ΧΟΡ. Άραγε οι καλοί άνθρωποι δεν βρίσκουν στα λόγια
μια σωτηρία, κι ας είν᾽ κανείς κακός στο λέγειν;
ΛΥΚ. Συ λέγε μου όσα λόγια σ᾽ έχουν πυργωμένο,
κι εγώ αντίς λόγια κακό θα σου κάμω τώρα.
Εμπρός, διατάζω, άλλοι από σας στον Ελικώνα
240κι άλλοι στου Παρνασσού πηγαίνοντας τα δάση
κόψετε δρυών κορμούς και φέρτε τους στην πόλη
κι απανωτά φορτώνοντας στον βωμό ξύλα
ανάψτε τα κορμιά και κάψτε αυτωνών όλων,
έτσι να μάθουν πως δεν είναι ο αποθαμένος
της χώρας τούτης βασιλιάς, μα γω είμαι τώρα.
Και σεις, γέροι, που εις τις γνώμες μου είσαστ᾽ ενάντιοι,
όχι μονάχα του Ηρακλή τα παιδιά τώρα
θα κλάψετε, μα και του παλατιού την τύχη,
250όταν θα πάθει τίποτε, και θα θυμάστε
τη βασιλεία μου όλοι, γεννημένοι δούλοι!
ΧΟΡ. Ω σεις, γέννα της γης, που σας έσπειρε ο Άρης
ξεδοντίζοντας του δράκοντα το σαγόνι,
τα ραβδιά, στηρίγματα των δεξιών σας χεριών σας,
δεν θα σηκώστε και τ᾽ ανόσιό του κεφάλι
δεν θα ματώστε, που, χωρίς να ᾽ναι Καδμείος,
χειρότερος όλων των ξένων βασιλεύει;
Μα εμένα δεν θα μ᾽ εξουσιάσεις με χαρά σου
κι ούτε θ᾽ αρπάξεις των χεριών μου όλους τους κόπους.
260Άι χάσου όθε μας ήρθες κι όσο θες κει βρίζε,
γιατί όσον καιρό ζω δεν θέλεις συ σκοτώσει
τα τέκνα του Ηρακλή· γιατί σε τόσο βάθος
δεν κρύφτηκεν αφήνοντάς τα έρμα εδώ πέρα.
Γιατί, ενώ συ κατάστρεψες τη χώρα, εκείνος
που την ωφέλησεν άξια δεν παίρνει χάρη·
μήπως κάμνω τίποτε πολύ, ευεργετώντας
τους πεθαμένους φίλους, που χρεία από φίλους έχουν;
Ω δεξιό χέρι, πώς ποθείς ν᾽ αδράξεις τώρα
το δόρυ, μα σου φεύγει αδύναμός σου ο πόθος!
270Γιατί αλλιώς θα σου το ᾽κοβα να με λες δούλο
και με τιμή θα κατοικούσαμε στη Θήβα,
οπού τη χαίρεσαι γιατί μυαλό δεν έχει,
από στάσ᾽ υποφέρνοντας και κακή σκέψη.
|