Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (2.93.1-2.95.3)

[2.93.1] Οἱ δὲ ἰχθύες οἱ ἀγελαῖοι ἐν μὲν τοῖσι ποταμοῖσι οὐ μάλα γίνονται, τρεφόμενοι δὲ ἐν τῇσι λίμνῃσι τοιάδε ποιεῦσι. ἐπεάν σφεας ἐσίῃ οἶστρος κυίσκεσθαι, ἀγεληδὸν ἐκπλέουσι ἐς θάλασσαν· ἡγέονται δὲ οἱ ἔρσενες ἀπορραίνοντες τοῦ θοροῦ, αἱ δὲ ἑπόμεναι ἀνακάπτουσι καὶ ἐξ αὐτοῦ κυίσκονται. [2.93.2] ἐπεὰν δὲ πλήρεες γένωνται ἐν τῇ θαλάσσῃ, ἀναπλέουσι ὀπίσω ἐς ἤθεα τὰ ἑωυτῶν ἕκαστοι. ἡγέονται μέντοι γε οὐκέτι οἱ αὐτοί, ἀλλὰ τῶν θηλέων γίνεται ἡ ἡγεμονίη. ἡγεύμεναι δὲ ἀγεληδὸν ποιεῦσι οἷόν περ ἐποίευν οἱ ἔρσενες· τῶν γὰρ ᾠῶν ἀπορραίνουσι κατ᾽ ὀλίγους τῶν κέγχρων, οἱ δὲ ἔρσενες καταπίνουσι ἑπόμενοι. εἰσὶ δὲ οἱ κέγχροι οὗτοι ἰχθύες. [2.93.3] ἐκ δὲ τῶν περιγινομένων καὶ μὴ καταπινομένων κέγχρων οἱ τρεφόμενοι ἰχθύες γίνονται. οἳ δ᾽ ἂν αὐτῶν ἁλῶσι ἐκπλέοντες ἐς θάλασσαν, φαίνονται τετριμμένοι τὰ ἐπ᾽ ἀριστερὰ τῶν κεφαλέων, οἳ δ᾽ ἂν ὀπίσω ἀναπλέοντες, τὰ ἐπὶ δεξιὰ τετρίφαται. [2.93.4] πάσχουσι δὲ ταῦτα διὰ τόδε· ἐχόμενοι τῆς γῆς ἐπ᾽ ἀριστερὰ καταπλέουσι ἐς θάλασσαν, καὶ ἀναπλέοντες ὀπίσω τῆς αὐτῆς ἀντέχονται, ἐγχριμπτόμενοι καὶ ψαύοντες ὡς μάλιστα, ἵνα δὴ μὴ ἁμάρτοιεν τῆς ὁδοῦ διὰ τὸν ῥόον. [2.93.5] ἐπεὰν δὲ πληθύεσθαι ἄρχηται ὁ Νεῖλος, τά τε κοῖλα τῆς γῆς καὶ τὰ τέλματα τὰ παρὰ τὸν ποταμὸν πρῶτα ἄρχεται πίμπλασθαι διηθέοντος τοῦ ὕδατος ἐκ τοῦ ποταμοῦ· καὶ αὐτίκα τε πλέα γίνεται ταῦτα καὶ παραχρῆμα ἰχθύων σμικρῶν πίμπλαται πάντα· [2.93.6] κόθεν δὲ οἰκὸς αὐτοὺς γίνεσθαι, ἐγώ μοι δοκέω κατανοέειν τοῦτο· τοῦ προτέρου ἔτεος ἐπεὰν ἀπολίπῃ ὁ Νεῖλος, οἱ ἰχθύες ἐντεκόντες ᾠὰ ἐς τὴν ἰλὺν ἅμα τῷ ἐσχάτῳ ὕδατι ἀπαλλάσσονται· ἐπεὰν δὲ περιελθόντος τοῦ χρόνου πάλιν ἐπέλθῃ τὸ ὕδωρ, ἐκ τῶν ᾠῶν τούτων παραυτίκα γίνονται οἱ ἰχθύες [οὗτοι]. καὶ περὶ μὲν τοὺς ἰχθύας οὕτως ἔχει.
