Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Πολιτεία (435b-437a)

[435b] Καὶ δίκαιος ἄρα ἀνὴρ δικαίας πόλεως κατ᾽ αὐτὸ τὸ τῆς δικαιοσύνης εἶδος οὐδὲν διοίσει, ἀλλ᾽ ὅμοιος ἔσται.
Ὅμοιος, ἔφη.
Ἀλλὰ μέντοι πόλις γε ἔδοξεν εἶναι δικαία ὅτε ἐν αὐτῇ τριττὰ γένη φύσεων ἐνόντα τὸ αὑτῶν ἕκαστον ἔπραττεν, σώφρων δὲ αὖ καὶ ἀνδρεία καὶ σοφὴ διὰ τῶν αὐτῶν τούτων γενῶν ἄλλ᾽ ἄττα πάθη τε καὶ ἕξεις.
Ἀληθῆ, ἔφη.
Καὶ τὸν ἕνα ἄρα, ὦ φίλε, οὕτως ἀξιώσομεν, τὰ αὐτὰ ταῦτα [435c] εἴδη ἐν τῇ αὑτοῦ ψυχῇ ἔχοντα, διὰ τὰ αὐτὰ πάθη ἐκείνοις τῶν αὐτῶν ὀνομάτων ὀρθῶς ἀξιοῦσθαι τῇ πόλει.
Πᾶσα ἀνάγκη, ἔφη.
Εἰς φαῦλόν γε αὖ, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὦ θαυμάσιε, σκέμμα ἐμπεπτώκαμεν περὶ ψυχῆς, εἴτε ἔχει τὰ τρία εἴδη ταῦτα ἐν αὑτῇ εἴτε μή.
Οὐ πάνυ μοι δοκοῦμεν, ἔφη, εἰς φαῦλον· ἴσως γάρ, ὦ Σώκρατες, τὸ λεγόμενον ἀληθές, ὅτι χαλεπὰ τὰ καλά.
Φαίνεται, ἦν δ᾽ ἐγώ. καὶ εὖ γ᾽ ἴσθι, ὦ Γλαύκων, ὡς ἡ [435d] ἐμὴ δόξα, ἀκριβῶς μὲν τοῦτο ἐκ τοιούτων μεθόδων, οἵαις νῦν ἐν τοῖς λόγοις χρώμεθα, οὐ μή ποτε λάβωμεν —ἄλλη γὰρ μακροτέρα καὶ πλείων ὁδὸς ἡ ἐπὶ τοῦτο ἄγουσα— ἴσως μέντοι τῶν γε προειρημένων τε καὶ προεσκεμμένων ἀξίως.
Οὐκοῦν ἀγαπητόν; ἔφη· ἐμοὶ μὲν γὰρ ἔν γε τῷ παρόντι ἱκανῶς ἂν ἔχοι.
Ἀλλὰ μέντοι, εἶπον, ἔμοιγε καὶ πάνυ ἐξαρκέσει.
Μὴ τοίνυν ἀποκάμῃς, ἔφη, ἀλλὰ σκόπει.
[435e] Ἆρ᾽ οὖν ἡμῖν, ἦν δ᾽ ἐγώ, πολλὴ ἀνάγκη ὁμολογεῖν ὅτι γε τὰ αὐτὰ ἐν ἑκάστῳ ἔνεστιν ἡμῶν εἴδη τε καὶ ἤθη ἅπερ ἐν τῇ πόλει; οὐ γάρ που ἄλλοθεν ἐκεῖσε ἀφῖκται. γελοῖον γὰρ ἂν εἴη εἴ τις οἰηθείη τὸ θυμοειδὲς μὴ ἐκ τῶν ἰδιωτῶν ἐν ταῖς πόλεσιν ἐγγεγονέναι, οἳ δὴ καὶ ἔχουσι ταύτην τὴν αἰτίαν, οἷον οἱ κατὰ τὴν Θρᾴκην τε καὶ Σκυθικὴν καὶ σχεδόν τι κατὰ τὸν ἄνω τόπον, ἢ τὸ φιλομαθές, ὃ δὴ τὸν παρ᾽ ἡμῖν [436a] μάλιστ᾽ ἄν τις αἰτιάσαιτο τόπον, ἢ τὸ φιλοχρήματον τὸ περὶ τούς τε Φοίνικας εἶναι καὶ τοὺς κατὰ Αἴγυπτον φαίη τις ἂν οὐχ ἥκιστα.
