Έρχεται η Κασσάντρα χορεύοντας έναν τρελό χορό· φορεί δάφνινο στεφάνι και είναι στολισμένη με άσπρες ταινίες· έχει κρεμασμένο πάνω της ένα μεγάλο κλειδί και κρατάει αναμμένο δαυλό.
ΚΑΣΣΑΝΤΡΑ
Ψηλά κρατάτε, φέγγετε ω!
Φέρνω φως, αγιάζω, φωτίζω,
γιά ιδές, γιά ιδές,
με λαμπάδες αυτό το ναό.
310Ω Υμέναιε, Υμέναιε αφέντη!
Μακάριος ο γαμπρός,
μακάρια κι εγώ, που νυφούλα πηγαίνω
στ᾽ Άργους το ρήγα τον τρανό.
Υμέναιε, Υμέναιε.
Αφού όλο κλαις, μανούλα, εσύ
το σκοτωμένο μου πατέρα
και την πατρίδα τη χρυσή,
του γάμου μου το φως αυτό
320τ᾽ ανάβω εγώ και το κρατώ
να λαμπαδιάσει πέρα ώς πέρα,
να φέξει, φλόγες να πετάξει·
είναι, μανούλα, η νυφική
λαμπάδα μου, η παρθενική,
κατά το νόμο και την τάξη,
κι εσέ τη δίνω, Υμέναιε, νά τη,
τη δίνω και σ᾽ εσένα, Εκάτη.
Σέρνε, έλα, σέρνε το χορό,
πήδα —μπρος!— ψηλά στον αέρα,
ευάν, ευοί,
όπως πριν στον παλιό τον καιρό,
στις λαμπρές του πατέρα μου μέρες.
Ιερός είν᾽ ο χορός·
ω σέρνε τον, Φοίβε, για μέ την ιέρεια
330μες στο δαφνόζωστο ναό.
Υμέναιε, Υμέναιε.
Έμπα, μανούλα, στο χορό·
τα βήματά σου στα δικά μου
μια δω μια κει, να σε χαρώ,
μανούλα, ρύθμιζε· για ιδές!
Και με χαρές και με κραυγές
πείτε τραγούδι εσείς του γάμου,
κορίτσια της Φρυγίας· τιμήστε,
λαμπροντυμένες γιορτινά,
τη νύφη· και το βασιλιά,
Τρωαδιτοπούλες, τραγουδήστε
που όρισε η Μοίρα και τον δίνει
340γαμπρό στη νυφική μου κλίνη.
|