Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΗΡΟΔΟΤΟΣ
Ἱστορίαι (2.111.1-2.115.6)
[2.111.1] Σεσώστριος δὲ τελευτήσαντος ἐκδέξασθαι ἔλεγον τὴν βασιληίην τὸν παῖδα αὐτοῦ Φερῶν, τὸν ἀποδέξασθαι μὲν οὐδεμίαν στρατηίην, συνενειχθῆναι δέ οἱ τυφλὸν γενέσθαι διὰ τοιόνδε πρῆγμα· τοῦ ποταμοῦ κατελθόντος μέγιστα δὴ τότε ἐπ᾽ ὀκτωκαίδεκα πήχεας, ὡς ὑπερέβαλε τὰς ἀρούρας, πνεύματος ἐμπεσόντος κυματίης ὁ ποταμὸς ἐγένετο. [2.111.2] τὸν δὲ βασιλέα λέγουσι τοῦτον ἀτασθαλίῃ χρησάμενον λαβόντα αἰχμὴν βαλεῖν ἐς μέσας τὰς δίνας τοῦ ποταμοῦ, μετὰ δὲ αὐτίκα καμόντα αὐτὸν τοὺς ὀφθαλμοὺς τυφλωθῆναι. δέκα μὲν δὴ ἔτεα εἶναί μιν τυφλόν, ἑνδεκάτῳ δὲ ἔτεϊ ἀπικέσθαι οἱ μαντήιον ἐκ Βουτοῦς πόλιος ὡς ἐξήκει τέ οἱ ὁ χρόνος τῆς ζημίης καὶ ἀναβλέψει γυναικὸς οὔρῳ νιψάμενος τοὺς ὀφθαλμούς, ἥτις παρὰ τὸν ἑωυτῆς ἄνδρα μοῦνον πεφοίτηκε, ἄλλων ἀνδρῶν ἐοῦσα ἄπειρος. [2.111.3] καὶ τὸν πρώτης τῆς ἑωυτοῦ γυναικὸς πειρᾶσθαι, μετὰ δέ, ὡς οὐκ ἀνέβλεπε, ἐπεξῆς πολλέων πειρᾶσθαι· ἀναβλέψαντα δὲ συναγαγεῖν τὰς γυναῖκας τῶν ἐπειρήθη, πλὴν ἢ τῆς τῷ οὔρῳ νιψάμενος ἀνέβλεψε, ἐς μίαν πόλιν, ἣ νῦν καλέεται Ἐρυθρὴ βῶλος, ἐς ταύτην συναλίσαντα ὑποπρῆσαι πάσας σὺν αὐτῇ τῇ πόλι. [2.111.4] τῆς δὲ νιψάμενος τῷ οὔρῳ ἀνέβλεψε, ταύτην δὲ ἔσχε αὐτὸς γυναῖκα. ἀναθήματα δὲ ἀποφυγὼν τὴν πάθην τῶν ὀφθαλμῶν ἄλλα τε ἀνὰ τὰ ἱρὰ πάντα τὰ λόγιμα ἀνέθηκε καί, τοῦ γε λόγον μάλιστα ἄξιόν ἐστι ἔχειν, ἐς τοῦ Ἡλίου τὸ ἱρὸν ἀξιοθέητα ἀνέθηκε ἔργα, ὀβελοὺς δύο λιθίνους, ἐξ ἑνὸς ἐόντας ἑκάτερον λίθου, μῆκος μὲν ἑκάτερον πήχεων ἑκατόν, εὖρος δὲ ὀκτὼ πήχεων. |
[2.111.1] Όταν λοιπόν πέθανε ο Σέσωστρις, τη βασιλεία, μου είπαν, την πήρε ο γιος του ο Φερώς, που δεν πραγματοποίησε καμιά εκστρατεία αλλά που κατέληξε να τυφλωθεί για τον ακόλουθο λόγο: κατέβηκε τότε το ποτάμι φουσκωμένο όσο ποτέ και έφτασε τις δεκαοχτώ πήχες, τόσο που σκέπασε τα χωράφια, φύσηξε και άνεμος κι ο ποταμός σήκωσε κύματα. [2.111.2] Και ο βασιλιάς εκείνος, λένε, έκανε μια αμυαλιά, έπιασε και πέταξε ένα δόρυ μέσα στις δίνες του ποταμού και αμέσως μετά αρρώστησαν τα μάτια του και τυφλώθηκε. Έμεινε τυφλός δέκα χρόνους, και τον ενδέκατο του ήρθε χρησμός από το μαντείο στην πόλη Βουτού ότι το διάστημα της ποινής του είχε περάσει και ότι θα ξανάβρισκε το φως του αν ένιβε τα μάτια του με ούρα από γυναίκα που είχε πάει μόνο με τον άντρα της, και άλλους άντρες δεν είχε γνωρίσει. [2.111.3] Και αυτός δοκίμασε πρώτα τη δική του γυναίκα, ύστερα όμως, καθώς δεν ξαναβρήκε το φως του, τις δοκίμασε όλες στη σειρά· κι όταν ξαναβρήκε το φως του, μάζεψε όλες τις γυναίκες που είχε δοκιμάσει, εκτός από εκείνη που με τα ούρα της είχε νιφτεί και ανέβλεψε, σε μια πόλη που σήμερα λέγεται Κόκκινα Χώματα, και αφού τις σύναξε, τις έκαψε όλες, μαζί με την πόλη. [2.111.4] Όσο γι᾽ αυτήν που με τα ούρα της νίφτηκε και ξαναβρήκε το φως του, την πήρε γυναίκα του. Αναθήματα για τη σωτηρία του από την πάθηση των ματιών του αφιέρωσε και άλλα ο βασιλιάς, σε όλα τα αξιόλογα ιερά, αλλά εκείνα που αξίζουν περισσότερο να αναφερθούν, είναι τα αξιοθέατα έργα που αφιέρωσε στο ιερό του Ηλίου, δύο οβελίσκους πέτρινους, που είναι ο καθένας τους ένας ογκόλιθος μονοκόμματος και έχει ο καθένας τους ύψος εκατό πήχες και πλάτος οχτώ πήχες. |