Καὶ μάλα, ἔφη.
Τοῦτο μὲν δὴ οὕτως ἔχει, ἦν δ᾽ ἐγώ, καὶ οὐδὲν χαλεπὸν γνῶναι.
Οὐ δῆτα.
Τόδε δὲ ἤδη χαλεπόν, εἰ τῷ αὐτῷ τούτῳ ἕκαστα πράττομεν ἢ τρισὶν οὖσιν ἄλλο ἄλλῳ· μανθάνομεν μὲν ἑτέρῳ, θυμούμεθα δὲ ἄλλῳ τῶν ἐν ἡμῖν, ἐπιθυμοῦμεν δ᾽ αὖ τρίτῳ τινὶ τῶν περὶ τὴν τροφήν τε καὶ γέννησιν ἡδονῶν καὶ ὅσα τούτων [436b] ἀδελφά, ἢ ὅλῃ τῇ ψυχῇ καθ᾽ ἕκαστον αὐτῶν πράττομεν, ὅταν ὁρμήσωμεν. ταῦτ᾽ ἔσται τὰ χαλεπὰ διορίσασθαι ἀξίως λόγου.
Καὶ ἐμοὶ δοκεῖ, ἔφη.
Ὧδε τοίνυν ἐπιχειρῶμεν αὐτὰ ὁρίζεσθαι, εἴτε τὰ αὐτὰ ἀλλήλοις εἴτε ἕτερά ἐστι.
Πῶς;
Δῆλον ὅτι ταὐτὸν τἀναντία ποιεῖν ἢ πάσχειν κατὰ ταὐτόν γε καὶ πρὸς ταὐτὸν οὐκ ἐθελήσει ἅμα, ὥστε ἄν που εὑρίσκωμεν ἐν αὐτοῖς ταῦτα γιγνόμενα, εἰσόμεθα ὅτι οὐ ταὐτὸν [436c] ἦν ἀλλὰ πλείω.
Εἶεν.
Σκόπει δὴ ὃ λέγω.
Λέγε, ἔφη.
Ἑστάναι, εἶπον, καὶ κινεῖσθαι τὸ αὐτὸ ἅμα κατὰ τὸ αὐτὸ ἆρα δυνατόν;
Οὐδαμῶς.
Ἔτι τοίνυν ἀκριβέστερον ὁμολογησώμεθα, μή πῃ προϊόντες ἀμφισβητήσωμεν. εἰ γάρ τις λέγοι ἄνθρωπον ἑστηκότα, κινοῦντα δὲ τὰς χεῖράς τε καὶ τὴν κεφαλήν, ὅτι ὁ αὐτὸς ἕστηκέ τε καὶ κινεῖται ἅμα, οὐκ ἂν οἶμαι ἀξιοῖμεν οὕτω [436d] λέγειν δεῖν, ἀλλ᾽ ὅτι τὸ μέν τι αὐτοῦ ἕστηκε, τὸ δὲ κινεῖται. οὐχ οὕτω;
Οὕτω.
