Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Ἀπολογία Σωκράτους (24b-26a)


Περὶ μὲν οὖν ὧν οἱ πρῶτοί μου κατήγοροι κατηγόρουν αὕτη ἔστω ἱκανὴ ἀπολογία πρὸς ὑμᾶς· πρὸς δὲ Μέλητον τὸν ἀγαθὸν καὶ φιλόπολιν, ὥς φησι, καὶ τοὺς ὑστέρους μετὰ ταῦτα πειράσομαι ἀπολογήσασθαι. αὖθις γὰρ δή, ὥσπερ ἑτέρων τούτων ὄντων κατηγόρων, λάβωμεν αὖ τὴν τούτων ἀντωμοσίαν. ἔχει δέ πως ὧδε· Σωκράτη φησὶν ἀδικεῖν τούς τε νέους διαφθείροντα καὶ θεοὺς οὓς ἡ πόλις [24c] νομίζει οὐ νομίζοντα, ἕτερα δὲ δαιμόνια καινά. τὸ μὲν δὴ ἔγκλημα τοιοῦτόν ἐστιν· τούτου δὲ τοῦ ἐγκλήματος ἓν ἕκαστον ἐξετάσωμεν.
Φησὶ γὰρ δὴ τοὺς νέους ἀδικεῖν με διαφθείροντα. ἐγὼ δέ γε, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ἀδικεῖν φημι Μέλητον, ὅτι σπουδῇ χαριεντίζεται, ῥᾳδίως εἰς ἀγῶνα καθιστὰς ἀνθρώπους, περὶ πραγμάτων προσποιούμενος σπουδάζειν καὶ κήδεσθαι ὧν οὐδὲν τούτῳ πώποτε ἐμέλησεν· ὡς δὲ τοῦτο οὕτως ἔχει, πειράσομαι καὶ ὑμῖν ἐπιδεῖξαι. καί μοι δεῦρο, ὦ Μέλητε, εἰπέ· ἄλλο τι ἢ [24d] περὶ πλείστου ποιῇ ὅπως ὡς βέλτιστοι οἱ νεώτεροι ἔσονται;
Ἔγωγε.
Ἴθι δή νυν εἰπὲ τούτοις, τίς αὐτοὺς βελτίους ποιεῖ; δῆλον γὰρ ὅτι οἶσθα, μέλον γέ σοι. τὸν μὲν γὰρ διαφθείροντα ἐξευρών, ὡς φῄς, ἐμέ, εἰσάγεις τουτοισὶ καὶ κατηγορεῖς· τὸν δὲ δὴ βελτίους ποιοῦντα ἴθι εἰπὲ καὶ μήνυσον αὐτοῖς τίς ἐστιν. — Ὁρᾷς, ὦ Μέλητε, ὅτι σιγᾷς καὶ οὐκ ἔχεις εἰπεῖν; καίτοι οὐκ αἰσχρόν σοι δοκεῖ εἶναι καὶ ἱκανὸν τεκμήριον οὗ δὴ ἐγὼ λέγω, ὅτι σοι οὐδὲν μεμέληκεν; ἀλλ᾽ εἰπέ, ὠγαθέ, τίς αὐτοὺς ἀμείνους ποιεῖ;
Οἱ νόμοι.
[24e] Ἀλλ᾽ οὐ τοῦτο ἐρωτῶ, ὦ βέλτιστε, ἀλλὰ τίς ἄνθρωπος, ὅστις πρῶτον καὶ αὐτὸ τοῦτο οἶδε, τοὺς νόμους;
Οὗτοι, ὦ Σώκρατες, οἱ δικασταί.
Πῶς λέγεις, ὦ Μέλητε; οἵδε τοὺς νέους παιδεύειν οἷοί τέ εἰσι καὶ βελτίους ποιοῦσιν;
Μάλιστα.
Πότερον ἅπαντες, ἢ οἱ μὲν αὐτῶν, οἱ δ᾽ οὔ;
Ἅπαντες.
Εὖ γε νὴ τὴν Ἥραν λέγεις καὶ πολλὴν ἀφθονίαν τῶν ὠφελούντων. τί δὲ δή; οἱ δὲ ἀκροαταὶ βελτίους ποιοῦσιν [25a] ἢ οὔ;
Καὶ οὗτοι.
Τί δέ, οἱ βουλευταί;
Καὶ οἱ βουλευταί.
Ἀλλ᾽ ἄρα, ὦ Μέλητε, μὴ οἱ ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, οἱ ἐκκλησιασταί, διαφθείρουσι τοὺς νεωτέρους; ἢ κἀκεῖνοι βελτίους ποιοῦσιν ἅπαντες;
Κἀκεῖνοι.
