Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Νικίας (7.1-8.6)


[7.1] Ἐπεὶ δὲ Δημοσθένους Πύλον τειχίσαντος ἐπεστράτευσαν ἅμα πεζῷ καὶ ναυσὶ Πελοποννήσιοι, καὶ μάχης γενομένης ἀπελήφθησαν ἐν τῇ Σφακτηρίᾳ νήσῳ Σπαρτιατῶν ἄνδρες ἀμφὶ τοὺς τετρακοσίους, μέγα μὲν ὥσπερ ἦν ἡγούμενοι τὸ λαβεῖν αὐτοὺς Ἀθηναῖοι, χαλεπῆς δὲ καὶ δυσέργου τῆς πολιορκίας οὔσης ἐν χωρίοις ἀνύδροις, καὶ θέρους μὲν μακρὰν καὶ πολυτελῆ τὴν περιαγωγὴν τῶν ἐπιτηδείων ἐχούσης, σφαλερὰν δὲ χειμῶνος καὶ παντελῶς ἄπορον, ἤχθοντο καὶ μετεμέλοντο πρεσβείαν Λακεδαιμονίων ἀπωσάμενοι, περὶ σπονδῶν καὶ εἰρήνης ἀφικομένην πρὸς αὐτούς. [7.2] ἀπεώσαντο δὲ Κλέωνος ἐναντιωθέντος οὐχ ἥκιστα διὰ Νικίαν· ἐχθρὸς γὰρ ὢν αὐτοῦ καὶ προθύμως ὁρῶν συμπράττοντα τοῖς Λακεδαιμονίοις, ἔπεισε τὸν δῆμον ἀποψηφίσασθαι τὰς σπονδάς. ὡς οὖν ἥ τε πολιορκία μῆκος ἐλάμβανε, καὶ δεινὰς ἀπορίας ἐπυνθάνοντο περιεστάναι τὸ στρατόπεδον, δι᾽ ὀργῆς εἶχον τὸν Κλέωνα. [7.3] τοῦ δ᾽ εἰς τὸν Νικίαν ἐκτρέποντος τὴν αἰτίαν, καὶ κατηγοροῦντος ὅτι δειλίᾳ καὶ μαλακίᾳ προΐεται τοὺς ἄνδρας, ὡς αὐτοῦ γε στρατηγοῦντος οὐκ ἂν περιγενομένους χρόνον τοσοῦτον, τοῖς Ἀθηναίοις εἰπεῖν παρέστη· «τί δ᾽ οὐχὶ καὶ νῦν αὐτὸς σὺ πλεῖς ἐπὶ τοὺς ἄνδρας;» [7.4] ὅ τε Νικίας ἀναστὰς ἐξίστατο τῆς ἐπὶ Πύλον στρατηγίας αὐτῷ, καὶ λαμβάνειν ὁπόσην βούλεται δύναμιν ἐκέλευσε καὶ μὴ θρασύνεσθαι λόγοις ἀκινδύνοις, ἀλλ᾽ ἔργον τι τῇ πόλει παρασχεῖν ἄξιον σπουδῆς. [7.5] ὁ δὲ τὸ μὲν πρῶτον ἀνεδύετο, τῷ μὴ προσδοκῆσαι τοῦτο θορυβούμενος· ἐγκελευομένων δὲ ταὐτὰ τῶν Ἀθηναίων, καὶ τοῦ Νικίου καταβοῶντος, ἐξαρθεὶς καὶ ἀναφλεχθεὶς τὸ φιλότιμον ὑπεδέξατό τε τὴν στρατηγίαν, καὶ προσδιωρίσατο πλεύσας ἐντὸς ἡμερῶν εἴκοσιν ἢ κατακτενεῖν ἐκεῖ τοὺς ἄνδρας ἢ ζῶντας ἄξειν Ἀθήναζε. [7.6] τοῖς δ᾽ Ἀθηναίοις ἐπῆλθε γελάσαι μέγα μᾶλλον ἢ πιστεῦσαι· καὶ γὰρ ἄλλως εἰώθεσαν αὐτοῦ τὴν κουφότητα καὶ μανίαν φέρειν μετὰ παιδιᾶς οὐκ ἀηδῶς. [7.7] λέγεται γὰρ ἐκκλησίας ποτ᾽ οὔσης τὸν μὲν δῆμον καθήμενον ἄνω περιμένειν πολὺν χρόνον, ὀψὲ δ᾽ εἰσελθεῖν ἐκεῖνον ἐστεφανωμένον καὶ παρακαλεῖν ὑπερθέσθαι τὴν ἐκκλησίαν εἰς αὔριον· «ἀσχολοῦμαι γάρ» ἔφη «σήμερον, ἑστιᾶν μέλλων ξένους καὶ τεθυκὼς τοῖς θεοῖς·» τοὺς δ᾽ Ἀθηναίους γελάσαντας ἀναστῆναι καὶ διαλῦσαι τὴν ἐκκλησίαν.