[2.94.1] Ἀλείφατι δὲ χρέωνται Αἰγυπτίων οἱ περὶ τὰ ἕλεα οἰκέοντες ἀπὸ τῶν σιλλικυπρίων τοῦ καρποῦ, τὸ καλεῦσι μὲν Αἰγύπτιοι κίκι, ποιεῦσι δὲ ὧδε· παρὰ τὰ χείλεα τῶν τε ποταμῶν καὶ τῶν λιμνέων σπείρουσι τὰ σιλλικύπρια ταῦτα, τὰ ἐν Ἕλλησι αὐτόματα ἄγρια φύεται· [2.94.2] ταῦτα ἐν τῇ Αἰγύπτῳ σπειρόμενα καρπὸν φέρει πολλὸν μέν, δυσώδεα δέ· τοῦτον ἐπεὰν συλλέξωνται, οἱ μὲν κόψαντες ἀπιποῦσι, οἱ δὲ καὶ φρύξαντες ἀπέψουσι καὶ τὸ ἀπορρέον ἀπ᾽ αὐτοῦ συγκομίζονται. ἔστι δὲ πῖον καὶ οὐδὲν ἧσσον τοῦ ἐλαίου τῷ λύχνῳ προσηνές, ὀδμὴν δὲ βαρέαν παρέχεται. [2.95.1] πρὸς δὲ τοὺς κώνωπας ἀφθόνους ἐόντας τάδε σφί ἐστι μεμηχανημένα. τοὺς μὲν τὰ ἄνω τῶν ἑλέων οἰκέοντας οἱ πύργοι ὠφελέουσι, ἐς τοὺς ἀναβαίνοντες κοιμῶνται· οἱ γὰρ κώνωπες ὑπὸ τῶν ἀνέμων οὐκ οἷοί τέ εἰσι ὑψοῦ πέτεσθαι. [2.95.2] τοῖσι δὲ περὶ τὰ ἕλεα οἰκέουσι τάδε ἀντὶ τῶν πύργων ἄλλα μεμηχάνηται· πᾶς ἀνὴρ αὐτῶν ἀμφίβληστρον ἔκτηται, τῷ τῆς μὲν ἡμέρης ἰχθῦς ἀγρεύει, τὴν δὲ νύκτα τάδε αὐτῷ χρᾶται· ἐν τῇ ἀναπαύεται κοίτῃ, περὶ ταύτην ἵστησι τὸ ἀμφίβληστρον καὶ ἔπειτα ἐνδὺς ὑπ᾽ αὐτὸ καθεύδει. [2.95.3] οἱ δὲ κώνωπες, ἢν μὲν ἐν ἱματίῳ ἐνειλιξάμενος εὕδῃ ἢ σινδόνι, διὰ τούτων δάκνουσι· διὰ δὲ τοῦ δικτύου οὐδὲ πειρῶνται ἀρχήν.

[2.93.1] Ψάρια ωστόσο που ζουν σε κοπάδια, δεν γεννιούνται πολλά στους ποταμούς· ζουν όμως στις λίμνες και κάνουν τα εξής: όταν τα καταλάβει η επιθυμία της γονιμοποίησης, ξεκινούν κοπαδιαστά για τη θάλασσα· μπροστά πηγαίνουν τα αρσενικά χύνοντας το σπέρμα τους, και ακολουθούν τα θηλυκά που το καταπίνουν και γονιμοποιούνται απ᾽ αυτό. [2.93.2] Και όταν η εγκυμοσύνη ολοκληρωθεί στη θάλασσα, τα ψάρια γυρίζουν πίσω, στους συνηθισμένους τόπους τους. Μπροστά όμως τώρα δεν πηγαίνουν τα αρσενικά, αλλά την πρωτοπορία την έχουν τα θηλυκά. Και καθώς προπορεύονται κοπαδιαστά, κάνουν τώρα ό,τι έκαναν πριν τα αρσενικά: σκορπίζουν δηλαδή πότε πότε λίγα αυγά, που είναι σαν το κεχρί, και οι αρσενικοί που ακολουθούν τα καταπίνουν. Το κεχρί αυτό είναι ψάρια. [2.93.3] Και από το κεχρί που γλιτώνει και δεν καταπίνεται, βγαίνουν όσα ψάρια μεγαλώνουν. Όσα ψάρια πιάνονται καθώς κατεβαίνουν προς τη θάλασσα, παρουσιάζουν γδαρσίματα στο αριστερό μέρος του κεφαλιού· όσα πιάνονται στον γυρισμό, είναι γδαρμένα από δεξιά. [2.93.4] Το παθαίνουν αυτό για τον εξής λόγο: κατεβαίνοντας προς