Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΕΟΚΡΙΤΟΣ

Εἰδύλλια (2.1-2.16)


2. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΡΙΑ


Πᾷ μοι ταὶ δάφναι; φέρε, Θεστυλί. πᾷ δὲ τὰ φίλτρα;
στέψον τὰν κελέβαν φοινικέῳ οἰὸς ἀώτῳ,
ὡς τὸν ἐμὸν βαρὺν εὖντα φίλον καταδήσομαι ἄνδρα,
ὅς μοι δωδεκαταῖος ἀφ᾽ ὧ τάλας οὐδὲ ποθίκει,
5 οὐδ᾽ ἔγνω πότερον τεθνάκαμες ἢ ζοοὶ εἰμές,
οὐδὲ θύρας ἄραξεν ἀνάρσιος. ἦ ῥά οἱ ἀλλᾷ
ᾤχετ᾽ ἔχων ὅ τ᾽ Ἔρως ταχινὰς φρένας ἅ τ᾽ Ἀφροδίτα.
βασεῦμαι ποτὶ τὰν Τιμαγήτοιο παλαίστραν
αὔριον, ὥς νιν ἴδω, καὶ μέμψομαι οἷά με ποιεῖ.
10 νῦν δέ νιν ἐκ θυέων καταδήσομαι. ἀλλά, Σελάνα,
φαῖνε καλόν· τὶν γὰρ ποταείσομαι ἅσυχα, δαῖμον,
τᾷ χθονίᾳ θ᾽ Ἑκάτᾳ, τὰν καὶ σκύλακες τρομέοντι
ἐρχομέναν νεκύων ἀνά τ᾽ ἠρία καὶ μέλαν αἷμα.
χαῖρ᾽, Ἑκάτα δασπλῆτι, καὶ ἐς τέλος ἄμμιν ὀπάδει,
15 φάρμακα ταῦτ᾽ ἔρδοισα χερείονα μήτε τι Κίρκας
μήτε τι Μηδείας μήτε ξανθᾶς Περιμήδας.


2. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΡΙΑΙ


Θέστυλι, πού ᾽ν᾽ οι δάφνες μου και πού τα μαγικά μου;
Με πρόβειο κόκκινο μαλλί στόλισε τη λεκάνη,
αυτόν που με βαρέθηκε να τον μαγέψω πάλι.
Δώδεκα μέρες πέρασαν, ούτ᾽ ήρθε κι ούτ᾽ εφάνη,
5ούτε και ξέρει ο άκαρδος αν ζούμε ή αν δε ζούμε,
ούτ᾽ έκρουσε την πόρτα μου δώδεκα μέρες τώρα.
Ω! δίχως άλλο ο Έρωτας κι η πονηρή Αφροδίτη
θα του σηκώσαν το μυαλό κι έπιασεν άλλη αγάπη.
Ταχιά θα πάω να τονε βρω μονάχη στην παλαίστρα
και θα του παραπονεθώ για όσο κακό μου κάνει.
10Τώρα μ᾽ ευωδιαστούς καπνούς θενά του κάνω μάγια.
Σελήνη, αθόρυβη θεά, φέγγε γλυκά και λάμπε·
στα μάγια πριν καταπιαστώ θα τραγουδήσω εσένα
και την Εκάτη που ᾽ρχεται μέσ᾽ απ᾽ της γης τα σπλάχνα
και τριγυρνά στα μνήματα και την φοβούνται οι σκύλοι.
Ω! χαίρε, Εκάτη τρομερή, παρακαλώ σε, Εκάτη,
συντρόφεψε και βόηθα μας απ᾽ την αρχή ως το τέλος
15και κάνε και τα μάγια μας όμοια μ᾽ αυτά της Κίρκης,
κατώτερα να μη γενούν απ᾽ της Μηδείας τα μάγια
μηδ᾽ απ᾽ τα μάγια της ξανθής εκείνης Περιμήδης.


2. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΡΙΑΙ


ΜΑΓΙΣΣΕΣ

ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΜΙΜΟΥ: Σιμαίθα, νέα, Θεστυλίδα, δούλη της, ηλικιωμένη.
Στην αυλή του σπιτιού της Σιμαίθας. Νύχτα με φεγγάρι. Κάτω είναι στημένος ο μαγικός τροχός με καρφωμένη πάνω του σταυρωτά τη μαγική «ίυγγα», μια σουσουράδα δηλαδή ξερή πια. Κοντά στον τροχό αναμμένη φωτιά. Μιλεί η Σιμαίθα. Η Θεστυλίδα είναι άφωνο πρόσωπο.

Οι δάφνες πού είναι; Φέρ᾽ τες, Θεστυλίδα. Πού είναι
τα μαγικά; Με πορφυρό μαλλί προβάτου
ζώσε τα χείλια εδώ της κούπας, να μαγέψω
τον άντρα που αγαπώ και τώρα με παιδεύει.

Η Θεστυλίδα φέρνει δάφνες, μαλλί βαμμένο πορφυρό, αλεύρι, πίτουρα, ένα κέρινο ανθρωπάκι και ένα αγγείο με υγρά για σπονδές. Ζώνει με το μαλλί τα χείλια της κούπας. Η Σιμαίθα γυρίζοντας τον τροχό εξακολουθεί.

Δώδεκα μέρες σήμερα είναι που δεν ήρθε,
5αν ζούμε ή αν πεθάναμε δε ρώτησε, ούτε
την πόρτα μου ο σκληρός δε χτύπησε· το νου του
Έρωτας κι Αφροδίτη αλλού γοργά έχουν σύρει.
Εγώ αύριο στου Τιμάγητου το γυμναστήριο
θα πάω να τονε δω, να τον μαλώσω για όσα
μου κάνει, σήμερα όμως θα τον αμποδέσω
10με μάγια· δυνατά, Σελήνη μου, εσύ φέγγε·
σ᾽ εσένα, θεά, το σιγαλό θα λέω τραγούδι,
μα και στης μαύρης γης την Εκάτη, που εκείνη
και τα σκυλιά την τρέμουν, ως περνά απ᾽ τους τάφους
των πεθαμένων κι απ᾽ το μαύρο ανάμεσα αίμα.
Εκάτη τρομερή, σε χαιρετώ· ως το τέλος
κοντά μου στάσου εσύ, και κάμε αυτά τα μάγια
15να ᾽ναι έτσι δυνατά σαν που ήτανε της Κίρκης
και της ξανθής της Περιμήδης και της Μήδειας.