266. Τα δύο κοκόρια και ο αετός. [266.1] Μια φορά τσακώνονταν δύο κόκορες σχετικά με τις θηλυκές κότες, ώσπου τελικά ο ένας τους κατατρόπωσε τον άλλον. Τότε ο ηττημένος πήρε δρόμο και κρύφτηκε σε κάποια σκοτεινή γωνιά. Ο άλλος όμως, ο νικητής, πετάρισε προς τα πάνω, κούρνιασε στην κορυφή σε ένα ψηλό ντουβάρι και από εκεί βάλθηκε να κακαρίζει με όλη τη δύναμη της φωνής του. Το αποτέλεσμα: αμέσως πέταξε καταπάνω του ο αετός, τον άρπαξε και μην τον είδατε. Έτσι ο πρώτος, που είχε κρυφτεί στα σκοτεινά, μπορούσε στο εξής να βατεύει τις θηλυκές άφοβα. Το δίδαγμα του μύθου: Ο θεός καταπολεμάει τους αλαζόνες, ενώ χαρίζει την εύνοιά του στους ταπεινόφρονες. 267. Το κουνούπι και το λιοντάρι. [267.1] Κάποτε το κουνούπι πλησίασε το λιοντάρι και το προκάλεσε: «Άκου εδώ, εγώ δεν σε φοβάμαι, ούτε και με ξεπερνάς στη δύναμη. Αλήθεια, γιά πες μου, πού έγκειται η δύναμή σου; Στο ότι γδέρνεις με τις νυχάρες σου και δαγκώνεις με τα δόντια σου; Σιγά το πράγμα — αυτό μπορεί να το κάνει και μια κυράτσα που τσακώνεται με τον άντρα της. Σου λέω, εγώ είμαι πολύ πολύ πιο ισχυρός από σένα. Και άμα σου βαστάει, έλα να μετρηθούμε σε μονομαχία». Έτσι, που λέτε, το κουνούπι σάλπισε επίθεση και βάλθηκε να μπήγεται και να τσιμπάει το λιοντάρι στο πρόσωπο, εκεί γύρω από τη μύτη, όπου το ζώο δεν έχει τρίχωμα. Το λιοντάρι, βέβαια, πάσχιζε να το τσακώσει, πλην μάταια· αντίθετα, κατάφερνε μόνο να πληγώνει τον εαυτό του με τα ίδια του τα νύχια, ώσπου στο τέλος αγανάκτησε. Με αυτόν τον τρόπο το κουνούπι νίκησε το θεριό και άρχισε να πετάει τριγύρω, βουίζοντας σαν καραμούζα και ψέλνοντας την ωδή του θριάμβου. Έλα όμως που μετά από λίγο μπλέχτηκε στον ιστό της αράχνης. Καθώς λοιπόν αυτή το κατασπάραζε, το ζουζούνι έκλαιγε τη μοίρα του: ακούς εκεί, να τα έχει βάλει με τόσο πελώρια θηρία και τελικά να βρει τον θάνατο από ένα τιποτένιο σίχαμα σαν την αράχνη! Ο μύθος αυτός απευθύνεται προς όσους βάζουν κάτω τους σπουδαίους αλλά κατατροπώνονται από ασήμαντους.
|