Πάντες ἄρα, ὡς ἔοικεν, Ἀθηναῖοι καλοὺς κἀγαθοὺς ποιοῦσι πλὴν ἐμοῦ, ἐγὼ δὲ μόνος διαφθείρω. οὕτω λέγεις;
Πάνυ σφόδρα ταῦτα λέγω.
Πολλήν γέ μου κατέγνωκας δυστυχίαν. καί μοι ἀπόκριναι· ἦ καὶ περὶ ἵππους οὕτω σοι δοκεῖ ἔχειν; οἱ μὲν [25b] βελτίους ποιοῦντες αὐτοὺς πάντες ἄνθρωποι εἶναι, εἷς δέ τις ὁ διαφθείρων; ἢ τοὐναντίον τούτου πᾶν εἷς μέν τις ὁ βελτίους οἷός τ᾽ ὢν ποιεῖν ἢ πάνυ ὀλίγοι, οἱ ἱππικοί, οἱ δὲ πολλοὶ ἐάνπερ συνῶσι καὶ χρῶνται ἵπποις, διαφθείρουσιν; οὐχ οὕτως ἔχει, ὦ Μέλητε, καὶ περὶ ἵππων καὶ τῶν ἄλλων ἁπάντων ζῴων; πάντως δήπου, ἐάντε σὺ καὶ Ἄνυτος οὐ φῆτε ἐάντε φῆτε· πολλὴ γὰρ ἄν τις εὐδαιμονία εἴη περὶ τοὺς νέους εἰ εἷς μὲν μόνος αὐτοὺς διαφθείρει, οἱ δ᾽ ἄλλοι [25c] ὠφελοῦσιν. ἀλλὰ γάρ, ὦ Μέλητε, ἱκανῶς ἐπιδείκνυσαι ὅτι οὐδεπώποτε ἐφρόντισας τῶν νέων, καὶ σαφῶς ἀποφαίνεις τὴν σαυτοῦ ἀμέλειαν, ὅτι οὐδέν σοι μεμέληκεν περὶ ὧν ἐμὲ εἰσάγεις.
Ἔτι δὲ ἡμῖν εἰπέ, ὦ πρὸς Διὸς Μέλητε, πότερόν ἐστιν οἰκεῖν ἄμεινον ἐν πολίταις χρηστοῖς ἢ πονηροῖς; ὦ τάν, ἀπόκριναι· οὐδὲν γάρ τοι χαλεπὸν ἐρωτῶ. οὐχ οἱ μὲν πονηροὶ κακόν τι ἐργάζονται τοὺς ἀεὶ ἐγγυτάτω αὑτῶν ὄντας, οἱ δ᾽ ἀγαθοὶ ἀγαθόν τι;
Πάνυ γε.
[25d] Ἔστιν οὖν ὅστις βούλεται ὑπὸ τῶν συνόντων βλάπτεσθαι μᾶλλον ἢ ὠφελεῖσθαι; ἀποκρίνου, ὦ ἀγαθέ· καὶ γὰρ ὁ νόμος κελεύει ἀποκρίνεσθαι. ἔσθ᾽ ὅστις βούλεται βλάπτεσθαι;
Οὐ δῆτα.
Φέρε δή, πότερον ἐμὲ εἰσάγεις δεῦρο ὡς διαφθείροντα τοὺς νέους καὶ πονηροτέρους ποιοῦντα ἑκόντα ἢ ἄκοντα;
Ἑκόντα ἔγωγε.
Τί δῆτα, ὦ Μέλητε; τοσοῦτον σὺ ἐμοῦ σοφώτερος εἶ τηλικούτου ὄντος τηλικόσδε ὤν, ὥστε σὺ μὲν ἔγνωκας ὅτι οἱ μὲν κακοὶ κακόν τι ἐργάζονται ἀεὶ τοὺς μάλιστα πλησίον [25e] ἑαυτῶν, οἱ δὲ ἀγαθοὶ ἀγαθόν, ἐγὼ δὲ δὴ εἰς τοσοῦτον ἀμαθίας ἥκω ὥστε καὶ τοῦτ᾽ ἀγνοῶ, ὅτι ἐάν τινα μοχθηρὸν ποιήσω τῶν συνόντων, κινδυνεύσω κακόν τι λαβεῖν ὑπ᾽ αὐτοῦ, ὥστε τοῦτο ‹τὸ› τοσοῦτον κακὸν ἑκὼν ποιῶ, ὡς φῂς σύ; ταῦτα ἐγώ σοι οὐ πείθομαι, ὦ Μέλητε, οἶμαι δὲ οὐδὲ ἄλλον ἀνθρώπων οὐδένα· ἀλλ᾽ ἢ οὐ διαφθείρω, ἢ εἰ διαφθείρω, [26a] ἄκων, ὥστε σύ γε κατ᾽ ἀμφότερα ψεύδῃ. εἰ δὲ ἄκων διαφθείρω, τῶν τοιούτων [καὶ ἀκουσίων] ἁμαρτημάτων οὐ δεῦρο νόμος εἰσάγειν ἐστίν, ἀλλὰ ἰδίᾳ λαβόντα διδάσκειν καὶ νουθετεῖν· δῆλον γὰρ ὅτι ἐὰν μάθω, παύσομαι ὅ γε ἄκων ποιῶ. σὺ δὲ συγγενέσθαι μέν μοι καὶ διδάξαι ἔφυγες καὶ οὐκ ἠθέλησας, δεῦρο δὲ εἰσάγεις, οἷ νόμος ἐστὶν εἰσάγειν τοὺς κολάσεως δεομένους ἀλλ᾽ οὐ μαθήσεως.


