277. Ο κύκνος. [277.1] Ήταν κάποτε ένας ευκατάστατος χωρικός που εξέτρεφε συνάμα έναν κύκνο και μια χήνα. Δεν τους τάιζε όμως για τον ίδιο σκοπό και τους δύο: τον πρώτο τον ήθελε για το τραγούδι του, ενώ τη δεύτερη την προόριζε για το τραπέζι. Κάποια μέρα, που λέτε, ήλθε ο καιρός να υποστεί η χήνα τη μοίρα για την οποία την έθρεφαν. Έλα όμως που έτυχε να είναι νύχτα και οι συνθήκες δεν επέτρεπαν στον άνθρωπο να ξεχωρίσει καλά ανάμεσα στα δύο πουλιά. Κατά συνέπεια, πήρε για φάγωμα τον κύκνο αντί για τη χήνα. Τότε λοιπόν ο κύκνος άρχισε να τραγουδάει την περίφημη μελωδία, σαν προμήνυμα του θανάτου του. Πλην όμως με αυτό ακριβώς το τραγούδι φανέρωσε την αληθινή ταυτότητά του, και χάρη στη μουσική του γλίτωσε τον σκοτωμό. Το δίδαγμα του μύθου: Πολύ συχνά οι καλλιτεχνικές ικανότητες συντελούν στην αναβολή του μοιραίου. 278. Η γυναίκα και ο μεθύστακας σύζυγος. [278.1] Ήταν κάποτε μια γυναίκα που είχε για άντρα της έναν μεθύστακα. Το είχε καημό, φυσικά, να θεραπεύσει τον σύζυγό της από τούτο το πάθος. Ιδού λοιπόν τί σκαρφίστηκε. Κάποια μέρα τον παραφύλαξε μέχρι που εκείνος βυθίστηκε σε βαθύ λήθαργο από το μεθύσι και σωριάστηκε αναίσθητος σαν πεθαμένος. Τότε, που λέτε, η γυναίκα τον σήκωσε στους ώμους της και τον κουβάλησε έως το δημόσιο νεκροταφείο. Εκεί τον παράτησε κάτω και έφυγε. Αργότερα, όταν λογάριασε πως ο μπεκρούλιακας θα άρχιζε πια να συνέρχεται, πήγε ξανά στο μέρος και έπιασε να χτυπάει τη θύρα του κοιμητηρίου. Με τα πολλά, ο άντρας ψέλλισε από μέσα: «Ποιός βαράει την πόρτα, ρε;». Αποκρίθηκε τότε η γυναίκα: «Εγώ είμαι, φιλαράκο, που φέρνω το σιτηρέσιο για τους πεθαμένους· για σας ήρθα». Ο μέθυσος όμως φώναξε: «Όχι φαΐ, βρε πατριώτη, πιοτό φέρε μου καλύτερα. Θες να με σεκλετίσεις και μου τσαμπουνάς μονάχα για φαγητά, δίχως λέξη για πιοτό;». Ακούγοντάς το αυτό, η συμβία του βάλθηκε να κοπανάει το στήθος της: «Αλίμονο, δυστυχία μου», ξεφώνιζε, «κρίμα στις πονηριές μου, που και με δαύτες πάλι τίποτε δεν κατάφερα. Εσύ, βρε αχαΐρευτε, όχι μόνο δεν έμαθες το μάθημά σου, παρά μου έγινες και χειρότερος από πριν. Πάει τώρα, μόνιμη κατάσταση έγινε το κουσούρι σου!». Το δίδαγμα του μύθου: Τις κακές ασχολίες δεν πρέπει να τις αφήνουμε να γίνουν χρόνιες. Αλλιώς, ως γνωστόν, η συνήθεια πολλές φορές αγκιστρώνεται πάνω στον άνθρωπο, θέλει δεν θέλει αυτός. 279. Το αγόρι, ο πατέρας του και το ζωγραφισμένο λιοντάρι. [279.1] Ήταν μια φορά κάποιος φοβητσιάρης γέρος που είχε έναν γιο μονάκριβο. Τούτος ο νεαρός ήταν αντιθέτως πολύ θαρραλέος, και του άρεσε να πηγαίνει κυνήγι. Μια νύχτα, όμως, ο γερο-πατέρας του είδε στον ύπνο του ότι τον γιο του τον εξολόθρευσε λιοντάρι. Τρόμαξε λοιπόν μην τυχόν αληθέψει το όνειρο, και γι᾽ αυτό πρόσταξε να χτίσουν ένα ειδικό δωμάτιο, πανέμορφο και