ΞΑΝ. Να ζήσεις. Από δω περνούν κηδείες·
πλήρωσε ένα νεκρό να σου τα πάρει.
ΔΙΟ. Κι αν δεν βρω; ΞΑΝ. Τότε εγώ. ΔΙΟ. Σωστός ο λόγος.
170Περνούνε κιόλα ένα νεκρό, όπως βλέπω.
Ε συ! Σ᾽ εσέ το λέω, τον πεθαμένο.
Μου πας στον Άδη αυτά τα μπογαλάκια;
Ο ΝΕΚΡΟΣ
Πόσα είναι; ΔΙΟ. Νά τα. ΝΕΚ. Δυο δραχμές· τις δίνεις;
ΔΙΟ. Πολλά ζητάς.
ΝΕΚ., στους νεκροφόρους.
Εμπρός, εσείς! ΔΙΟ. Σταμάτα,
καλέ· μπορεί να γίνει συμφωνία.
ΝΕΚ. Ή δυο δραχμές ή κόψε την κουβέντα.
ΔΙΟ. Μια και μισή. ΝΕΚ. Δεν ξαναζωντανεύω,
καλύτερα; ΞΑΝ. Μωρέ ο καταραμένος!
Κοίτ᾽ ακαταδεξιά. Καλέ, άντε χάσου.
Εγώ θα πάω. ΔΙΟ. Είσαι σπουδαίος, λεβέντης.
Μπρος, για τη βάρκα!
ΧΑΡΩΝΑΣ, από μακριά.
180Ωόπ! Για πέσε δίπλα.
ΞΑΝ. Ετούτο τί είναι; ΔΙΟ. Η λίμνη, μα το Δία,
που ᾽λεγε ο Ηρακλής· βλέπω και βάρκα.
ΞΑΝ. Νά κι ο Χάρωνας, μα τον Ποσειδώνα.
ΔΙΟ. Χάρωνα, γεια χαρά· Χάρωνα, χαίρε.
ΧΑΡ., που στο αναμεταξύ πλησίασε και διπλάρωσε τη βάρκα του.
Ποιός για τα Ησυχαστήρια, από μπελάδες
και σκοτούρες μακριά; Ποιός για τον Κάμπο
της Λησμονιάς; Ποιός είναι για τον τόπο
της Γαϊδουροκουράς, για τους Κερβέριους,
ή για το Ταίναρο, ή για τα Κοράκια;
ΔΙΟ. Εγώ. ΧΑΡ. Μπρος, μπαίνε. ΔΙΟ. Αλήθεια, στα Κοράκια
θα πιάσεις, λες; ΧΑΡ. Ναι, για δικιά σου χάρη.
190Έμπα, έλα. ΔΙΟ. Δούλε, εδώ! ΧΑΡ. Δεν παίρνω δούλο,
εξόν για το πετσί του αν έχει λάβει
μέρος στη ναυμαχία. ΞΑΝ. Δεν πήρα μέρος
εγώ στη ναυμαχία· πονόματο είχα.
ΧΑΡ. Τότε θα πας ακρολιμνιά, ένα γύρο.
ΞΑΝ. Και πού θα καρτερώ; ΧΑΡ. Στο Ξερολίθι,
κοντά στα Ησυχαστήρια. ΔΙΟ. Ξέρεις; ΞΑΝ. Ξέρω.
Τι κακό συναπάντημα είχα τάχα;
Φεύγει.
ΧΑΡ. Κάθισε στο κουπί. — Ποιός άλλος είναι
για ταξίδι; Να τρέξει. — Ε συ, τί κάνεις;
ΔΙΟ. Κάθισα στο κουπί, όπως μου ᾽πες· τί άλλο;
200ΧΑΡ. Κάθισε δω, βρε κοιλαρά. ΔΙΟ. Νά, ορίστε.
ΧΑΡ. Τα χέρια εμπρός, και τέντωνέ τα. ΔΙΟ. Ορίστε.
ΧΑΡ. Μην κάνεις τον κουτό, γερά αντιπάτα
και λάμνε. ΔΙΟ. Πώς να λάμνω; Εγώ δεν ξέρω
από θάλασσες, πλοία και Σαλαμίνες.
ΧΑΡ. Με μεγάλη ευκολία· μόλις αρχίσεις,
κάτι σκοπούς ωραίους θ᾽ ακούσεις. ΔΙΟ. Τίνων;
ΧΑΡ. Βατράχων κύκνων μελωδίες εξαίσιες.
ΔΙΟ. Μπρος, δίνε το ρυθμό. ΧΑΡ. Ωοπόπ, ωοπόπ.
|