Οὐκοῦν καὶ εἰ ἔτι μᾶλλον χαριεντίζοιτο ὁ ταῦτα λέγων, κομψευόμενος ὡς οἵ γε στρόβιλοι ὅλοι ἑστᾶσί τε ἅμα καὶ κινοῦνται, ὅταν ἐν τῷ αὐτῷ πήξαντες τὸ κέντρον περιφέρωνται, ἢ καὶ ἄλλο τι κύκλῳ περιιὸν ἐν τῇ αὐτῇ ἕδρᾳ τοῦτο δρᾷ, οὐκ ἂν ἀποδεχοίμεθα, ὡς οὐ κατὰ ταὐτὰ ἑαυτῶν [436e] τὰ τοιαῦτα τότε μενόντων τε καὶ φερομένων, ἀλλὰ φαῖμεν ἂν ἔχειν αὐτὰ εὐθύ τε καὶ περιφερὲς ἐν αὑτοῖς, καὶ κατὰ μὲν τὸ εὐθὺ ἑστάναι —οὐδαμῇ γὰρ ἀποκλίνειν— κατὰ δὲ τὸ περιφερὲς κύκλῳ κινεῖσθαι, καὶ ὅταν δὲ τὴν εὐθυωρίαν ἢ εἰς δεξιὰν ἢ εἰς ἀριστερὰν ἢ εἰς τὸ πρόσθεν ἢ εἰς τὸ ὄπισθεν ἐγκλίνῃ ἅμα περιφερόμενον, τότε οὐδαμῇ [ἔστιν] ἑστάναι.
Καὶ ὀρθῶς γε, ἔφη.
Οὐδὲν ἄρα ἡμᾶς τῶν τοιούτων λεγόμενον ἐκπλήξει, οὐδὲ μᾶλλόν τι πείσει ὥς ποτέ τι ἂν τὸ αὐτὸ ὂν ἅμα κατὰ [437a] τὸ αὐτὸ πρὸς τὸ αὐτὸ τἀναντία πάθοι ἢ καὶ εἴη ἢ καὶ ποιήσειεν.
Οὔκουν ἐμέ γε, ἔφη.
Ἀλλ᾽ ὅμως, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἵνα μὴ ἀναγκαζώμεθα πάσας τὰς τοιαύτας ἀμφισβητήσεις ἐπεξιόντες καὶ βεβαιούμενοι ὡς οὐκ ἀληθεῖς οὔσας μηκύνειν, ὑποθέμενοι ὡς τούτου οὕτως ἔχοντος εἰς τὸ πρόσθεν προΐωμεν, ὁμολογήσαντες, ἐάν ποτε ἄλλῃ φανῇ ταῦτα ἢ ταύτῃ, πάντα ἡμῖν τὰ ἀπὸ τούτου συμβαίνοντα λελυμένα ἔσεσθαι.
Ἀλλὰ χρή, ἔφη, ταῦτα ποιεῖν.

[435b] Ώστε και ο δίκαιος άνθρωπος, ως προς αυτή την ιδιότητα της δικαιοσύνης, καμιά διαφορά δεν θα ᾽χει από τη δίκαιη πόλη, αλλά θα είναι όμοιός της.
Μάλιστα, όμοιός της.
Παραδεχτήκαμε όμως πως μια πόλη είναι δίκαιη, όταν από τα τρία είδη φυσική ιδιοσυγκρασίας, που υπάρχουν μέσα της, το καθένα τους έκανε τη δουλειά του· και της αποδώσαμε πάλι την ιδιότητα της σωφροσύνης και της ανδρείας και της σοφίας για κάποιους άλλους χαρακτήρες και συνήθειες που παρουσιάζουν αυτά τα τριών ειδών φυσικά.
Αλήθεια.
Το ίδιο λοιπόν, φίλε μου, θα αξιώσομε και για τον ένα άνθρωπο, όταν έχει δηλαδή αυτές τις ίδιες ιδιότητες [435c] μες στην ψυχή του, πως είναι σωστό, γι᾽ αυτή την ομοιότητα, ν᾽ αξιωθεί να πάρει εκείνες τις ίδιες ονομασίες με την πόλη.
Ανάγκη πάσα.
Να λοιπόν πάλι, φίλε μου, που πέσαμε σ᾽ ένα δύσκολο σχετικά με την ψυχή ζήτημα, αν έχει δηλαδή αυτές τις τρεις ιδιότητες μέσα της είτε όχι.
