Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΣΙΟΔΟΣ

Ἔργα καὶ Ἡμέραι (143-173ε)


Ζεὺς δὲ πατὴρ τρίτον ἄλλο γένος μερόπων ἀνθρώπων
χάλκειον ποίησ᾽, οὐκ ἀργυρέῳ οὐδὲν ὁμοῖον,
145 ἐκ μελιᾶν, δεινόν τε καὶ ὄβριμον, οἷσιν Ἄρηος
ἔργ᾽ ἔμελε στονόεντα καὶ ὕβριες, οὐδέ τι σῖτον
ἤσθιον, ἀλλ᾽ ἀδάμαντος ἔχον κρατερόφρονα θυμόν.
ἄπλαστοι· μεγάλη δὲ βίη καὶ χεῖρες ἄαπτοι
ἐξ ὤμων ἐπέφυκον ἐπὶ στιβαροῖσι μέλεσσι.
150 τῶν δ᾽ ἦν χάλκεα μὲν τεύχεα, χάλκεοι δέ τε οἶκοι,
χαλκῷ δ᾽ εἰργάζοντο· μέλας δ᾽ οὐκ ἔσκε σίδηρος.
καὶ τοὶ μὲν χείρεσσιν ὑπὸ σφετέρῃσι δαμέντες
βῆσαν ἐς εὐρώεντα δόμον κρυεροῦ Ἀίδαο,
νώνυμνοι· θάνατος δὲ καὶ ἐκπάγλους περ ἐόντας
155 εἷλε μέλας, λαμπρὸν δ᾽ ἔλιπον φάος ἠελίοιο.
Αὐτὰρ ἐπεὶ καὶ τοῦτο γένος κατὰ γαῖα κάλυψεν,
αὖτις ἔτ᾽ ἄλλο τέταρτον ἐπὶ χθονὶ πουλυβοτείρῃ
Ζεὺς Κρονίδης ποίησε, δικαιότερον καὶ ἄρειον,
ἀνδρῶν ἡρώων θεῖον γένος, οἳ καλέονται
160 ἡμίθεοι, προτέρη γενεὴ κατ᾽ ἀπείρονα γαῖαν.
καὶ τοὺς μὲν πόλεμός τε κακὸς καὶ φύλοπις αἰνὴ
τοὺς μὲν ὑφ᾽ ἑπταπύλῳ Θήβῃ, Καδμηίδι γαίῃ,
ὤλεσε μαρναμένους μήλων ἕνεκ᾽ Οἰδιπόδαο,
τοὺς δὲ καὶ ἐν νήεσσιν ὑπὲρ μέγα λαῖτμα θαλάσσης
165 ἐς Τροίην ἀγαγὼν Ἑλένης ἕνεκ᾽ ἠυκόμοιο.
ἔνθ᾽ ἦ τοι τοὺς μὲν θανάτου τέλος ἀμφεκάλυψε,
τοῖς δὲ δίχ᾽ ἀνθρώπων βίοτον καὶ ἤθε᾽ ὀπάσσας
168 Ζεὺς Κρονίδης κατένασσε πατὴρ ἐς πείρατα γαίης.
καὶ τοὶ μὲν ναίουσιν ἀκηδέα θυμὸν ἔχοντες
170 ἐν μακάρων νήσοισι παρ᾽ Ὠκεανὸν βαθυδίνην,
ὄλβιοι ἥρωες, τοῖσιν μελιηδέα καρπὸν
173 τρὶς ἔτεος θάλλοντα φέρει ζείδωρος ἄρουρα.
173α {τηλοῦ ἀπ᾽ ἀθανάτων, τοῖσιν Κρόνος ἐμβασιλεύει.
173β αὐτὸς γάρ μ]ιν ἔλυσε πα[τὴρ ἀνδρῶ]ν τε θε[ῶν τε.
173γ νῦν δ᾽ ἤδη] μετὰ τοῖς τιμὴ[ν ἔ]χει ὡς ἐπιεικές.
173δ Ζεὺς δ᾽ αὖτ᾽ ἄ]λλο γένος θῆ[κεν μερόπων ἀνθρώπων,
173ε τῶν οἳ νῦ]ν γεγάασιν ἐπὶ [ζείδωρον ἄρουραν.}


Κι ο Δίας ο πατέρας άλλο γένος, τρίτο, θνητών ανθρώπων
χάλκινο έφτιαξε, σε τίποτα όμοιο με το αργυρό,
από μελιά, δεινό και δυνατό. Αυτούς του Άρη
τα έργα τους νοιάζανε τα πολυστέναχτα κι οι βιαιότητες,
δεν τρώγανε ψωμί, μα είχανε καρδιά γενναιόψυχη από αδάμαντα,
οι απλησίαστοι. Μεγάλη είχανε δύναμη κι ανίκητα τα χέρια τους
φυτρώναν απ᾽ τους ώμους τους πάνω στα στιβαρά τους μέλη.
150Χάλκινα ήταν τα όπλα τους, τα σπίτια χάλκινα,
με το χαλκό δουλεύανε. Το μαύρο σίδερο ακόμη δεν υπήρχε.
Κι αυτοί από τα δικά τους χέρια σκοτωμένοι
πήγαν στου κρυερού του Άδη τη μουχλιασμένη οικία,
άδοξοι. Ο θάνατος, κι ας ήταν φοβεροί,
τους πήρε ο μαύρος και το λαμπρό το φως του ήλιου αφήσανε.
Όμως αφού κι αυτό το γένος το σκέπασε το χώμα,
ένα άλλο πάλι, τέταρτο, επάνω στην πολύτροφη τη γη
ο Δίας, ο γιος του Κρόνου, έφτιαξε, πιο δίκαιο κι ανώτερο,
το θείο γένος των ηρώων. Λέγονται αυτοί ημίθεοι,
160η προηγούμενη από μας γενιά πάνω στη γη τη δίχως όρια.
Και τούτος ο κακός ο πόλεμος και η φοβερή η μάχη
άλλους κάτω απ᾽ τα τείχη της Θήβας της εφτάπυλης, στη γη του Κάδμου,
τους αφάνισε, καθώς για του Οιδίποδα τα ποίμνια πολεμούσαν,
κι άλλους με πλοία κι επάνω από της θάλασσας το μέγα χάσμα
οδηγώντας τους στην Τροία για χάρη της καλλίκομης Ελένης.
Άλλους εκεί τους σκέπασε το τέλος του θανάτου
κι άλλους ξέχωρα απ᾽ τους ανθρώπους ζωή και τόπο ο Δίας τούς έδωσε,
ο γιος του Κρόνου, στα πέρατα της γης τούς έβαλε να μένουν.
Και κατοικούν ξένοιαστη έχοντας καρδιά
170στις νήσους των μακάρων, πλάι στον Ωκεανό με τη βαθιά τη δίνη,
μακάριοι ήρωες που η σιτοδότρα γη τούς δίνει
γλυκό σαν μέλι τον καρπό που θάλλει τρεις φορές το χρόνο,
[μακριά από τους αθανάτους. Σ᾽ εκείνους βασιλεύει ο Κρόνος,
γιατί τον ελευθέρωσε ο ίδιος ο πατέρας των θεών και των ανθρώπων.
Τώρα πια έχει μέσα σ᾽ αυτούς τιμές, καθώς ταιριάζει.
Κι ο Δίας πάλι άλλο γένος έφτιαξε θνητών ανθρώπων,
απ᾽ τους οποίους έχουν γεννηθεί οι τωρινοί πάνω στη σιτοδότρα γη.]