ΚΟΤΤΑΛΟΣ
Μη, Λαμπρίσκε, ικετεύω, μη,
στο όνομα των Μουσών, στα γένια σου,
στη ζωή του Κοτταλάκου·
μη με δείρεις με το τσουχτερό, αλλά με το άλλο.
‹ΛΑ.› Είσαι πονηρός, Κότταλε, και κανένας,
ακόμη και για πούλημα να σε είχε,
75λόγο καλό για σένα δεν θα ᾽βρισκε,
ούτε στον τόπο όπου τα ποντίκια τρων το σίδερο.
ΚΟ. Σε ικετεύω, Λαμπρίσκε,
πόσες σκοπεύεις να μου ρίξεις, πόσες;
‹ΛΑ.› Ρώτησε αυτήν, όχι εμένα.
‹ΚΟ.› Ωχ! Πόσες θα μου δώσετε;
80‹ΜΗ.› Ζωή να ᾽χω, όσες αντέξει το βρομοτόμαρό σου.
‹ΚΟ.› Σταμάτα· φτάνει, Λαμπρίσκε,
‹ΛΑ.› Σταμάτα και εσύ να κάνεις βρομοδουλειές.
‹ΚΟ.› Δεν θα ξανακάνω, δεν θα ξανακάνω·
ορκίζομαι, Λαμπρίσκε, στις αγαπημένες Μούσες.
ΛΑ. Μια γλώσσα που την έχεις του λόγου σου.
85Έτσι και ξανακάνεις κιχ, σου βάζω κατευθείαν το φίμωτρο.
ΚΟ. Κοίτα, σωπαίνω. Μη με σκοτώσεις, σε ικετεύω.
ΛΑ. Αφήστε τον, Κόκκαλε.
ΜΗ. Δεν πρέπει να σταματήσεις, Λαμπρίσκε.
Δείρ᾽ τον ώσπου να δύσει ο ήλιος.
‹ΛΑ. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . ›
ΜΗ. Στην πονηρία όμως
είναι παρασάγγες πιο μπροστά και από την αλεπού
90και πρέπει —εν ανάγκη και πάνω από το βιβλίο του ο χαμένος—
να φάει τουλάχιστον άλλες είκοσι,
ακόμα και αν πρόκειται να διαβάσει καλύτερα
και από την ίδια την Κλειώ.
‹ΚΟ.› Χα, χά !
‹ΛΑ.› Είθε η γλώσσα σου να πλυθεί στο μέλι, έστω και εν αγνοία σου.
‹ΜΗ.› Θα πάω στο σπίτι, Λαμπρίσκε,
95θα πω τα καθέκαστα στον γέροντα
—στερνή μου γνώση—
και θα γυρίσω με αλυσίδες,
για να τον βλέπουνε οι Μούσες που τις μίσησε
να πηδά εδώ μέσα πεδουκλωμένος.
|