί τον Αία τον τρανό και τον αντρειωμένο
τον έχει αρρώστια φοβερή σε μαύρη ανεμοζάλη.
ΧΟΡ. Κακό η νύχτα ποιό έφερε στης μέρας τη γαλήνη;
210του Φρυγικού Τελεύταντα, γιά πες μας, θυγατέρα,
όπου γυναίκα σ᾽ έκαμε κονταροκερδισμένη
και την καρδιά του σου ᾽δωκε ο ατρόμαχτος ο Αίας·
κάτι θα ξέρεις να μας πεις κι ανήξερη δεν θα ᾽σαι.
ΤΕΚ. Τα λόγια τ᾽ ανιστόρητα πώς να τα ξεστορίσω;
Γιατί θ᾽ ακούσεις συφορές που ᾽ναι ίσες με τον χάρο.
Τρέλα κακή τον πλάκωσε τον ξακουστό μας Αία,
κι αυτή τη νύχτα γίνηκε περίγελο απ᾽ όλους.
Έτσι, μες στο καλύβι του μπορείς να ιδείς κομμένα
220σφαχτά ολομάτωτα, δουλειές φριχτές αυτού του ανθρώπου.

ΧΟΡ. Μαντάτο ποιό μας έφερες αβάσταχτο και μαύρο
για τον λαμπρό τον άθρωπο που οι Δαναοί το κρένουν,
κι εδώ κι εκεί ξαπλώνεται απ᾽ τα παχιά τα λόγια.
Φοβούμαι εκείνο πὄρχεται ξοπίσω· οϊμέ· ο άντρας
230θα σκοτωθεί ολοφάνερα που το τρελό του χέρι
ζα και βοσκούς κατάκοψε με το σπαθί το μαύρο.
ΤΕΚ. Αχ! από κει ήρθε το λοιπόν, φέρνοντας ζα δεμένα·
άλλα από κείνα τα ᾽σφαζε πάνω στης γης το χώμα
κι άλλα σε δυο τα χώριζε χτυπώντας τα πλευρά τους.
Και δυο κριάρια κάτασπρα πιάνει, και το κεφάλι
του ενού ως και τη γλώσσα του τα κόβει και στην άκρη
240τα πέταξε, τ᾽ άλλο τ᾽ ορθό στον στύλο απάνω δένει
κι αρπάχνει καπιστρόσκοινο, δυο διπλωσές το κάνει
και το χτυπούσε, βρίζοντας με βλαστημιές αντάμα
που κάποιος θεός κι όχι άνθρωπος τον έμαθε να λέει.

ΧΟΡ. Ώρα είναι τώρα ο καθείς το πρόσωπο να κρύψει
και να τραβάει κλεφτά κλεφτά, ή στα κουπιά να κάτσει
250με το θαλασσοτάξιδο καράβι του να φύγει.
Σαν τί φοβέρες και οι δυο Ατρείδες θα μας κάμουν·
μέσα στο πετροβόλημα τρέμω κι εγώ μην πάθω,
μ᾽ αυτόν μαζί, που φοβερή τονε κατέχει μοίρα.
ΤΕΚ. Δεν τον κατέχει πλια· γιατί σαν τη νοτιά έχει πάψει
την άγρια δίχως αστραπές λαμπρές, και στα καλά του
είν᾽ τώρα, μόνε στην καρδιά έχει καινούργιες λύπες.
260Τι να θωρείς τα πάθια σου που τα ᾽χεις καμωμένα
μονάχος, δίχως άλλονε, μεγάλους πόνους φέρνει.