2. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΡΙΑΙ ΜΑΓΙΣΣΕΣ
ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΜΙΜΟΥ: Σιμαίθα, νέα, Θεστυλίδα, δούλη της, ηλικιωμένη.
Στην αυλή του σπιτιού της Σιμαίθας. Νύχτα με φεγγάρι. Κάτω είναι στημένος ο μαγικός τροχός με καρφωμένη πάνω του σταυρωτά τη μαγική «ίυγγα», μια σουσουράδα δηλαδή ξερή πια. Κοντά στον τροχό αναμμένη φωτιά. Μιλεί η Σιμαίθα. Η Θεστυλίδα είναι άφωνο πρόσωπο.
Οι δάφνες πού είναι; Φέρ᾽ τες, Θεστυλίδα. Πού είναι
τα μαγικά; Με πορφυρό μαλλί προβάτου
ζώσε τα χείλια εδώ της κούπας, να μαγέψω
τον άντρα που αγαπώ και τώρα με παιδεύει.
Η Θεστυλίδα φέρνει δάφνες, μαλλί βαμμένο πορφυρό, αλεύρι, πίτουρα, ένα κέρινο ανθρωπάκι και ένα αγγείο με υγρά για σπονδές. Ζώνει με το μαλλί τα χείλια της κούπας. Η Σιμαίθα γυρίζοντας τον τροχό εξακολουθεί.
Δώδεκα μέρες σήμερα είναι που δεν ήρθε,
5αν ζούμε ή αν πεθάναμε δε ρώτησε, ούτε
την πόρτα μου ο σκληρός δε χτύπησε· το νου του
Έρωτας κι Αφροδίτη αλλού γοργά έχουν σύρει.
Εγώ αύριο στου Τιμάγητου το γυμναστήριο
θα πάω να τονε δω, να τον μαλώσω για όσα
μου κάνει, σήμερα όμως θα τον αμποδέσω
10με μάγια· δυνατά, Σελήνη μου, εσύ φέγγε·
σ᾽ εσένα, θεά, το σιγαλό θα λέω τραγούδι,
μα και στης μαύρης γης την Εκάτη, που εκείνη
και τα σκυλιά την τρέμουν, ως περνά απ᾽ τους τάφους
των πεθαμένων κι απ᾽ το μαύρο ανάμεσα αίμα.
Εκάτη τρομερή, σε χαιρετώ· ως το τέλος
κοντά μου στάσου εσύ, και κάμε αυτά τα μάγια
15να ᾽ναι έτσι δυνατά σαν που ήτανε της Κίρκης
και της ξανθής της Περιμήδης και της Μήδειας.
|