Και όσο για τις κατηγορίες των πρώτων μου κατηγόρων, αρκετά είναι αυτά που σας απολογήθηκα. Όσο για τον Μέλητο, τον καλό και πατριώτη, όπως τον λένε, και τους υστερινούς, θα δοκιμάσω τώρα ν᾽ απολογηθώ και σ᾽ αυτούς. Και επειδή αυτοί είναι άλλοι κατήγοροι, ας ξαναπάρουμε πάλι το κατηγορητήριό τους. Αυτό είναι: Λέει πως Ο ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΕΙΝΑΙ ΕΝΟΧΟΣ ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ ΔΙΑΦΘΕΙΡΕΙ ΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΠΙΣΤΕΥΕΙ ΤΟΥΣ ΘΕΟΥΣ [24c] ΠΟΥ ΠΙΣΤΕΥΕΙ Ο ΤΟΠΟΣ ΑΛΛΑ ΝΕΕΣ ΘΕΟΤΗΤΕΣ, ΑΛΛΕΣ. Τέτοια λοιπόν είναι η κατηγορία μου και τώρα ας την εξετάσουμε στο καθετί. Λένε δηλαδή πως είμαι ένοχος, γιατί διαφθείρω τους νέους. Κι εγώ, ω άνδρες Αθηναίοι, λέω πως ένοχος είναι ο Μέλητος, γιατί αστειεύεται στα σοβαρά και βάζει σε αγώνες δικαστικούς τους ανθρώπους για το τίποτε, με την πρόφαση πως φροντίζει και χάνεται για πράγματα που ποτέ του γι᾽ αυτά δεν τον έμελε. Και ότι τούτο έτσι είναι θα δοκιμάσω να το αποδείξω και σ᾽ εσάς.
Κι έλα μου εδώ τώρα, Μέλητε, και πες μου. Η μόνη σου [24d] φροντίδα δεν είναι πώς να γίνουν καλύτεροι οι νέοι; — Βέβαια. — Έλα λοιπόν, πες σε τούτους τώρα ποιός είναι αυτός που τους κάνει καλύτερους. Γιατί φανερό είναι πως θα τον ξέρεις, αφού τόσο σε μέλει. Εκείνον που τους διαφθείρει, καθώς λες, τον βρήκες και είμ᾽ εγώ, που με φέρνεις στο δικαστήριο μπροστά σ᾽ αυτούς εδώ και με κατηγορείς· πες μου τώρα και ποιός είν᾽ αυτός που τους κάνει καλύτερους και δείξε τούς τον. Βλέπεις, Μέλητε, πώς σωπαίνεις και δεν έχεις τί να πεις; και δεν ντρέπεσαι, που σου δείχνω τώρα με το παραπάνω πως δε σε μέλει καθόλου γι᾽ αυτό το πράγμα; Πες μας λοιπόν, καλέ μου, ποιός τους κάνει καλύτερους; — Οι νόμοι. [24e] — Μα δεν σε ρωτώ αυτό, λαμπρέ άνθρωπε, σε ρωτώ ποιός άνθρωπος, αφού πρώτα έμαθε κι αυτό που λες, τους νόμους. — Αυτοί εδώ, Σωκράτη, οι δικαστές. — Πώς είπες, Μέλητε; Αυτοί είναι ικανοί να εκπαιδεύσουν τους νέους και να τους κάνουν καλύτερους; — Μάλιστα. — Και ποιό απ᾽ τα δύο; Όλοι, ή μερικοί απ᾽ αυτούς ναι και άλλοι όχι; — Όλοι. — Πολύ καλά τα είπες, μά την Ήρα, και μας βρήκες ένα σωρό ωφέλιμους ανθρώπους. Γιά πες μας ακόμα. Αυτοί εδώ οι ακροατές τούς κάνουν καλύτερους [25a] ή όχι; — Κι αυτοί. — Και οι βουλευτές; — Και οι βουλευτές. — Το λοιπόν, Μέλητε, μήπως οι άνθρωποι των συνελεύσεων, οι «εκκλησιαστές», διαφθείρουν τους νέους, ή κι εκείνοι τους κάνουν καλύτερους; — Κι εκείνοι. — Όλοι λοιπόν, καθώς φαίνεται, οι Αθηναίοι τούς κάνουν καλούς και άξιους, εκτός από μένα και μόνος εγώ τους διαφθείρω. Έτσι λες; — Έτσι λέω βέβαια. — Μεγάλη δυστυχία μού φόρτωσες