Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Ἰφιγένεια ἡ ἐν Αὐλίδι (253-302)


Βοιωτῶν δ᾽ ὅπλισμα πόντιον [στρ. γ]
πεντήκοντα νῆας εἰδόμαν
255σημείοισιν ἐστολισμένας·
τοῖς δὲ Κάδμος ἦν
χρύσεον δράκοντ᾽ ἔχων
ἀμφὶ ναῶν κόρυμβα·
Λήιτος δ᾽ ὁ γηγενὴς
260ἆρχε ναΐου στρατοῦ·
Φωκίδος δ᾽ ἀπὸ χθονὸς
Λοκρὰς δὲ τοῖσδ᾽ ἴσας ἄγων
ναῦς ‹ἦλθ᾽› Οἰλέως τόκος κλυτὰν
Θρονιάδ᾽ ἐκλιπὼν πόλιν.

Μυκήνας δὲ τᾶς Κυκλωπίας [ἀντ. γ]
266παῖς Ἀτρέως ἔπεμπε ναυβάτας
ναῶν ἑκατὸν ἠθροϊσμένους·
σὺν δ᾽ Ἄδραστος ἦν
ταγός, ὡς φίλος φίλῳ,
270τᾶς φυγούσας μέλαθρα
βαρβάρων χάριν γάμων
πρᾶξιν Ἑλλὰς ὡς λάβοι.
ἐκ Πύλου δὲ Νέστορος
Γερηνίου κατειδόμαν
275πρύμνας σῆμα ταυρόπουν ὁρᾶν,
τὸν πάροικον Ἀλφεόν.

Αἰνιάνων δὲ δωδεκάστολοι [στρ. δ]
νᾶες ἦσαν, ὧν ἄναξ
Γουνεὺς ἆρχε· τῶνδε δ᾽ αὖ πέλας
280Ἤλιδος δυνάστορες,
οὓς Ἐπειοὺς ὠνόμαζε πᾶς λεώς·
Εὔρυτος δ᾽ ἄνασσε τῶνδε,
λευκήρετμον δ᾽ Ἄρη
Τάφιον ἦγεν, ὧν Μέγης ἄνασσε,
285Φυλέως λόχευμα,
τὰς Ἐχίνας λιπὼν
νήσους ναυβάταις ἀπροσφόρους.

Αἴας δ᾽ ὁ Σαλαμῖνος ἔντροφος [ἀντ. δ]
290δεξιὸν κέρας †πρὸς τὸ λαιὸν ξυνᾶγε†,
τῶν ἆσσον ὥρμει πλάταισιν
ἐσχάταισι συμπλέκων
δώδεκ᾽ εὐστροφωτάταισι ναυσίν· ὡς
ἄιον καὶ ναυβάταν
295εἰδόμαν λεών·
ᾧ τις εἰ προσαρμόσει
βαρβάρους βάριδας,
νόστον οὐκ ἀποίσεται,
ἐνθάδ᾽ οἷον εἰδόμαν
300νάιον πόρευμα,
τὰ δὲ κατ᾽ οἴκους κλύουσα συγκλήτου
μνήμην σώζομαι στρατεύματος.


Κι είδα των Βοιωτών το στόλο·
πλεούμενα ήτανε πενήντα,
στολισμένα με σημάδια·
είχανε τον Κάδμο πάνω
στ᾽ ακροστόλια, εκεί στις πρύμες,
με χρυσό στα χέρια φίδι·
της γης φύτρο ο Λήιτος, ήταν
260αρχηγός αυτού του στόλου·
κι απ᾽ το Θρόνιο, πολιτεία
ξακουσμένη, ο γιος του Οιλέα
ήρθε με άλλα τόσα πλοία,
φωκικά και λοκρικά.

Κι από την κυκλώπεια ήρθε
τη Μυκήνα ο γιος του Ατρέα·
κείθε οι άντρες στα εκατό του
πλοία· κι ο Άδραστος μαζί του
ήταν αρχηγός, σα φίλος,
γδικιωμό να λάβ᾽ η Ελλάδα
270για μια που ᾽φυγε απ᾽ το σπίτι
βάρβαρο ακλουθώντας άντρα.
Απ᾽ την Πύλο ήρθ᾽ ο Γερήνιος
Νέστορας· στου πλοίου την πρύμη
είχε σήμα —με όψη ταύρου—
το γειτονικό Αλφειό.

Δώδεκα ήταν των Αινιάνων τα καράβια,
κι ο Γουνέας, ο βασιλιάς τους, αρχηγός·
280και της Ήλιδας κοντά τους οι αφεντάδες,
που Επειούς τους έκραζε όλος ο λαός,
και τον Εύρυτο είχαν τούτοι βασιλιά·
των Ταφίων των πολεμόχαρων το στόλο
—άσπρα πλοία— τον κυβερνούσε ο βασιλιάς τους,
του Φυλέα ο γιος, ο Μέγης,
που ήρθε από τις Εχινάδες,
για τους ναύτες κακοζύγωτα νησιά.
Αραγμένος πιο κοντά στο αριστερό,
ένωνε την άκρη αυτή
290με την άλλη, τη δεξιά,
ο Αίας, παιδί της Σαλαμίνας,
με τα δώδεκα που αφέντευε καράβια,
γοργοκίνητα σκαριά.

Τέτοιος είναι ο στόλος που είδα,
που τον είχα και πρωτύτερ᾽ ακουστά·
αν κανείς σ᾽ αυτόν αντίκρυ,
τέτοια που είδα πελαγόδρομα καράβια,
των βαρβάρων παρατάξει τα σκαφίδια,
δε θα δει πατρίδα πια.
300Για το σύσμιχτο στρατό
κι άλλα μου είπανε σαν ήμουν στην πατρίδα
και στη μνήμη μου όλα τώρα τα κρατώ.