τη θάλασσα ακολουθούν την αριστερή όχθη, και ανεβαίνοντας στον γυρισμό πηγαίνουν πάλι κοντά σ᾽ αυτήν, και ακουμπούν απάνω της όσο μπορούν περισσότερο και τρίβονται, για να μη χάσουν βέβαια τον δρόμο τους εξαιτίας του ρεύματος. [2.93.5] Όταν λοιπόν αρχίζει να φουσκώνει ο Νείλος, τα κοιλώματα του εδάφους και τα τέλματα κοντά στον ποταμό αρχίζουν πρώτα να γεμίζουν με το νερό που ξεχειλίζει από τον ποταμό· και μόλις αυτά τα μέρη γεμίσουν νερό, γεμίζουν ταυτόχρονα όλα και με μικρά ψαράκια. [2.93.6] Από πού είναι πιθανό να προέρχονται αυτά τα ψαράκια, νομίζω ότι μπορώ να το καταλάβω· το προηγούμενο έτος, όταν φυράνει ο Νείλος, τα ψάρια γεννούν τα αυγά τους μέσα στη λάσπη, και με τα τελευταία νερά φεύγουν· και όταν κυλήσει η χρονιά και έρθει πάλι το νερό, τα ψαράκια αυτά βγαίνουν αμέσως από τα αυγά τους. Αυτά λοιπόν για τα ψάρια.
[2.94.1] Οι Αιγύπτιοι που κατοικούν γύρω στα έλη, μεταχειρίζονται ένα λάδι που βγαίνει από τον καρπό των σιλλικυπρίων· οι Αιγύπτιοι το λένε κίκι και το φτιάχνουν ως εξής: στις όχθες των ποταμών και των λιμνών σπέρνουν αυτά τα σιλλικύπρια, τα οποία στην Ελλάδα φυτρώνουν μόνα τους και είναι αγριόχορτα· [2.94.2] στην Αίγυπτο τα σπέρνουν κι αυτά κάνουν πολύν καρπό, αλλά δύσοσμο· μαζεύουν πάντως τον καρπό, και άλλοι τον κοπανίζουν και τον λιώνουν, άλλοι τον ψήνουν, ύστερα τον βράζουν και μαζεύουν το ζουμί του. Το κίκι είναι παχύ και διόλου λιγότερο κατάλληλο για το λυχνάρι από το λάδι, μόνο που έχει βαριά μυρωδιά.
[2.95.1] Ενάντια στα κουνούπια, που είναι άφθονα, οι Αιγύπτιοι έχουν μηχανευτεί τα ακόλουθα: όσοι κατοικούν πάνω από την περιοχή των ελών, βρίσκουν τη σωτηρία τους στους πύργους όπου ανεβαίνουν και κοιμούνται· γιατί τα κουνούπια, λόγω των ανέμων, δεν μπορούν να πετάξουν ψηλά. [2.95.2] Όσο γι᾽ αυτούς που κατοικούν γύρω στα έλη, αντί για τους πύργους έχουν μηχανευτεί άλλα πράγματα, τα εξής: έχουν όλοι από ένα δίχτυ με το οποίο ο καθένας την ημέρα ψαρεύει ψάρια και τη νύχτα το χρησιμοποιεί ως εξής: στήνει το δίχτυ γύρω στο γιατάκι όπου κοιμάται, και ύστερα χώνεται κάτω απ᾽ αυτό και ξαπλώνει. [2.95.3] Τα κουνούπια τώρα, αν ο άνθρωπος κοιμόταν τυλιγμένος με κανένα ρούχο ή σκεπασμένος με σεντόνι, θα τον τσιμπούσαν μέσα από το ύφασμα· αλλά μέσα από το δίχτυ ούτε καν δοκιμάζουν να το κάνουν.