ΓΕΛ. Στη θάλασσα που εδώ χτυπάει, περνώντας
260τις Συμπληγάδες, βάζαμε τα βόδια,
θρεφτά του λόγγου· εκεί ᾽ναι μια κουφάλα,
σκαμμένη απ᾽ τις φουρτούνες μες στο βράχο,
σκεπή για τους ψαράδες της πορφύρας.
Ένας μας, γελαδάρης, είδε μέσα
δυο νέους, κι ακροπατώντας ήρθε πίσω
και λέει σ᾽ εμάς· «Δε βλέπετε; θεοί ᾽ναι,
δεν ξέρω ποιοί, που κάθονται.» Ένας άλλος
δικός μας, θεοφοβούμενος, τους βλέπει,
τα χέρια υψώνει και μια δέηση κάνει:
270«Ω γιε της Λευκοθέας της πελαγίσιας,
σώστη των πλοίων, Παλαίμονά μου αφέντη,
γίνε ίλεος· μα κι εσείς, Διόσκουροί μου,
αν είστ᾽ εσείς που κάθεστε στους βράχους,
ή του Νηρέα χαρές, που είν᾽ ο πατέρας
χορού πενήντα ευγενικών Νηρηίδων.»
Μα ένας άλλος μας, άπιστος κι αυθάδης
απ᾽ την ασέβεια, γέλασε για τούτη
τη δέηση κι είπε, ναυτικοί πως θα ήταν
καραβοτσακισμένοι, που θ᾽ ακούσαν
για το έθιμο να σφάζουμε τους ξένους
και κάθονταν στο σπήλιο από το φόβο·
είπαμε οι πιο πολλοί πως είχε δίκιο
και να τους κυνηγήσουμε για σφάγια
280της θεάς μας, όπως είναι ο ντόπιος νόμος.
Φεύγει απ᾽ το βράχο ωστόσο ο ένας ξένος,
τινάζει πάνω κάτω το κεφάλι,
βογκάει, τρέμουν τα χέρια του, τον πιάνει
μανία, και κράζει κυνηγός σα να ᾽ναι:
«Βλέπεις, Πυλάδη, αυτή; και τούτη του Άδη
δε βλέπεις τη δρακόντισσα, που θέλει
να με σκοτώσει, αρματωμένη ως είναι
με οχιές φριχτές που ενάντια μου τις στρέφει;
Και η άλλη, απ᾽ το χιτώνα της φυσώντας
φωτιά και φόνο, κοίτα, φτερολάμνει
στην αγκαλιά τη μάνα μου κρατώντας,
290για να τη ρίξει πάνω μου κοτρόνα.
Θα με σκοτώσει· αχ, πού να φύγω;» Ωστόσο
καμιά μορφή από τούτες δε φαινόταν·
των δαμαλιών μουγκρίσματα, των σκύλων
γαβγίσματα, γι᾽ αυτόν τα ουρλιάσματα ήταν
που, καθώς λένε, βγάζουν οι Ερινύες.
Εμείς, βουβοί, ζαρώσαμε στην άκρη,
σα για θάνατο· εκείνος ξεσπαθώνει
κι ως λιοντάρι χιμώντας στα δαμάλια
χτυπά με το σπαθί, πλευρά, λαγόνια,
με την ιδέα πως αντιστέκεται έτσι
300στις Ερινύες· και βάφτηκε αίμα η άπλα
της θάλασσας. Ως βλέπει πια ο καθένας
τα βόδια του να πέφτουν, να χαλιούνται,
άρματ᾽ αδράχνει και μαζεύει ντόπιους
φυσώντας σε κοχύλες· δεν είν᾽ άξιοι,
κρίναμε, γελαδάρηδες ανθρώποι
με ξένους νέους κι αντρείους να παραβγούνε.
Και γίναμε πολλοί σε λίγην ώρα.
Πέρασε η κρίση της μανίας, και πέφτει
μ᾽ αφρούς στο στόμα ο ξένος· βλέποντάς τον
νά πέφτει απά στην ώρα, όλοι βαλθήκαν
310από μακριά ή κοντά να τον βαρούνε.
Σφόγγιζε τους αφρούς του ο άλλος ξένος
και τον γνοιαζόταν, κι έβαζε μπροστά του
ωραίο κρουστό υφαντό, να τον σκεπάσει·
είχε απ᾽ τη μια το νου του στις ριξιές μας
και φρόντιζε απ᾽ την άλλη για το φίλο.
Ορθός πηδάει, στα σύγκαλά του, ο ξένος,
κι ως βλέπει να πλακώνει οχτρών φουρτούνα
και να σιμώνει το κακό, βογκάει·
κι εμείς, άλλοι από δω άλλοι κείθε ορμώντας,
320γραμμή πετροβολούμε· τότε ακούστη
το φοβερό του πρόσταγμα: «Πυλάδη,
ο θάνατός μας βέβαιος, αλλά να ᾽ναι
τιμημένος· ξεσπάθωσε κι ακλούθα.»
Σαν είδαμε τα δυο σπαθιά να παίζουν,
πιάσαμε τα βραχόσπαρτα φαράγγια.
Μα αν φεύγαν μερικοί, ζυγώνανε άλλοι
και ρίχνανε· αν αυτούς μπροστά τούς βάζαν,
όσοι είχαν φύγει πριν ξαναρχινούσαν
το πετροβολητό· μα απίστευτο είναι·
χιλιάδες χέρια, και δεν βρέθηκε ένας
της θεάς τα σφαχτάρια να πετύχει.
330Και τέλος δεν τους βάλαμε στο χέρι
με την αντρεία· τους ζώσαμε ένα γύρο,
και τα σπαθιά τούς πέσανε απ᾽ τα χέρια,
που οι πέτρες τα παράλυσαν· στο χώμα
γονάτισαν κατάκοποι· στο ρήγα
τούς πήγαμε, κι αυτός, μόλις τους είδε,
πρόσταξε ευθύς σ᾽ εσέ να οδηγηθούνε,
να γίνει ο ραντισμός τους και η σφαγή τους.
Τέτοια να δέεσαι να ᾽ρχονται απ᾽ τα ξένα,
κοπέλα μου, σφαχτά· αν ξεκάνεις τέτοιους,
το φόνο σου η Ελλάδα θα πλερώσει,
που ᾽θελε να σε σφάξει στην Αυλίδα.
340ΚΟΡ. Παράξενη είναι η τρέλα του Έλληνα, όποιος
και να ᾽ναι, που στον άξενο ήρθε πόντο.
|