Και βέβαια δεν μου φαίνεται πολύ εύκολο· γιατί είναι ίσως αληθινή, Σωκράτη, η παροιμία που λέει: όλα τα καλά δύσκολα.
Έτσι φαίνεται· και να ξέρεις καλά, Γλαύκων, πως, όπως [435d] εγώ τουλάχιστο φαντάζομαι, μ᾽ αυτή τη μέθοδο που μεταχειριζόμαστε τώρα στη συζήτηση, υπάρχει φόβος να μην πετύχομε το ολωσδιόλου σωστό· γιατί είναι άλλος μακρύτερος και περισσότερος ο δρόμος που θα μας οδηγούσε εκεί· ίσως όμως και ν᾽ αξίζει κι αυτή η μέθοδος σχετικά μ᾽ όσα είπαμε και συζητήσαμε πρωτύτερα.
Δε θα ᾽τανε αρκετό κι αυτό; εγώ τουλάχιστο θα ήμουν, προς το παρόν, και μ᾽ αυτό ικανοποιημένος.
Μα τότε λοιπόν ακόμα παραπάνω κι εγώ.
Μην αποκάνεις λοιπόν, μόνο άρχισε την εξέταση.
[435e] Δεν είναι τάχα απόλυτη ανάγκη να παραδεχτούμε πως τα ίδια ιδιώματα και συνήθεια υπάρχουν μέσα στον καθένα από μας όποια και μες στην πόλη; γιατί βέβαια δεν έχουν ερθεί απ᾽ αλλού και σ᾽ αυτή· επειδή θα ήτανε γελοίο να φανταστεί κανείς πως ο θυμοειδής έξαφνα χαρακτήρας που αποδίδουν σε μερικά έθνη, όπως στους Θράκες και στους Σκύθες και γενικά στους βορινούς λαούς, ή η φιλομάθεια, που θα μπορούσε [436a] κανείς ν᾽ αποδώσει στο δικό μας προπάντων έθνος, ή η φιλοχρηματία, που θα μπορούσαμε να πούμε πως χαρακτηρίζει κυρίως τους Φοίνικες και τους Αιγυπτίους, δεν έχουν την αρχή τους από τους πολίτες, για να βρίσκουνται και μες στις πόλεις των.
Βεβαιότατα.
Ώστε έτσι είναι το πράγμα και δεν παρουσιάζει καμιά δυσκολία να το καταλάβει κανείς.
Όχι βέβαια.
Απ᾽ εδώ όμως αρχίζει η δυσκολία: αν δηλαδή με την ίδια ενέργεια της ψυχής κάνομε το καθετί, ή με ιδιαίτερη για το καθένα απ᾽ αυτά τα τρία· άλλη είναι η δύναμη της ψυχής, που μ᾽ αυτή μαθαίνομε, άλλη που μ᾽ εκείνη θυμώνομε, άλλη που γεννά μέσα μας την επιθυμία της τροφής, τις γενετήσιες ηδονές και όλα [436b] τα παρόμοια, ή με ολάκερη την ψυχή κάνομε το καθένα απ᾽ αυτά, όταν αιστανθούμε την ορμή να το κάμομε; Νά ποιό είναι δύσκολο να το ορίσομε με όλη την ακριβολογία που χρειάζεται.
Το βλέπω κι εγώ.
Ιδού λοιπόν πώς λέω εγώ να δοκιμάσομε να βρούμε αν είναι οι ίδιες αυτές οι τρεις δυνάμεις, ή διαφορετική η καθεμιά τους.
Πώς;
Είναι ολοφάνερο πως το ίδιο πρόσωπο δε θα μπορούσε τον ίδιο καιρό να κάνει ή να πάσχει αντίθετα πράγματα, μέσα τουλάχιστο στο ίδιο μέρος του εαυτού του ή σχετικά με το ίδιο αντικείμενο· ώστε, αν βρούμε να γίνεται πουθενά αυτό το πράγμα, θα συμπεράνομε πως δεν ήταν μια και η ίδια αυτές [436c] οι δυνάμεις, αλλά πολλές.
