ΦΑΙΔΡΑ
Το κορμί μου κρατάτε! Κι απάνου
το κεφάλι μου ορθώστε, κοπέλες.
Μου λυθήκαν οι αρμοί των μελών μου.
200Τα χυτά μου βραχιόνια βαστάτε,
το κεφάλι βαραίνει μου η μπόλια.
Λύστε τήνε κι απλώστε στους ώμους
τα μαλλιά μου.
ΤΡΟ. Θάρρος, τέκνο, και μην κουλουριάζεις
το κορμί σου ασυγκράτητα. Θέλουν
ησυχία, πομονή τ᾽ αρρωστέματα.
Έτσι το ᾽χει γραμμένον η μοίρα
των θνητών: να υποφέρουν.
ΦΑΙ. Αχ, πώς θα ᾽θελα να ᾽πινα λίγο
δροσονέρι καθάριο από βρύση
210και στη ρίζα μιας λεύκας γερμένη,
σε λιβάδι ισκιερό, να ησυχάσω.
ΤΡΟ. Αχ παιδάκι μου, σώπα, μη λες
τέτοια λόγια τρελά μπρος στον κόσμο!
ΦΑΙ. Σε βουνό και σε δάσο όλο πεύκα
να με πάτε, όπου τρέχουν ακράτητες
λαγωνίκες κι αρπάζουνε λάφια
παρδαλά. Πώς, θεοί μου, κι εγώ
λαχταράω τα σκυλιά να χουγιάξω,
220κολλητά στα ξανθά μου μελίγγια
κοφτερό να ζυγιάσω κοντάρι,
να πετύχω τ᾽ αγρίμια.
ΤΡΟ. Μα τί τρέλα και τούτη, παιδί μου
κι η ψυχή σου κυνήγια ονειρεύεται
και ποθείς βρυσομάνας κρυονέρι!
Στην πλαγιά του βουνού, δω κοντά
στο παλάτι, τρεχούμενα πλήθος
τα νερά και μπορείς να χορτάσεις.
ΦΑΙ. Αχ Αρτέμιδ᾽ αφέντρα της Λίμνης,
(του σταδίου που ᾽ναι πλάι στ᾽ ακροθάλασσο)
κι απ᾽ αλόγων τρεχάματα σειέται·
230να μπορούσα να πάγαινα εκεί
να δαμάσω πουλάρια βενέτικα!
ΤΡΟ. Μα τί λόγια τρελά ξεστομίζεις;
Μια κυνήγια ζητάς στο βουνό,
μια πουλάρια να τρέχεις στην άμμο.
Μοναχά κάποιος μάντης μεγάλος
θα μπορούσε να βρει ποιός θεός
σου ταράζει τα φρένα.
|