Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Μήδεια (271-315)

ΚΡΕΩΝ
σὲ τὴν σκυθρωπὸν καὶ πόσει θυμουμένην,
Μήδει᾽, ἀνεῖπον τῆσδε γῆς ἔξω περᾶν
φυγάδα, λαβοῦσαν δισσὰ σὺν σαυτῇ τέκνα,
καὶ μή τι μέλλειν· ὡς ἐγὼ βραβεὺς λόγου
275 τοῦδ᾽ εἰμί, κοὐκ ἄπειμι πρὸς δόμους πάλιν
πρὶν ἄν σε γαίας τερμόνων ἔξω βάλω.
ΜΗ. αἰαῖ· πανώλης ἡ τάλαιν᾽ ἀπόλλυμαι·
ἐχθροὶ γὰρ ἐξιᾶσι πάντα δὴ κάλων,
κοὐκ ἔστιν ἄτης εὐπρόσοιστος ἔκβασις.
280 ἐρήσομαι δὲ καὶ κακῶς πάσχουσ᾽ ὅμως·
τίνος μ᾽ ἕκατι γῆς ἀποστέλλεις, Κρέον;
ΚΡ. δέδοικά σ᾽, οὐδὲν δεῖ παραμπίσχειν λόγους,
μή μοί τι δράσῃς παῖδ᾽ ἀνήκεστον κακόν.
συμβάλλεται δὲ πολλὰ τοῦδε δείγματα·
285 σοφὴ πέφυκας καὶ κακῶν πολλῶν ἴδρις,
λυπῇ δὲ λέκτρων ἀνδρὸς ἐστερημένη.
κλύω δ᾽ ἀπειλεῖν σ᾽, ὡς ἀπαγγέλλουσί μοι,
τὸν δόντα καὶ γήμαντα καὶ γαμουμένην
δράσειν τι. ταῦτ᾽ οὖν πρὶν παθεῖν φυλάξομαι.
290 κρεῖσσον δέ μοι νῦν πρὸς σ᾽ ἀπεχθέσθαι, γύναι,
ἢ μαλθακισθένθ᾽ ὕστερον μεταστένειν.
ΜΗ. φεῦ φεῦ.
οὐ νῦν με πρῶτον ἀλλὰ πολλάκις, Κρέον,
ἔβλαψε δόξα μεγάλα τ᾽ εἴργασται κακά.
χρὴ δ᾽ οὔποθ᾽ ὅστις ἀρτίφρων πέφυκ᾽ ἀνὴρ
295 παῖδας περισσῶς ἐκδιδάσκεσθαι σοφούς·
χωρὶς γὰρ ἄλλης ἧς ἔχουσιν ἀργίας
φθόνον πρὸς ἀστῶν ἀλφάνουσι δυσμενῆ.
σκαιοῖσι μὲν γὰρ καινὰ προσφέρων σοφὰ
δόξεις ἀχρεῖος κοὐ σοφὸς πεφυκέναι·
300 τῶν δ᾽ αὖ δοκούντων εἰδέναι τι ποικίλον
κρείσσων νομισθεὶς ἐν πόλει λυπρὸς φανῇ.
ἐγὼ δὲ καὐτὴ τῆσδε κοινωνῶ τύχης·
σοφὴ γὰρ οὖσα, τοῖς μέν εἰμ᾽ ἐπίφθονος,
[τοῖς δ᾽ ἡσυχαία, τοῖς δὲ θατέρου τρόπου,]
305 τοῖς δ᾽ αὖ προσάντης· εἰμὶ δ᾽ οὐκ ἄγαν σοφή.
σὺ δ᾽ οὖν φοβῇ με· μὴ τί πλημμελὲς πάθῃς;
οὐχ ὧδ᾽ ἔχει μοι, μὴ τρέσῃς ἡμᾶς, Κρέον,
ὥστ᾽ ἐς τυράννους ἄνδρας ἐξαμαρτάνειν.
σὺ γὰρ τί μ᾽ ἠδίκηκας; ἐξέδου κόρην
310 ὅτῳ σε θυμὸς ἦγεν. ἀλλ᾽ ἐμὸν πόσιν
μισῶ· σὺ δ᾽, οἶμαι, σωφρονῶν ἔδρας τάδε.
καὶ νῦν τὸ μὲν σὸν οὐ φθονῶ καλῶς ἔχειν·
νυμφεύετ᾽, εὖ πράσσοιτε· τήνδε δὲ χθόνα
ἐᾶτέ μ᾽ οἰκεῖν. καὶ γὰρ ἠδικημένοι
315 σιγησόμεσθα, κρεισσόνων νικώμενοι.

