282. Ο φαλακρός. [282.1] Ήταν κάποτε ένας φαλακρός που φόρεσε στο κεφάλι του περούκα από ξένα μαλλιά. Έτσι φτιασιδωμένος, που λέτε, βγήκε καβάλα στο άλογό του για βόλτα. Έλα όμως που ο αέρας φύσηξε και του πήρε την περούκα. Γέλιο χοντρό έπιασε τότε τους περαστικούς τριγύρω. Σταμάτησε λοιπόν ο ανθρωπάκος τον καλπασμό και παραδέχτηκε: «Αμ δεν είναι να απορείς. Σιγά και μη δεν έφευγαν από πάνω μου, τα ξένα μαλλιά. Εδώ εγκατέλειψαν εκείνον που τα είχε στο κεφάλι του εξαρχής, από γεννησιμιού του». Το δίδαγμα: Μη στενοχωριέστε για τις κακοτυχίες που σας συμβαίνουν. Βλέπετε, εκτός από όσα έχει κανείς από φυσικού του και εκ γενετής, τα υπόλοιπα δεν θα του μείνουν για πολύ. 283. Ο σκύλος καλεσμένος για φαγητό. [283.3γ] Μια φορά κάποιος σπιτονοικοκύρης ετοίμαζε τραπέζωμα, λογαριάζοντας να καλέσει έναν αγαπημένο του φίλο. Ο σκύλος του, που λέτε, προσκάλεσε και αυτός τον δικό του φίλο με τα λόγια: «Έλα σπίτι μου, πατριωτάκι, να φας εδώ πέρα μαζί μου». Μια και δυο, λοιπόν, κατέφτασε ο μουσαφίρης σκύλος· και μόλις αντίκρισε το πλούσιο φαγοπότι μέσα στο σπίτι, στάθηκε έκθαμβος και συλλογιζόταν: «Πω πω, τί χαρά είναι αυτή που με βρήκε τώρα δα. Τελείως ξαφνικά έπεσε πάνω μου τούτο το χαρμόσυνο. Μωρέ θα γλεντήσω με την ψυχή μου, μέχρι σκασμού». Έτσι τα γυρόφερνε μέσα στο μυαλό του ο καημένος, και συγχρόνως κουνούσε χαρούμενα την ουρά του και κοίταζε γύρω να εντοπίσει τον φιλαράκο του, που του είχε στείλει την πρόσκληση για το τσιμπούσι. Έλα όμως που εκείνη τη στιγμή τον πρόσεξε ο μάγειρας να στριφογυρνάει την ουρά του πέρα-δώθε. Αμέσως λοιπόν τον άδραξε από το ποδάρι και τον εκτόξευσε έξω από το παράθυρο. Αποτέλεσμα: το ταλαίπωρο το ζώο γκρεμίστηκε στο έδαφος και πήρε δρόμο σκούζοντας. Στον δρόμο, βέβαια, τον συναντούσαν διάφοροι άλλοι από τη φάρα του και τον ρωτούσαν: «Φιλαράκο, πώς πήγε, ευχαριστήθηκες φαΐ;». Εκείνος τότε τους αποκρινόταν ευθύς: «Αφήστε τα, ήπια τόσο πολύ —μέχρι σκασμού, σας λέω— που μετά, σαν έβγαινα έξω, δεν έβλεπα καν τον δρόμο από το μεθύσι». Το δίδαγμα του μύθου: Δεν πρέπει να εναποθέτουμε τις ελπίδες μας σε ανεπρόκοπα άτομα. 284. Ο άνθρωπος που έκανε θρύψαλα το άγαλμα. [284.3γ] Ήταν μια φορά κάποιος φτωχός άνθρωπος που είχε σπίτι του ένα ξύλινο ομοίωμα θεού. Σε αυτό, λοιπόν, προσέπεφτε και το παρακαλούσε να του κάνει κανένα καλό. Συνέχεια προσευχόταν έτσι, δίχως όφελος ωστόσο: απεναντίας, μέρα με τη μέρα βυθιζόταν όλο και περισσότερο στη φτώχεια. Γι᾽ αυτό στο τέλος έγινε έξω φρενών από τον θυμό, άρπαξε το ξόανο από το ποδάρι και το βρόντηξε πάνω στον τοίχο. Αμέσως τότε θρυμματίστηκε το κεφάλι του αγάλματος και ξεχύθηκε χρυσάφι από μέσα του. Ο άνθρωπος ρίχτηκε ευθύς να το μαζέψει, και κατόπιν κατσάδιασε το ομοίωμα: «Καλά, διαστροφή και αυτή που έχεις, βρε συ, για να μη μιλήσω για την αχαριστία σου! Τόσες τιμές σου επιδαψίλευα, και ποτέ δεν μου χάρισες το παραμικρό κέρδος για αντάλλαγμα. Ενώ τώρα που σου τις έβρεξα γερά, με αντάμειψες με όλα τα καλά του θεού». Το δίδαγμα του μύθου: Δεν θα βγάλεις κανένα προσωπικό όφελος αν πας να καλοπιάσεις έναν αχρείο. Ξύλο δώσε του καλύτερα, και θα ωφεληθείς πιο πολύ. 285. Το μουλάρι. [285.2] Μια φορά το μουλάρι είχε γεμίσει καλά την κοιλιά του με κριθάρι. Βάλθηκε, που λέτε, να χοροπηδάει και να ξεφωνίζει μονάχο του: «Πατέρα μου έχω το άλογο το γοργοποδαράτο, ίδιος με δαύτο είμαι κι εγώ, όλος από πάνω ώς κάτω». Έλα όμως που ξαφνικά προέκυψε κάποια ανάγκη και αμέσως πήρανε το μουλάρι και το τρέχανε πάνω-κάτω. Έτσι λοιπόν, όταν σταμάτησε πια το τρέξιμο, θυμήθηκε το κακόμοιρο ότι ο αληθινός πατέρας του είναι ο γάιδαρος, και κατέβασε σκυθρωπό τα μούτρα. Το δίδαγμα του μύθου: Ακόμη και αν σε ανεβάσουν οι καιροί σε δόξες μεγάλες, μην ξεχνάς ποτέ από πού ξεκίνησες. Να το θυμάσαι: τούτη η ζωή είναι εντελώς αβέβαιη.
|