[8.1] Οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ τότε τύχῃ χρησάμενος ἀγαθῇ καὶ στρατηγήσας ἄριστα μετὰ Δημοσθένους, ἐντὸς οὗ προεῖπε χρόνου τῶν Σπαρτιατῶν ὅσοι μὴ κατὰ μάχην ἔπεσον τὰ ὅπλα παραδόντας ἤγαγεν αἰχμαλώτους· [8.2] καὶ τοῦτο τῷ Νικίᾳ μεγάλην ἤνεγκεν ἀδοξίαν. οὐ γὰρ ἀσπίδος ῥῖψις, ἀλλ᾽ αἴσχιόν τι καὶ χεῖρον ἐδόκει τὸ δειλίᾳ τὴν στρατηγίαν ἀποβαλεῖν ἑκουσίως, καὶ προέσθαι τῷ ἐχθρῷ τηλικούτου κατορθώματος ἀφορμάς, αὑτὸν ἀποχειροτονήσαντα τῆς ἀρχῆς. [8.3] σκώπτει δ᾽ αὐτὸν εἰς ταῦτα πάλιν Ἀριστοφάνης ἐν μὲν Ὄρνισιν οὕτω πως λέγων·
καὶ μὴν μὰ τὸν Δί᾽ οὐχὶ νυστάζειν γ᾽ ἔτι
ὥρα ᾽στὶν ἡμῖν οὐδὲ μελλονικιᾶν,
[8.4] ἐν δὲ Γεωργοῖς ταῦτα γράφων·
‹Α.› ἐθέλω γεωργεῖν. ‹Β.› εἶτα τίς σε κωλύει;
‹Α.› ὑμεῖς· ἐπεὶ δίδωμι χιλίας δραχμάς,
ἐάν με τῶν ἀρχῶν ἀφῆτε. ‹Β.› δεχόμεθα·
δισχίλιαι γάρ εἰσι σὺν ταῖς Νικίου.
[8.5] καὶ μέντοι καὶ τὴν πόλιν ἔβλαψεν οὐ μικρά, τῷ Κλέωνι τοσοῦτον προσγενέσθαι δόξης ἐάσας καὶ δυνάμεως, ὑφ᾽ ἧς εἰς βαρὺ φρόνημα καὶ θράσος ἐμπεσὼν ἀκάθεκτον, ἄλλας τε τῇ πόλει προσετρίψατο συμφοράς, ὧν οὐχ ἥκιστα καὶ αὐτὸς ἀπέλαυσε, [8.6] καὶ τὸν ἐπὶ τοῦ βήματος κόσμον ἀνελὼν καὶ πρῶτος ἐν τῷ δημηγορεῖν ἀνακραγὼν καὶ περισπάσας τὸ ἱμάτιον καὶ τὸν μηρὸν πατάξας καὶ δρόμῳ μετὰ τοῦ λέγειν ἅμα χρησάμενος, τὴν ὀλίγον ὕστερον ἅπαντα τὰ πράγματα συγχέασαν εὐχέρειαν καὶ ὀλιγωρίαν τοῦ πρέποντος ἐνεποίησε τοῖς πολιτευομένοις.