(Εισέρχεται ο Κρέων από την πάροδο που οδηγεί στην πόλη.)

ΚΡΕΩΝ
Εσύ η βλοσυρή, που πνέεις μένεα για τον άντρα σου,
εσύ Μήδεια, σε καλώ να πάρεις μαζί σου τα δυο σου παιδιά
και να πορευτείς πάραυτα έξω από τούτη τη χώρα
εξόριστη. Και μην βραδύνεις!
Ο εκτελεστής αυτής της διαταγής είμαι εγώ,
και δεν θα γυρίσω πίσω στο σπίτι, 275
αν δεν σε πετάξω έξω από τα όρια της χώρας.
ΜΗ. Ωωω! Βυθίζομαι η δύσμοιρη στην άβυσσο του ολέθρου.
Οι εχθροί μου ανοίγουν τα πανιά τους διάπλατα
και δεν έχει λιμάνι απάνεμο για να ξεφύγω από τη συμφορά.
Όμως, όσο και αν υποφέρω, θέλω να σε ρωτήσω: 280
Γιατί με διώχνεις από τη χώρα, Κρέοντα;
ΚΡ. Σε φοβάμαι —ποιός ο λόγος να υποκρίνομαι;—,
φοβάμαι μην κάνεις κακό ανήκεστο στην κόρη μου.
Είναι πολλά που τρέφουν αυτόν μου τον φόβο:
285Είσαι από τη φύση σου σοφή και κατέχεις
τρόπους και τρόπους για να κάνεις το κακό·
έπειτα νιώθεις πληγωμένη
που έχασες το κρεβάτι του άντρα σου.
Ακούω ακόμα πως απειλείς —έτσι μαθαίνω—
ότι θα κάνεις, λέει, κάτι σ᾽ αυτόν που έδωσε
την κόρη και στον γαμπρό και στη νύφη.
Προτού λοιπόν να πάθω, θα προφυλαχθώ.
Προτιμώ να σε δυσαρεστήσω, γυναίκα, τώρα
παρά να λυγίσω και να στενάζω μετανιωμένος αργότερα. 290
ΜΗ. Αλίμονο! Αλίμονο!
Δεν είναι τώρα η πρώτη φορά, Κρέοντα, είναι η πολλοστή
που μ᾽ έβλαψε η φήμη μου και μου έκανε κακό μεγάλο.
Γι᾽ αυτό ένας άνθρωπος εχέφρων δεν πρέπει ποτέ
να διδάσκει τόσο τα παιδιά του
295ώστε να ξεχωρίζουν για τη σοφία τους.
Δεν είναι μόνο που τα λένε αργόσχολα,
εισπράττουν και τον αχάριστο φθόνο των πολιτών.
Όταν προσφέρεις σε αδαείς σοφίες πρωτόγνωρες,
θα πουν πως είσαι άχρηστος, όχι σοφός.
Αν πάλι θεωρηθείς στην πόλη ανώτερος
300από αυτούς που νομίζουν ότι είναι μυημένοι,
γίνεσαι δυσάρεστος.
Αυτή τη μοίρα τη μοιράζομαι και εγώ.
Άλλοι με φθονούν για τη σοφία μου,
[άλλοι με θεωρούν απόκοσμη και άλλοι το αντίθετο,]
305και άλλοι με λένε απρόσιτη. Ωστόσο δεν είμαι και τόσο σοφή.
Εσύ τώρα με φοβάσαι. Μήπως πάθεις από μένα τί;
Δεν έχω τον τρόπο να κάνω κακό σε βασιλιάδες
— μη με φοβάσαι, Κρέοντα.
Άλλωστε, σε τί με αδίκησες εσύ;
Εσύ πάντρεψες την κόρη σου με αυτόν που επόθησε η ψυχή σου.
310Τον άντρα μου μισώ.
Εσύ έπραξες, αν με ρωτάς, με σωφροσύνη.
Και τώρα δεν ζηλεύω την ευτυχία σου.
Παντρευτείτε, καλή τύχη να έχετε.
Αφήστε όμως να ζήσω και εγώ
σ᾽ αυτό τον τόπο. Αδικήθηκα, ωστόσο θα σωπάσω,
315γιατί με νικούν οι δυνατότεροι.