ΠΡΩΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΧΟΡ. Η αδερφή της μάνας σου η Ελένη,
φταίει για τις τόσες συμφορές που βρήκαν
τους Έλληνες και το δικό σου σπίτι.
(Η Ηλέκτρα αιφνιδιάζεται από την απροσδόκητη εμφάνιση του Ορέστη και του Πυλάδη).
ΗΛΕ. Άα! φίλες, σταματάω τους θρήνους. Κάποιοι
ξένοι, κρυμμένοι εδώ κοντά στο σπίτι,
βγαίνουν απ᾽ την κρυψώνα τους· μπρος, τρέχα
στον δρόμο εσύ κι εγώ μες στην καλύβα
φεύγοντας, να σωθούμε απ᾽ τους κακούργους.
220ΟΡΕ. Μα στάσου, δύστυχη, μη με φοβάσαι.
ΗΛΕ. Ω! Φοίβε, σου προσπέφτω μη με σφάξουν.
ΟΡΕ. Μακάρι να θανάτωνα άλλους πιότερο
σε μένα μισητούς παρά σε σένα.
ΗΛΕ. Φύγε κι ό,τι δεν πρέπει μην αγγίζεις.
ΟΡΕ. Τίποτα πιο σωστό απ᾽ το να σ᾽ αγγίξω.
ΗΛΕ. Γιατί εδώ πλάι με σπαθί με παραμονεύεις;
ΟΡΕ. Στάσου ν᾽ ακούσεις, δίκιο θα μου δώσεις.
ΗΛΕ. Στα χέρια σου είμαι, είσαι ο δυνατότερος.
ΟΡΕ. Ήρθα φέρνοντας νέα του αδερφού σου.
ΗΛΕ. Καλέ μου, τάχα ζει ή πάει στον Άδη;
230ΟΡΕ. Ζει· πρώτα θέλω τα ευχάριστα ν᾽ ακούσεις.
ΗΛΕ. Να ᾽χεις καλό για τα γλυκά σου λόγια.
ΟΡΕ. Αυτό και για τους δυο μας λέω να γίνει.
ΗΛΕ. Σε ποιά πικρή εξορία πλανιέται ο δόλιος;
ΟΡΕ. Μαραίνεται απ᾽ τη μια πόλη στην άλλη.
ΗΛΕ. Το καθημερινό του δεν του λείπει;
ΟΡΕ. Το ᾽χει, μα είναι αδύναμος ο εξόριστος.
ΗΛΕ. Για ποιά λοιπόν αιτία σε στέλνει εκείνος;
ΟΡΕ. Να μάθει αν ζεις, και πώς περνά η ζωή σου.
ΗΛΕ. Κοίτα λοιπόν πώς έχω μαραζώσει.
240ΟΡΕ. Σε λιώσαν τόσο οι πίκρες, που λυπάμαι.
ΗΛΕ. Και τα μαλλιά μου ολότελα κομμένα.
ΟΡΕ. Σε τρώει ο πόνος του αδερφού και του πατέρα.
ΗΛΕ. Άαχ! τί πιο απ᾽ αυτούς αγαπημένο;
ΟΡΕ. Ώω! Για τον αδερφό σου τί πιστεύεις;
ΗΛΕ. Μακριά μου εκείνος και όχι εδώ να με συντρέξει.
ΟΡΕ. Κι απόμακρα απ᾽ την πόλη γιατί μένεις;
ΗΛΕ. Γάμο θανάσιμο έχω κάνει, ξένε.
ΟΡΕ. Θρηνώ τον αδερφό σου. Πήρες Μυκηναίο;
ΗΛΕ. Όχι όποιον θα ᾽θελε ο γονιός να πάρω.
250ΟΡΕ. Λέγε μου να τα πω στον αδερφό σου.
ΗΛΕ. Εδώ στο σπίτι του, μακριά απ᾽ την πόλη, μένω.
ΟΡΕ. Τέτοιο καλύβι σε σκαφτιά ή τσοπάνο αξίζει.
ΗΛΕ. Φτωχός, καλή η γενιά του κι έχει σέβας.
ΟΡΕ. Και ποιός ο σεβασμός του αντρός σου;
ΗΛΕ. Δεν τόλμησε το στρώμα μου ν᾽ αγγίξει.
ΟΡΕ. Μην έχει τάμα στους θεούς ή δεν σε θέλει;
ΗΛΕ. Δεν στέργει να ντροπιάσει τους γονιούς μου.
ΟΡΕ. Πώς δεν σε χάρηκε, μια και σε πήρε;
ΗΛΕ. Δεν λογαριάζει αφέντη αυτόν που μ᾽ έδωσε.
260ΟΡΕ. Κατάλαβα· την τιμωρία φοβάται του Ορέστη.
ΗΛΕ. Κι αυτό φοβάται, μα είναι μυαλωμένος.
|