[7.1] Όταν ο Δημοσθένης είχε ενισχύσει με τείχος την οχύρωση της Πύλου, οι Πελοποννήσιοι εξεστράτευσαν εναντίον της με πεζικό και ναυτικό συγχρόνως· στη μάχη όμως που ακολούθησε εγκλωβίστηκαν στο νησί Σφακτηρία γύρω στους τετρακόσιους Σπαρτιάτες. Οι Αθηναίοι θεωρούσαν σπουδαίο πράγμα, όπως άλλωστε και ήταν, να αιχμαλωτίσουν αυτούς τους άνδρες. Καθώς όμως η πολιορκία ήταν δύσκολη και γινόταν κάτω από σκληρές συνθήκες σε μέρη άνυδρα, και ο ανεφοδιασμός γινόταν από μεγάλη απόσταση και ήταν πολυδάπανος και μόνο το καλοκαίρι, ενώ τον χειμώνα επικίνδυνος και εντελώς αδύνατος, στενοχωριούνταν και άρχισαν να μετανιώνουν που είχαν αποκρούσει την αποστολή πρέσβεων των Λακεδαιμονίων, που είχε έρθει σ᾽ αυτούς για την κατάπαυση εχθροπραξιών και για ειρήνη. [7.2] Απέκρουσαν τις προτάσεις αυτές, επειδή εναντιώθηκε ο Κλέων από αντίδραση κυρίως προς τον Νικία· γιατί, καθώς ήταν εχθρός του και έβλεπε ότι αυτός συνέπραττε πρόθυμα με τους Λακεδαιμονίους, έπεισε τον λαό να απορρίψει τις ειρηνευτικές προτάσεις. Επειδή λοιπόν η πολιορκία τραβούσε σε μάκρος και μάθαιναν ότι ο στρατός εκεί είχε περιέλθει σε πολύ δύσκολη θέση, οι Αθηναίοι άρχισαν να οργίζονται με τον Κλέωνα. [7.3] Και καθώς εκείνος έριχνε το φταίξιμο στον Νικία και τον κατηγορούσε ότι από δειλία και νωθρότητα αδιαφορούσε για τους άνδρες, ισχυριζόμενος ότι, αν ήταν ο ίδιος στρατηγός, δεν θα άντεχαν τόσο πολύ καιρό οι πολιορκημένοι, έφτασαν οι Αθηναίοι στο σημείο να του πουν «γιατί δεν εκστρατεύεις έστω και τώρα εσύ ο ίδιος εναντίον τους;» [7.4] Εξάλλου, ο Νικίας σηκώθηκε και ήταν πρόθυμος να παραχωρήσει στον Κλέωνα τη στρατηγία για την Πύλο και πρότεινε σ᾽ αυτόν να πάρει όση δύναμη θέλει και να μην παριστάνει τον θαρραλέο με λόγια ακίνδυνα, αλλά να προσφέρει στην πόλη ένα έργο άξιο λόγου. [7.5] Ο Κλέων στην αρχή άρχισε να κάνει πίσω, καθόσον ταράχθηκε επειδή δεν το περίμενε. Καθώς όμως οι Αθηναίοι σύσσωμοι του πρότειναν τα ίδια και ο Νικίας καταφερόταν εναντίον του, ερεθίστηκε, άναψε το φιλότιμό του και δέχτηκε τη στρατηγία. Υποσχέθηκε, μάλιστα ότι, αφού πλεύσει, εντός είκοσι ημερών ή θα σκοτώσει εκεί τους άνδρες ή θα τους φέρει ζωντανούς στην Αθήνα. [7.6] Τους Αθηναίους τούς ήρθε να σκάσουν στα γέλια μάλλον παρά να τον πιστέψουν· ούτως ή άλλως είχαν συνηθίσει να υπομένουν τα κούφια λόγια και την τρέλα του διασκεδάζοντας χωρίς δυσαρέσκεια. [7.7] Λένε μάλιστα πως κάποτε, ενώ ήταν συγκεντρωμένος ο λαός και καθόταν περιμένοντάς τον αρκετήν ώρα, έφτασε εκείνος στεφανωμένος με καθυστέρηση και ζητούσε να αναβληθεί η συνέλευση για την επομένη· «σήμερα», είπε, «είμαι απασχολημένος, γιατί πρόκειται να έχω στο τραπέζι φίλους και έχω κάνει θυσία στους θεούς». Οι Αθηναίοι γέλασαν, σηκώθηκαν και διέλυσαν τη συνέλευση.