υπερυψωμένο ψηλά πάνω από το έδαφος. Εκεί μέσα, που λέτε, έκλεισε τον γιο του και έβαλε ανθρώπους να τον φυλάνε. Ακόμη, πρόσταξε και ζωγράφισαν γύρω-γύρω στους τοίχους του δωματίου κάθε λογής ζώα, για να τα βλέπει ο νεαρός και να ευφραίνεται. Ανάμεσα σε αυτά υπήρχε και ένα λιοντάρι. Το αγόρι, εντούτοις, όσο περισσότερο κοίταζε τούτες τις εικόνες, τόσο μεγάλωνε η στενοχώρια του. Έτσι, κάποια φορά σταμάτησε μπροστά στη ζωγραφιά του λιονταριού και της έκανε τα παράπονά του: «Βρε καταραμένο τέρας, εξαιτίας σου τα παθαίνω αυτά. Επειδή σε είδε ο πατέρας μου σε εκείνο το ψευτο-όνειρο, πρέπει τώρα εγώ να μένω κλειδωμένος εδώ μέσα, σαν κατάδικος στη φυλακή. Μωρέ θα δεις τί θα σου κάνω!». Και ενώ τα ξεστόμιζε αυτά, βάλθηκε να βαράει με το χέρι του τον τοίχο για να βγάλει τα μάτια του λιονταριού. Έλα όμως που έτσι μπήχτηκε ένα ξυλόκαρφο μέσα στο δάχτυλό του. Κατόπιν δε η πληγή αυτή κακοφόρμισε και προκάλεσε φλεγμονή, τόσο που πρήστηκε ο αδένας. Και το αποκορύφωμα: στο τέλος το έπιασε το παιδί ισχυρός πυρετός και στο άψε-σβήσε το έστειλε στον άλλο κόσμο. Με αυτόν τον τρόπο το λιοντάρι ξεπάστρεψε εντέλει τον νεαρούλη, και τα τεχνάσματα του πατέρα δεν ωφέλησαν σε τίποτε. Το δίδαγμα του μύθου: Κανείς δεν μπορεί να αποφύγει αυτό που του μέλλεται. 280. Ο ποταμός και το τομάρι. [280.1] Μια φορά ο ποταμός αντιλήφθηκε ότι παρέσερνε με το ρεύμα του ένα βοϊδοτόμαρο. Το ρώτησε λοιπόν: «Ψιτ, εσύ, πώς σε λένε;». «Ντούρο», αποκρίθηκε το τομάρι. Τότε ο ποταμός, που ήδη το τσαλαβουτούσε μέσα στα νερά του και το κατάβρεχε, το προειδοποίησε: «Βρε συ, δεν βρίσκεις καλύτερα κανένα άλλο όνομα για πάρτη σου; Βλέπεις, εγώ σκοπεύω να σε κάνω μαλακό πολύ σύντομα». Το δίδαγμα του μύθου: Τα πράγματα ξαναγυρίζουν εύκολα στην οικεία τους φυσική κατάσταση. 281. Ο τοξότης και το λιοντάρι. [281.1] Ήταν μια φορά ένα άντρας εξασκημένος στην τοξοβολία, που ανέβηκε στο βουνό για κυνήγι. Φυσικά, με το που τον είδαν τα θηρία, το έβαλαν στα πόδια όλα τους. Μονάχα το λιοντάρι στάθηκε και τον προκαλούσε σε μονομαχία. Τότε ο άνθρωπος του έριξε ένα βέλος και το πέτυχε διάνα, φωνάζοντάς του κιόλας από πάνω: «Νά, τούτος είναι ο προπομπός μου, πες του το καλωσόρισες και κάνε τη γνωριμία του. Μετά από αυτόν σου ᾽ρχομαι και εγώ καταπόδι». Τα χρειάστηκε, που λέτε, από τον φόβο το λιοντάρι και πήρε δρόμο, όπου φύγει φύγει. Πάνω εκεί πήγε να του πει κάτι η αλεπού, για να το εμψυχώσει και να το συγκρατήσει από το φευγιό. Όμως το λιοντάρι τής μούγκρισε: «Σκάσε, μωρή καταραμένη, δεν πιάνουν σε μένα οι πονηριές σου. Είδα τον προπομπό του πώς είναι — η πίκρα προσωποποιημένη. Φαντάσου δηλαδή να μου έρθει και ο ίδιος· αποκλείεται να αντέξω». Το δίδαγμα του μύθου: Όποιον προξενεί από μακριά στενοχώριες μην τον πλησιάζεις καθόλου.
|