Έστω.
Πρόσεξε τώρα αυτό που λέω.
Λέγε το.
Να στέκεται και να είναι τον ίδιον καιρό ακίνητο το ίδιο πράγμα και με ίδιο μέρος του εαυτού του μπορεί άραγε να γίνει ποτέ;
Καθόλου.
Ας το καθορίσομε όμως ακόμα πιο καθαρά, για να μη μας γεννηθεί καμιά διαφωνία όταν προχωρήσομε παραπέρα. Αν δηλαδή μας έλεγε κάποιος για έναν άνθρωπο, που ενώ στέκει, κουνεί τα χέρια του και το κεφάλι, πως ο ίδιος και στέκεται και κουνιέται μαζί, δε θα του κάναμε την παρατήρηση πως [436d] δεν πρέπει να το λέει έτσι, αλλά πως ένα του όποιο μέρος είναι ακίνητο και ένα άλλο κουνιέται; Έτσι δεν είναι;
Έτσι είναι.
Κι αν λοιπόν ο ίδιος για να κάμει, έτσι παιχνιδιάρικα, ακόμη μεγαλύτερη επίδειξη λεπτολογίας μάς έλεγε πως η σβούρα τουλάχιστο ολόκληρη και κουνιέται και στέκεται τον ίδιον καιρό, όταν στρέφεται με ακίνητα μπηγμένο το κέντρο της επάνω στο ίδιο σημείο, και ότι το ίδιο κάνει και όποιο άλλο στρέφεται γύρω από τον άξονά του χωρίς ν᾽ αλλάζει θέση, δε θα το παραδεχτούμε βέβαια, επειδή αυτά [436e] δεν μένουν ακίνητα ούτε στρέφονται με το ίδιο μέρος του εαυτού των, αλλά θα πούμε πως ξεχωρίζομε στα πράγματα αυτά τα δυο μέρη, τον ίσιο τον άξονα και την κυκλική περιφέρεια, και πως με το ίσιο τους μέρος στέκουν ακίνητα, επειδή αυτό δεν γέρνει από καμιά μεριά, ενώ με την κυκλική τους περιφέρεια στρέφονται έναν γύρο· όταν όμως η ευθεία γραμμή του άξονά τους κλίνει είτε δεξιά είτε αριστερά είτε μπρος είτε πίσω, ενώ εξακολουθούν τον ίδιο καιρό να στρέφονται, τότε με κανένα τους μέρος δεν μπορούμε να πούμε πως στέκουν.
Και πολύ σωστά.
Ώστε ό,τι και να μας πουν απ᾽ αυτά, δε θα μας κάμει να τα σαστίσομε, ούτε θα μας πείσει περισσότερο, πως είναι ποτέ δυνατόν το ίδιο πράγμα την ίδια ώρα και με το ίδιο μέρος [437a] του εαυτού του και ως προς το ίδιο αντικείμενο να κάνει ή να πάσχει τα αντίθετα.
Και μένα βέβαια δε θα με πείσει ποτέ.
Μολαταύτα, για να μην είμαστε αναγκασμένοι να εξετάζομε και ανασκευάζομε όλες αυτές τις αντιρρήσεις και να χάνομε έτσι άδικα τον καιρό μας, ας δεχτούμε για σωστή την υπόθεση πως έτσι είναι το πράγμα κι ας προχωρήσομε παρακάτω, με τη συμφωνία πως, αν κάπου βρεθεί πως δεν είναι αυτά έτσι όπως τα δεχτήκαμε, όλα τα συμπεράσματα που βγαίνουν απ᾽ αυτή την υπόθεση θα τα θεωρήσομε άκυρα.
Έτσι πρέπει να κάνομε.