ΕΚΑΒΗ
Λοιπόν, αφέντη,
τί λες, δεν αποδείχνεσαι κακός, με τούτα
που μελετάς για μένα, όταν από μένα
είδες τέτοιο καλό; κι όχι καλό δεν μου κάνεις
παρά όσο μπορείς πιο πολύ με βασανίζεις.
Αχάριστη γενιά είστ᾽ εσείς
που των ρητόρων τη δόξα ζηλεύετε. Να μη σας ξέρω·
που αν βλάφτετε τους φίλους δεν σας νοιάζει, φτάνει
να λέτε εκείνο που τα πλήθη ευχαριστεί.
Και τί εξυπνάδα ήταν αυτή που σκέφτηκαν
κι αποφασίσαν να σκοτώσουν την παιδούλα;
Τί δηλαδή; Το χρέος τούς αναγκάζει
260στην ανθρωποσφαγή πάνω στον τάφο,
εκεί που βόδια ταίριαζε να σφάξουν;
Ή, τάχα, ο Αχιλλέας, για να εκδικηθεί
τους φονιάδες του, πρόσταξε τον θάνατό της;
Όμως αυτή σε τίποτα δεν του ᾽χει φταίξει.
Αν την Ελένη γύρευε σφαχτό στον τάφο του,
τότε μάλιστα,
γιατί αυτή τον κατάστρεψε φέρνοντάς τον στην Τροία.
Κι αν πρέπει κάποια σκλάβα διαλεχτή,
ξεχωριστή στην ομορφιά, να πεθάνει,
εμείς δεν έχουμε καμιά δουλειά· πανέμορφη είναι
η κόρη του Τυνδάρου και πολύ περσότερο
270φταίχτρα από μας· αυτά είχα να σου πω
το δίκιο υπερασπίζοντας. Όσο για κείνα
που σα χρέος σού γυρεύω και που πρέπει
να μου τα δώσεις, άκουσέ τα.
Άγγιξες, όπως λες, το χέρι μου, προσπέφτοντας,
κι αυτό το γέρικο πρόσωπο· λοιπόν,
με τη σειρά μου προσπέφτω κι εγώ και σ᾽ αγγίζω,
κι αξιώνω από σένανε την ίδια χάρη,
μη, σε ικετεύω, μου αρπάξεις το τέκνο απ᾽ τα χέρια,
μην το σκοτώσετε· αρκετοί ᾽ναι οι νεκροί μου.
Μ᾽ αυτήν βρίσκω χαρά, τις συμφορές μου ξεχνώ.
280Μες στα τόσα δεινά μου είναι μια παρηγόρια.
Είναι η πατρίδα, είναι αυτή που με τρέφει,
το αποκούμπι μου, αυτή που μου δείχνει τον δρόμο.
Σωστό δεν είναι οι δυνατοί να δυναστεύουν
όπου δεν πρέπει, ούτ᾽ εκείνοι
που σήμερα ευτυχούνε να νομίζουν
πως θα ευτυχούνε πάντα· ήμουν κι εγώ
κάποτ᾽ ευτυχισμένη, τώρα πια δεν είμαι
κι όλα μου τα καλά σε μια μέρα χαθήκαν.
Φίλε μου ευγενικέ, δείξε σε μένα
λίγο σέβας ή έστω, λίγη συμπόνια
και πες στους Αχαιούς πως θα ᾽ταν κρίμα
γυναίκες να σκοτώσουνε, που πρώτα,
όταν απ᾽ τους βωμούς τις αρπάξατε,
290τους δείξατε σπλαχνιά. Άλλωστε, ο νόμος,
στον τόπο σας, είναι ίδιος, καθώς άκουσα,
και για τους λεύτερους και για τους δούλους,
αν πρόκειται να κρίνετε ένα φόνο.
Μα κι αν αλλιώς έχουν τα πράγματα,
θα τους πείσει, νομίζω,
η υπόληψή σου. Ο ίδιος λόγος, ειπωμένος
από τον ξακουστό ή από τον τιποτένιο,
την ίδια δύναμη δεν έχει.
ΧΟΡΟΣ
Ω, δεν θα υπάρχει ανθρώπινη καρδιά
τόσο σκληρή, που αδάκρυτη θα μείνει
ακούγοντας τον θρήνο και το βογκητό σου.
|