ΙΠ. Εξάπαντος κανένας· αλλιώς η δουλειά μου θα ήταν τιποτένια, [287a] να την κάνει όποιος όποιος. ΣΩ. Ωραία, μά την Ήρα, τα λες, Ιππία, φτάνει να μπορέσουμε τον άνθρωπο αυτόν να τον βάλουμε κάτω. Έχεις καμιάν αντίρρηση να πάρω εγώ τη θέση εκείνου, και όταν εσύ αποκρίνεσαι να σου αντιμιλώ, ώστε να με μορφώσεις όσο γίνεται καλύτερα; Κάτι ξέρω από αντιλογίες. Αν λοιπόν δεν σε νοιάζει, λέω να σου αντιμιλώ, για ν᾽ αποχτήσω πιο στέρεη γνώση. ΙΠ. Και δεν αντιμιλείς! Όπως σου είπα τώρα δα, δεν [287b] είναι και πολύ μεγάλο αυτό που με ρωτάς. Εγώ θα μπορέσω να σε διδάξω να αποκρίνεσαι και σε πολύ πιο δύσκολα από αυτό πράγματα — τόσο που κανένας άνθρωπος να μην μπορεί να σε βάζει μπροστά. ΣΩ. Αχ, τί καλά που μιλείς! Τότε, αφού και συ μου το λες, έλα να γίνω, όσο μπορώ, εκείνος και να δοκιμάζω να σε ρωτώ. Αν του απάγγελνες το λόγο αυτόν που λες για τις όμορφες απασχολήσεις, εκείνος ακούγοντάς τον, μόλις θα σταματούσες να μιλείς, πρώτα απ᾽ όλα θα ρωτούσε όχι για τίποτε άλλο παρά για το όμορφο —αυτό [287c] το συνήθειο έχει— και θα έλεγε: Ηλείε ξένε, οι δίκαιοι δεν είναι με τη δικαιοσύνη που γίνονται δίκαιοι; Δώσε απόκριση, Ιππία, σαν να σε ρωτάει εκείνος. ΙΠ. Θα αποκριθώ, ότι με τη δικαιοσύνη. ΣΩ. Είναι κατιτί λοιπόν αυτό, η δικαιοσύνη. Ή όχι; ΙΠ. Και βέβαια. ΣΩ. Λοιπόν με τη σοφία είναι και οι σοφοί σοφοί και με το αγαθό όλα τα αγαθά αγαθά. Έτσι; ΙΠ. Πώς όχι; ΣΩ. Και αυτά είναι βέβαια κάτι που υπάρχει· γιατί εξάπαντος δεν είναι κάτι που δεν υπάρχει. ΙΠ. Είναι βέβαια κάτι που υπάρχει. ΣΩ. Λοιπόν και όλα τα όμορφα με το όμορφο [287d] είναι όμορφα. Έτσι; ΙΠ. Ναι, με το όμορφο. ΣΩ. Με το όμορφο, που είναι κάτι που υπάρχει. Ή όχι; ΙΠ. Που υπάρχει. Πώς αλλιώς; ΣΩ. Πες μου λοιπόν, ξένε, θα πει, τούτο το όμορφο τί είναι; ΙΠ. Εκείνος που το ρωτάει αυτό, Σωκράτη, δεν γυρεύει να μάθει άλλο τίποτα παρά τί είναι όμορφο. Έτσι δεν είναι; ΣΩ. Δεν το πιστεύω. Εκείνο που ρωτάει, Ιππία, είναι τί είναι το όμορφο. ΙΠ. Και σε τί ξεχωρίζει το ένα από το άλλο; ΣΩ. Σε τίποτα, φαντάζεσαι; ΙΠ. Μα δεν ξεχωρίζουν σε τίποτα!
|