ΤΣΑ. Έχεις δίκιο που αυτό το κατακρίνεις.
Τί λες λοιπόν να κάμουμε; ΠΙΣ. Νά! Ιδρύστε
μια χώρα. ΤΣΑ. Εμείς πουλιά, σαν τί είδους χώρα
να ιδρύσουμε μπορούμε; ΠΙΣ. Αλήθεια; Λόγος
ανόητος που σου ξέφυγε απ᾽ το στόμα!
Γιά κοίτα κάτω. ΤΣΑ. Βλέπω. ΠΙΣ. Κοίτα πάνω.
ΤΣΑ. Βλέπω. ΠΙΣ. Γιά φέρε βόλτα το λαιμό σου.
ΤΣΑ. Αν στραβολαιμιαστώ, τί ωραία που θα ᾽ναι!
ΠΙΣ. Είδες τίποτε; ΤΣΑ. Ναι, ουρανό και νέφη.
ΠΙΣ. Αυτός δεν είναι των πουλιών ο χώρος;
180ΤΣΑ. Χώρος; Τι χώρος; ΠΙΣ. Σα να λέμε τόπος·
αλλά επειδή όλα μέσα του χωρούνε
και προχωρούν, γι᾽ αυτό τον λέμε χώρο.
Τώρα, αν τον χτίσετε, αν τον φράξετε όλον,
αντίς για χώρο θα τον λένε χώρα.
Κι έτσι, όπως είστε αφέντες των ακρίδων,
θα γίνετε κι αφέντες των ανθρώπων,
κι οι θεοί θα εξοντωθούν από την πείνα.
ΤΣΑ. Και πώς αυτό; ΠΙΣ. Νά! Ανάμεσα στη γη
και στους θεούς είναι, θαρρώ, ο αέρας.
Λοιπόν, όπως εμείς απ᾽ την Αθήνα,
σα θέλουμε να πάμε στους Δελφούς,
απ᾽ τους Βοιωτούς ζητούμε να επιτρέψουν
το πέρασμα, έτσι, αν δεν πληρώνουν φόρο
190οι θεοί σ᾽ εσάς, θυσίες σα θα προσφέρνουν
σ᾽ αυτούς οι ανθρώποι, εσείς μέσ᾽ απ᾽ το χάος
κι ανάμεσ᾽ απ᾽ τη χώρα σας, που θα ᾽ναι
ξένη γι᾽ αυτούς, την άδεια δε θα δίνετε
να πάει στους θεούς η κνίσα της θυσίας.
ΤΣΑ. Βάι βάι!
Μά τη γη, μά τα δίχτυα, μά τα βρόχια,
μα τις καπάντζες, πιο έξυπνο εγώ σχέδιο
δεν άκουσα ποτέ μου· αν σύμφωνα είναι
και τ᾽ άλλα τα πουλιά, μαζί σου αμέσως
εγώ ιδρυτής θα γίνω αυτής της χώρας.
ΠΙΣ. Και ποιός σ᾽ αυτά θα εισηγηθεί το θέμα;
ΤΣΑ. Εσύ. Τη γλώσσα την κατέχουν· τόσα
200χρόνια μαζί τους, τους την έχω μάθει,
ενώ ήταν βαρβαρόφωνα πριν έρθω.
ΠΙΣ. Μπορείς να τα μαζέψεις; ΤΣΑ. Εύκολο είναι.
Νά, μπαίνω εδώ στο σύδεντρο, ευθύς κιόλας,
ξυπνώ και την αηδόνα μου, και τότε
τα κράζουμε· το λάλημα των δυο μας
μόλις ακούσουν, θά ᾽ρθουνε τρεχάτα.
ΠΙΣ. Μη στέκεσαι λοιπόν, ω φίλτατο όρνιο·
θερμοπαρακαλώ, στο σύδεντρο έμπα
γοργά γοργά και ξύπνα την αηδόνα.
|