Κι ο Δίας ο πατέρας άλλο γένος, τρίτο, θνητών ανθρώπων
χάλκινο έφτιαξε, σε τίποτα όμοιο με το αργυρό,
από μελιά, δεινό και δυνατό. Αυτούς του Άρη
τα έργα τους νοιάζανε τα πολυστέναχτα κι οι βιαιότητες,
δεν τρώγανε ψωμί, μα είχανε καρδιά γενναιόψυχη από αδάμαντα,
οι απλησίαστοι. Μεγάλη είχανε δύναμη κι ανίκητα τα χέρια τους
φυτρώναν απ᾽ τους ώμους τους πάνω στα στιβαρά τους μέλη.
150Χάλκινα ήταν τα όπλα τους, τα σπίτια χάλκινα,
με το χαλκό δουλεύανε. Το μαύρο σίδερο ακόμη δεν υπήρχε.
Κι αυτοί από τα δικά τους χέρια σκοτωμένοι
πήγαν στου κρυερού του Άδη τη μουχλιασμένη οικία,
άδοξοι. Ο θάνατος, κι ας ήταν φοβεροί,
τους πήρε ο μαύρος και το λαμπρό το φως του ήλιου αφήσανε.
Όμως αφού κι αυτό το γένος το σκέπασε το χώμα,
ένα άλλο πάλι, τέταρτο, επάνω στην πολύτροφη τη γη
ο Δίας, ο γιος του Κρόνου, έφτιαξε, πιο δίκαιο κι ανώτερο,
το θείο γένος των ηρώων. Λέγονται αυτοί ημίθεοι,
160η προηγούμενη από μας γενιά πάνω στη γη τη δίχως όρια.
Και τούτος ο κακός ο πόλεμος και η φοβερή η μάχη
άλλους κάτω απ᾽ τα τείχη της Θήβας της εφτάπυλης, στη γη του Κάδμου,
τους αφάνισε, καθώς για του Οιδίποδα τα ποίμνια πολεμούσαν,
κι άλλους με πλοία κι επάνω από της θάλασσας το μέγα χάσμα
οδηγώντας τους στην Τροία για χάρη της καλλίκομης Ελένης.
Άλλους εκεί τους σκέπασε το τέλος του θανάτου
κι άλλους ξέχωρα απ᾽ τους ανθρώπους ζωή και τόπο ο Δίας τούς έδωσε,
ο γιος του Κρόνου, στα πέρατα της γης τούς έβαλε να μένουν.
Και κατοικούν ξένοιαστη έχοντας καρδιά
170στις νήσους των μακάρων, πλάι στον Ωκεανό με τη βαθιά τη δίνη,
μακάριοι ήρωες που η σιτοδότρα γη τούς δίνει
γλυκό σαν μέλι τον καρπό που θάλλει τρεις φορές το χρόνο,
[μακριά από τους αθανάτους. Σ᾽ εκείνους βασιλεύει ο Κρόνος,
γιατί τον ελευθέρωσε ο ίδιος ο πατέρας των θεών και των ανθρώπων.
Τώρα πια έχει μέσα σ᾽ αυτούς τιμές, καθώς ταιριάζει.
Κι ο Δίας πάλι άλλο γένος έφτιαξε θνητών ανθρώπων,
απ᾽ τους οποίους έχουν γεννηθεί οι τωρινοί πάνω στη σιτοδότρα γη.]
|