Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΕΟΚΡΙΤΟΣ

Εἰδύλλια (26.1-26.17)


26. ΛΗΝΑΙ Η ΒΑΚΧΑΙ


Ἰνὼ καὐτονόα χἀ μαλοπάραυος Ἀγαύα
τρεῖς θιάσως ἐς ὄρος τρεῖς ἄγαγον αὐταὶ ἐοῖσαι.
χαἲ μὲν ἀμερξάμεναι λασίας δρυὸς ἄγρια φύλλα,
κισσόν τε ζώοντα καὶ ἀσφόδελον τὸν ὑπὲρ γᾶς,
5 ἐν καθαρῷ λειμῶνι κάμον δυοκαίδεκα βωμώς,
τὼς τρεῖς τᾷ Σεμέλᾳ, τὼς ἐννέα τῷ Διονύσῳ.
ἱερὰ δ᾽ ἐκ κίστας πεποναμένα χερσὶν ἑλοῖσαι
εὐφάμως κατέθεντο νεοδρέπτων ἐπὶ βωμῶν,
ὡς ἐδίδαξ᾽, ὡς αὐτὸς ἐθυμάρει Διόνυσος.
10 Πενθεὺς δ᾽ ἀλιβάτω πέτρας ἄπο πάντ᾽ ἐθεώρει,
σχῖνον ἐς ἀρχαίαν καταδύς, ἐπιχώριον ἔρνος.
Αὐτονόα πράτα νιν ἀνέκραγε δεινὸν ἰδοῖσα,
σὺν δ᾽ ἐτάραξε ποσὶν μανιώδεος ὄργια Βάκχω,
ἐξαπίνας ἐπιοῖσα, τά τ᾽ οὐχ ὁρέοντι βέβαλοι.
15 μαίνετο μέν τ᾽ αὐτά, μαίνοντο δ᾽ ἄρ᾽ εὐθὺ καὶ ἅλλαι.
Πενθεὺς μὲν φεῦγεν πεφοβημένος, αἳ δ᾽ ἐδίωκον,
πέπλως ἐκ ζωστῆρος ἐς ἰγνύαν ἐρύσαισαι.


26. ΛΗΝΑΙ Ή ΒΑΚΧΑΙ


Αγαύη κι Αυτονόη κι Ινώ, του Κάδμου οι θυγατέρες,
τρεις ήταν και τρεις έκαναν πομπές του Διονύσου
στον Κιθαιρώνα. Εσύναξαν εκείθεν άγρια φύλλα
πυκνόφυλλης βελανιδιάς, χλωρού κισσού κλωνάρια,
επήρανε στα χέρια τους και νιόβγαλτα σπερδούκλια
5κι έκαναν δώδεκα βωμούς σ᾽ ολάνοιχτο λιβάδι,
εννιά για το Διόνυσο και τρεις για τη Σεμέλη.
Έβγαλαν τότε τα ιερά μέσ᾽ από το κουτί των
και στους βωμούς τ᾽ απίθωσαν μ᾽ ευχές πολλές στο Βάκχο,
όπως αυτός επιθυμεί κι όπως τις είχε μάθει.

10Ο δύστυχος Πενθεύς κρυφά, από τραχύ ένα βράχο,
πίσω από σκίνο γέρικο, εθώρει ό,τι γενόταν.

Πρώτη τον εκατάλαβεν η Αυτονόη, κι αμέσως
έριξε φοβερή κραυγή και ξαφνικά πηδώντας
εγκρέμισε κι εσκόρπισε τα σύμβολα του Βάκχου
που ᾽ν᾽ άπρεπο να τα θωρούν οι αμάθευτοι οι ανθρώποι.
15Τότε κι εκείνη εμάνιωσε κι εμάνιωσαν κι οι άλλες.
Φεύγει ο Πενθεύς τρεχάμενος και κατατρομαγμένος,
κι αυτές, ανασηκώνοντας το φόρεμα ως τη ζώνη,
έτρεχαν κατά πίσω του και τον εκυνηγούσαν.