αλήθεια. Και τώρα αποκρίσου μου πάλι. Το ίδιο δε σου φαίνεται πως γίνεται και με τ᾽ άλογα: εκείνοι [25b] που τα καλυτερεύουν είναι όλοι οι άνθρωποι και ένας μονάχα είναι που τα καταστρέφει, ή το εναντίο ένας ή πολύ λίγοι είναι που μπορούν να τα κάνουν καλύτερα, δηλαδή οι ιπποκόμοι, ενώ ο πολύς κόσμος, αν ανακατεύεται με τ᾽ άλογα και τα μεταχειρίζεται, τα καταστρέφει; Δεν είναι έτσι, ω Μέλητε, και για τ᾽ άλογα και για όλα τ᾽ άλλα ζώα; Έτσι είναι βέβαια, είτε το παραδεχθείτε και συ και ο Άνυτος είτε όχι· θέλω να πω πως πολλή ευτυχία θα ήτανε για τους νέους αν ένας μονάχα είναι που τους διαφθείρει και οι άλλοι όλοι [25c] τούς ωφελούν. Φανερώθηκε όμως αρκετά τώρα, Μέλητε, πως ποτέ δεν φρόντισες για τους νέους και καθαρά δείχνεις την αφροντισιά σου, πως τίποτε δε σε μέλει γι᾽ αυτά που με καταγγέλλεις.
Πες μας ακόμα, Μέλητε, για όνομα του θεού, τί είναι καλύτερο, να ζει κανένας με πολίτες καλούς ή με κακούς; Αποκρίσου, φίλε μου, γιατί δε σε ρωτώ τίποτε δύσκολο. Δεν είν᾽ αλήθεια πως οι κακοί κακό πάντα κάνουν σε όσους έχουνε κοντά τους, και οι καλοί καλό; — Βέβαια. [25d] — Είναι λοιπόν κανένας που να θέλει καλύτερα να τον βλάφτουν οι δικοί του, παρά να τον ωφελούν; Αποκρίσου καλέ μου· γιατί ο νόμος προστάζει ν᾽ αποκριθείς. Είναι κανείς που να ζητεί να τον βλάφτουν; — Όχι βέβαια. — Έλα λοιπόν, πες μου, ποιό από τα δύο έφερες εδώ: πως τάχα διαφθείρω τους νέους και τους κάνω χειρότερους γιατί το θέλω, ή χωρίς να το θέλω κι ο ίδιος; — Εγώ λέω πως το θέλεις. — Τί λοιπόν, Μέλητε; Τόσο σοφότερος είσ᾽ εσύ, με τα χρόνια που έχεις, από μένα, με τα χρόνια τα δικά μου, ώστε εσύ το κατάλαβες πως οι κακοί πάντα κακό κάνουν σ᾽ αυτούς που είναι [25e] γύρω τους και οι καλοί καλό; Κι εγώ σε τέτοια αμάθεια κατάντησα, που κι αυτό ακόμα να μην το καταλαβαίνω, πως αν κάνω σε κανένα κακόν απ᾽ αυτούς που συναναστρέφομαι, ο ίδιος θα κινδυνέψω να πάθω κακό απ᾽ αυτόν, και το μεγάλο αυτό κακό να το κάνω ο ίδιος με το θέλημά μου, όπως λες εσύ; Αυτό ποτέ δεν το πιστεύω για σένα, Μέλητε, και θαρρώ πως ούτε άλλος άνθρωπος κανένας το πιστεύει. Λοιπόν, είτε δεν διαφθείρω, είτε κι αν διαφθείρω, [26a] το κάνω χωρίς να το θέλω· ώστε όπως και να το πάρουμε, πάντα εσύ λες ψέματα. Κι αν διαφθείρω χωρίς να το θέλω, γι᾽ αυτά τα ακούσια σφάλματα ο νόμος δε λέει να με φέρεις στο δικαστήριο, μα να με πάρεις κατά μέρος και να με συμβουλέψεις. Γιατί είναι φανερό πως αν μάθω θα πάψω να κάνω ό,τι κάνω χωρίς να θέλω. Εσύ όμως απόφυγες να μ᾽ ανταμώσεις και να με διδάξεις και δεν το θέλησες· αλλά με φέρνεις εδώ, όπου ο νόμος λέει να φέρνουν όσους χρειάζονται τιμωρία κι όχι όσους χρειάζονται μάθηση.