[8.1] Ωστόσο, στην περίπτωση της Πύλου, επειδή και η τύχη τον βοήθησε και ως στρατηγός υπήρξε άριστος μαζί με τον Δημοσθένη, μέσα στις προθεσμίες που είχε προσδιορίσει, όσοι Σπαρτιάτες δεν έπεσαν στη μάχη παρέδωσαν τα όπλα και οδηγήθηκαν από τον Κλέωνα αιχμάλωτοι στην Αθήνα. [8.2] Το γεγονός αυτό αποτέλεσε μεγάλη δυσφήμιση για τον Νικία. Γιατί το να παραιτηθεί από στρατηγός με τη θέλησή του από δειλία και να προσφέρει στον πολιτικό του αντίπαλο αφορμή για ένα τόσο μεγάλο κατόρθωμα, δεν θεωρούνταν απλώς ρίψη της ασπίδας την ώρα της μάχης αλλά κάτι πιο ντροπιαστικό και χειρότερο ακόμη, αφού ο ίδιος είχε καθαιρέσει τον εαυτό του από το αξίωμα του στρατηγού. [8.3] Με αφορμή αυτά τα γεγονότα τον σατιρίζει πάλι ο Αριστοφάνης στους «Όρνιθες» με τα εξής λόγια:
Μα τον Δία, δεν είναι πια ώρα να νυστάζουμε
ούτε και σαν Νικίες να χασομεράμε
[8.4] στους δε «Γεωργούς» γράφοντας τα εξής:
‹Α.› Θέλω να ασχοληθώ με τη γεωργία.
‹Β.› Και ποιός σε εμποδίζει;
‹Α.› Εσείς· γιατί δίνω χίλιες δραχμές,
εάν με απαλλάξετε από την εξουσία.
‹Β.› Δεχόμαστε·
γιατί μαζί με αυτές του Νικία γίνονται
δυο χιλιάδες.
[8.5] Ο Νικίας όμως, εκτός από τον εαυτό του, έβλαψε σοβαρά και την πόλη, καθώς επέτρεψε να αποκτήσει ο Κλέων τόσο μεγάλη δόξα και δύναμη, εξαιτίας της οποίας οδηγήθηκε σε μεγάλη έπαρση και θράσος αχαλίνωτο, με αποτέλεσμα να προκαλέσει και άλλες συμφορές στην πόλη, τις οποίες εξίσου και ο ίδιος δοκίμασε. [8.6] Ο Κλέων ήταν αυτός που κατάργησε την ευπρέπεια των ομιλητών πάνω στο βήμα και πρώτος αυτός στις αγορεύσεις ξεσπούσε σε φωνές, έβγαλε το ιμάτιό του, χτύπησε τον μηρό του και έτρεχε ενώ μιλούσε. Έτσι, ενέπνευσε στους πολιτικούς άνδρες την ηθική παράλυση, που λίγο αργότερα προκάλεσε γενική σύγχυση, και την αδιαφορία για την κόσμια συμπεριφορά.